Να λοιπόν που η γεωπολιτική και οι διεθνείς συσχετισμοί ισχύος έγιναν πάλι κομμάτι της ζωής μας. Μόλις τις τελευταίες ημέρες επανεκκινήθηκαν οι διαπραγματεύσεις για την Ουκρανία, με οικοδεσπότη τον Ταγίπ Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη και με άδηλη κατάληξη, συνεχίστηκαν τα επεισόδια του εμπορικού πολέμου που εξαπέλυσε ο Ντόναλντ Τραμπ, ενώ κορυφώνεται το δράμα στη Γάζα με έντονες αντιδράσεις πλέον της διεθνούς κοινότητας. Η διεθνής πολιτική, οι μικροί και μεγάλοι παίκτες έχουν πιάσει μια θέση στο σαλόνι μας.

Πώς τοποθετούμαστε άραγε μέσα σε αυτή την εξαιρετικά ρευστή παγκόσμια πραγματικότητα; Το ερώτημα είναι κρίσιμο και καθόλου εύκολο να απαντηθεί. Ας προσπαθήσουμε, όμως, να δώσουμε ορισμένα ερευνητικά στοιχεία, ενδεικτικά ίσως της γενικότερης κατεύθυνσης.

Θέσαμε για δεύτερη φορά στην τωρινή μας έρευνα το ερώτημα εάν η εκλογή Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ αποτελεί απειλή ή ευκαιρία για χώρες σαν τη δική μας.

Η πρώτη φορά ήταν τον Φεβρουάριο, δηλαδή λίγο μετά την επίσημη έναρξη της θητείας του. Παρατηρούμε μια ελαφρά διαφοροποίηση: το 51% που τον Φεβρουάριο δήλωνε ότι ο Τραμπ είναι απειλή μειώνεται τώρα κατά τι στο 46%, ενώ το 29% που τον θεωρούσε ευκαιρία γίνεται τώρα 31%. Οπως και τότε, έτσι και τώρα φαίνεται να υπάρχει μια σχέση με την πολιτική αυτοτοποθέτηση των ερωτωμένων.

Οσο κινούμαστε προς τα αριστερά του πολιτικού φάσματος εντείνεται η αίσθηση της «απειλής» (72% στους αριστερούς, έναντι μόλις 13% της «ευκαιρίας»), ενώ αντίθετα προς τα δεξιά ενισχύεται η αίσθηση της «ευκαιρίας», η οποία και καθίσταται πλειοψηφική στους δεξιούς (με 54% έναντι μόνο 30% της «απειλής»). Οπως έχουμε σημειώσει και με προηγούμενες ευκαιρίες, κάπου εδώ εντοπίζεται μια εν δυνάμει δεξαμενή για μια ελληνική εκδοχή τραμπισμού.

Αυτή η διαφοροποίηση μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαΐου υποδεικνύει άραγε μια τάση; Είναι ασφαλώς μικρή και πολύ νωρίς για να το πούμε. Αξίζει όμως να παρακολουθήσουμε προσεκτικά την εξέλιξη αυτής της τάσης σε βάθος χρόνου. Και να θέσουμε από τώρα το ερώτημα: Θα παραμείνει σταθερή η πλειοψηφική στάση που αντιλαμβάνεται τον Τραμπ και το πολιτικό του σχέδιο, όποιο και αν είναι αυτό, ως απειλή; Ή βρισκόμαστε μπροστά σε μια ενδεχόμενη «κανονικοποίηση» του τραμπισμού, όπως συνέβη ή συμβαίνει και με άλλες εκδοχές της Alt-Right;

Ας δώσουμε, άλλωστε, τη δέουσα προσοχή σε μια άλλη δημογραφική παράμετρο, τη γενεακή. Από τη λεγόμενη Generation X και μετά, δηλαδή στις ηλικίες άνω των 45 ετών, η αίσθηση της «απειλής» υπερισχύει σαφώς. Ωστόσο, στις νεότερες γενιές τα πράγματα είναι πιο μοιρασμένα – και ειδικά στην Gen Z (17-28 ετών) η «απειλή» μόλις που ξεπερνά την «ευκαιρία» (43% έναντι 41%). Ας αφήσουμε, λοιπόν, προσώρας ανοιχτό το ερώτημα εάν και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να δούμε σε βάθος χρόνου να διαμορφώνεται μια «κοινοτοπία του τραμπισμού» (και) στη χώρα μας.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, πού στέκονται η Ελλάδα και τα – μικρότερα ίσως αλλά εξίσου κρίσιμα για εμάς – γεωπολιτικά της συμφέροντα; Σε αυτό το ερώτημα η απάντηση μοιάζει περισσότερο σαφής.

Για δύο στους τρεις (66%) τα στρατηγικά συμφέροντα της χώρας μας βρίσκονται πιο κοντά στην ΕΕ παρά στις ΗΠΑ (τις οποίες προκρίνει το 26%), χωρίς ιδιαίτερες γενεακές διαφοροποιήσεις εν προκειμένω. Μάλιστα, εδώ, επίσης μόνο σε όσους αυτοπροσδιορίζονται ως δεξιοί ενισχύεται η επιλογή υπέρ των ΗΠΑ (46%), ωστόσο και σε αυτούς η ευρωπαϊκή επιλογή παραμένει πλειοψηφική (50%).

Σε προηγούμενες περιόδους, η επιλογή ΕΕ – ΗΠΑ δεν θα ήταν αντιπαραθετική αλλά συμπληρωματική. Ωστόσο, αυτό δεν είναι αυτονόητο πλέον, καθώς οι ΗΠΑ μοιάζουν να διαρρηγνύουν συμμαχικές σχέσεις δεκαετιών, αν όχι αιώνων. Η άλλοτε «δική μας, κοντινή Αμερική» μοιάζει να απομακρύνεται. Και, αντίστροφα, να εδραιώνεται η αίσθηση του ανήκειν μας στον ευρωπαϊκό χώρο. Ενα ανήκειν που θα λέγαμε ότι δεν είναι μόνο γεωπολιτικό, αλλά και θεσμικό, οικονομικό, πολιτικό, εν τέλει πολιτισμικό.

Ισως έχει όμως και μια άλλη όψη, την οποία επίσης μπορούμε να συγκρατήσουμε ως υπόθεση εργασίας. Αραγε η εδραίωση του ευρωπαϊκού μας ανήκειν ενισχύεται όσο, από τη μία, κόβονται οι γέφυρες με την άλλη μεριά του Ατλαντικού, αλλά και όσο, από την άλλη, ενδυναμώνεται η γειτονική Τουρκία ως ισχυρός παίκτης στη σημερινή ρευστή γεωπολιτική συνθήκη; Ανεξάρτητα από την απάντηση, το δεύτερο σκέλος φαίνεται να γίνεται έτσι αντιληπτό.

Υπενθυμίσαμε εισαγωγικά ότι κατά τις ημέρες διεξαγωγής της έρευνας ο Ταγίπ Ερντογάν φιλοξενούσε στην Κωνσταντινούπολη την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για το Ουκρανικό, σε ρόλο διαμεσολαβητή. Και στο σχετικό ερώτημα που θέσαμε, εάν ο ίδιος, και επομένως η Τουρκία, έχει ενισχυθεί ή όχι στη σημερινή συγκυρία, το 53% απαντά ότι πράγματι έχει ενισχυθεί, έναντι μόλις 12% που πιστεύει ότι έχει αποδυναμωθεί, αλλά και 32% που δεν θεωρεί ότι έχει υπάρξει κάποια αλλαγή ως προς αυτό.

Μάλιστα, η αίσθηση ενίσχυσης του Ερντογάν ως διεθνούς παίκτη είναι εντονότερη στις μεγαλύτερες ηλικίες (και πάλι από την Gen X και πάνω), στις οποίες ενδεχομένως είναι και οξυμμένα τα ιστορικά αντανακλαστικά καχυποψίας έναντι της Τουρκίας.

Το διεθνές τοπίο είναι τόσο ασταθές και απρόβλεπτο που όλα αυτά μπορεί ανά πάσα στιγμή να μεταβληθούν. Αξίζει τον κόπο, όμως, μέσα στη γεωπολιτική ρευστότητα των καιρών να παρακολουθούμε με σταθερότητα και επιμονή τη διαμόρφωση των μακροσκοπικών τάσεων στα ζητήματα αυτά. Οχι μόνο επειδή η γεωπολιτική έχει καθίσει αναπαυτικά, και κάπως απειλητικά, στο εθνικό μας σαλονάκι. Αλλά και επειδή οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά είναι επίσης δείκτες της εθνικής μας αυτοσυνείδησης όπως διαμορφώνεται σήμερα.

*Ο κ. Γιάννης Μπαλαμπανίδης είναι πολιτικός αναλυτής, επικεφαλής πολιτικής & κοινωνικής έρευνας Metron Analysis.