Μέχρι την επομένη της Καθαρής Δευτέρας όλα έμοιαζαν τέλεια για τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Είχε περάσει ένα απολαυστικό τριήμερο στην Ηπειρο, είχε πάρει τις αποφάσεις του για τον χρόνο διενέργειας των εκλογών, και όλα πια έβαιναν ήρεμα κι απλά, σύμφωνα με τον προγραμματισμό του: Υπουργικό Συμβούλιο την Τετάρτη 8 Μαρτίου, προκήρυξη εκλογών και διάλυση της Βουλής μία ημέρα μετά και εκλογές στις 9 Απριλίου. Με μόνο στοίχημα γι’ αυτόν και την κυβέρνησή του να κατακτήσει ένα καλό ποσοστό στον πρώτο γύρο, το οποίο έναν μήνα αργότερα, κατακτώντας την αυτοδυναμία, θα επιβεβαίωνε την κυριαρχία του.

24 ώρες μετά, πλήρης ανατροπή. Μετά τη φονική σύγκρουση των τρένων στα Τέμπη τίποτε δεν θα έμοιαζε με το πριν. Είχε αποκτήσει το δικό του Μάτι, και όλα πλέον είναι στον αέρα.

Η κοινωνία πενθεί, είναι θυμωμένη, αγανακτισμένη και την έχουν κατακλύσει αισθήματα οργής. Για τα παιδιά που χάθηκαν, για τις οικογένειες της διπλανής πόρτας που θρηνούν τις απώλειες.

Οι διαδηλώσεις της Τετάρτης δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για το κλίμα που έχει διαμορφωθεί. Οι απανωτές συγγνώμες, η παραίτηση του υπουργού Μεταφορών, δείχνουν να μην έχουν κανένα αποτέλεσμα. Τα δε εξαγγελλόμενα μέτρα για την ασφάλεια των σιδηροδρομικών δικτύων, μοιάζουν να επιτείνουν την οργή – πώς να δεχθούν οι πολίτες ότι αυτά που δεν έγιναν τα προηγούμενα τέσσερα, οκτώ, δέκα ή δεκατέσσερα χρόνια, θα υλοποιηθούν μέσα σε τρεις- τέσσερις εβδομάδες; Και αν πράγματι υλοποιηθούν σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, αλήθεια ποιος μπορεί να σταθεί απέναντι σε μια κοινωνία που βράζει και να της εξηγήσει γιατί δεν έγιναν όσα έπρεπε να γίνουν όλα τα προηγούμενα χρόνια; Αφού όλα ήταν τόσο εύκολα;

Η απάντηση είναι πως δεν ήταν. Και δεν ήταν γιατί ο ομφάλιος λώρος της διαπλοκής με την πολιτική εξακολουθεί να είναι ισχυρός και άρρηκτος. Αλλά ποιος θα βρει το θάρρος να το παραδεχθεί από την πολιτική τάξη της χώρας; Δεν έχω αυταπάτες. Ουδείς!

Ετσι, δεν μου προξενεί την παραμικρή εντύπωση αυτό που βλέπω να διαμορφώνεται εν όψει των προσεχών εκλογικών αναμετρήσεων: ένα κλίμα αντίστοιχο εκείνου προ των εκλογών του Μαΐου του 2012. Τότε δηλαδή, που στην ελληνική κοινωνία επικράτησε η λογική της αντισυστημικής ψήφου και οι κάλπες έδωσαν πρωτοφανή αποτελέσματα. Σε γενικές γραμμές 19% η ΝΔ, 17% ο ΣΥΡΙΖΑ, 13% το ΠαΣοΚ. Οι αναλύσεις είχαν αποδώσει το αποτέλεσμα στην οργή του κόσμου για τα μνημόνια και τις πολιτικές σκληρής λιτότητας. Μπορεί να δούμε κάτι αντίστοιχο στις εκλογές του Μαΐου; Είναι ένα ερώτημα.

Ενα δεύτερο ερώτημα είναι αν θα έχει επιτυχία η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ και των κομμάτων της ελάσσονος αντιπολίτευσης και κεφαλαιοποιήσουν προς όφελός τους τον θυμό, την οργή, την αγανάκτηση – το πένθος, γενικότερα.

Οι πρώτες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι αν και είναι μάλλον νωρίς να έχουμε μια σαφή εικόνα, η οργή κατά της κυβέρνησης δεν φαίνεται να ωφελεί την αντιπολίτευση και δη την αξιωματική αντιπολίτευση. Ισως γιατί ο λαός που πενθεί, αποστρέφεται την τυμβωρυχία…