Πέφτοντας το σήμα της ΕΡΤ, το μεσημέρι της περασμένης Κυριακής, κατά την ώρα της κορύφωσης μιας ανεκδιήγητης και άνευ προηγουμένου διαδικασίας στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ – διακοπή προφανώς με άνωθεν εντολή για να μην παρακολουθήσει το πανελλήνιο σε ζωντανή μετάδοση το τελειωτικό ξεγύμνωμα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης – μοιραία τα φώτα στράφηκαν προς το ΠαΣοΚ. Οχι μόνο γιατί η δημοσκοπική άνοδος που καταγράφει το τελευταίο διάστημα το φέρει σε θέση άτυπης αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά γιατί ουσιαστικά επωμίζεται πλέον έναν ρόλο που μοιάζει μεγαλύτερος από αυτόν που σήμερα αντιπροσωπεύει.
Είναι όμως έτσι; Αν παρακολουθήσει κανείς προσεκτικά τη δραστηριότητα του τρίτου σε μέγεθος κόμματος της Βουλής, θα αντιληφθεί ότι η πολιτική του πρόταση εκτείνεται σε όλο το φάσμα των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία και θεωρητικά αγκαλιάζει ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος, αυτού που εν τέλει αναδεικνύει κυβερνήσεις στη χώρα. Πρόκειται για το κρίσιμο για τις εξελίξεις πολιτικό κέντρο, το οποίο καλύπτει τον χώρο από τον ΣΥΡΙΖΑ έως και τις παρυφές του σκληρού πυρήνα της Νέας Δημοκρατίας.
Είναι ο ζωτικός χώρος του ΠαΣοΚ, αυτόν που εξέφρασε τα χρόνια της διακυβέρνησής του, και στον οποίο εδώ και έξι-επτά χρόνια έχει επικαθίσει η Κεντροδεξιά του Κ. Μητσοτάκη.
Το ζητούμενο λοιπόν για την κοινωνία, δεδομένης της κατάρρευσης και της ραγδαίας αποσάθρωσης του ΣΥΡΙΖΑ, είναι αν το σημερινό ΠαΣοΚ μπορεί να ανακτήσει την κυριαρχία του χώρου, που παραδοσιακά του ανήκε, από τον κ. Μητσοτάκη και την επαμφοτερίζουσα πολιτικά παράταξή του.
Το ερώτημα υπερβαίνει θέσεις και πρόσκαιρες πολιτικές τοποθετήσεις. Υπερβαίνει επίσης και τις φυσιογνωμίες των ηγετών των δύο κομμάτων. Η κατά κράτος υπερίσχυση του κ. Μητσοτάκη έναντι του κ. Νίκου Ανδρουλάκη στις δημοσκοπήσεις είναι μεν ένα σημαντικό στοιχείο, όμως δεν είναι το καθοριστικό. Τα κόμματα επιζητούν με τις πολιτικές τους ευθεία αναφορά στην κοινωνία, ανεξάρτητα από τα πρόσωπα.
Ιδού λοιπόν το πραγματικό ερώτημα: μπορεί το ΠαΣοΚ με τις πολιτικές θέσεις που προωθεί να ανακαταλάβει τον προνομιακό πολιτικό του χώρο; Είναι σε θέση οι πολιτικές αυτές να εκτοπίσουν τη «συμπαράταξη» (με την έννοια της συμπόρευσης πρώην στελεχών του ΠαΣοΚ με ακραιφνείς δεξιές περσόνες) Μητσοτάκη, από το πολιτικό κέντρο;
Θεωρώ πως επί του παρόντος αυτό δεν εμφανίζεται στο προσκήνιο. Η αιτία είναι ακριβώς η αδυναμία του ΠαΣοΚ να αποκτήσει ενιαία πολιτική στάση απέναντι στις προκλήσεις που κάθε τόσο ανοίγονται μπροστά του, και αρκετές, με πρωτοβουλία της κυβέρνησης. Οταν το 1/3 της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κόμματος αρνείται να υπαχθεί στη γενική «γραμμή» για την υπερψήφιση, ας πούμε, του νομοσχεδίου για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, ή αιφνιδίως τομεάρχης του κόμματος ανακοινώνει ότι θα υπερψηφίσει το νομοσχέδιο για τα μη κρατικά πανεπιστήμια ενώ η γραμμή του κόμματος είναι η καταψήφιση, για να αναφέρω δύο τελευταία παραδείγματα, αυτό δημιουργεί σύγχυση στην κοινωνία. Και δεν αναφέρομαι καν στη συμμετοχή προβεβλημένου στελέχους του ΠαΣοΚ σε κοινή εκδήλωση με στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Αριστεράς, προς αναζήτηση του αντιπάλου που θα σταθεί με αξιώσεις απέναντι στον κ. Μητσοτάκη, όταν ο κ. Ανδρουλάκης έχει δηλώσει πως το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών θα τον φέρει μοιραία να αντιπαρατεθεί για την εξουσία με τον νυν πρωθυπουργό.
Ολα αυτά, και διάφορα ακόμη, τα οποία δεν έχουν λάβει σοβαρότερες διαστάσεις, ακυρώνουν στην πράξη την εικόνα που επιχειρείται να φιλοτεχνηθεί, ότι το ΠαΣοΚ έχει σπουδάσει επί των λαθών του παρελθόντος και θα τα αποφύγει στο μέλλον. Ταυτόχρονα, και εδώ είναι το σοβαρότερο από όλα, δημιουργούν ανάχωμα στον επαναπατρισμό πρώην ψηφοφόρων του, οι οποίοι παραμένουν εγκλωβισμένοι από το 2015 στον ΣΥΡΙΖΑ. Κυρίως όμως, αμφισβητούν τη δυνατότητα του ίδιου του κόμματος, ως ολότητα, να επωμιστεί πραγματικά τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης από τις 9 Ιουνίου και μετά. Είναι η εξίσωση που καλείται να λύσει προσωπικά ο κ. Ανδρουλάκης, ο οποίος δείχνει μια περίεργη ανεκτικότητα σε φαινόμενα αμφισβήτησης τα οποία ουσιαστικά αντανακλούν στον ίδιο. Από την καρέκλα που κάθεται, θα έπρεπε να είχε διδαχθεί ότι η ήπια αντιμετώπιση αυτών των φαινομένων πολλές φορές εκλαμβάνεται ως αδυναμία.
Και αντί της καταστολής, στην ηττοπαθή λογική να αποφευχθεί ένας κύκλος εσωστρέφειας, συχνά πολλαπλασιάζει τα φαινόμενα και ανοίγει την όρεξη σε προσωπικές στρατηγικές και μωροφιλοδοξίες. Πριν λοιπόν η κάλπη των ευρωεκλογών τον αναδείξει άτυπο αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ίσως να πρέπει να το αποδείξει πρώτα στο εσωτερικό του κόμματός του…