Η περασμένη Τετάρτη δεν ήταν μια ακόμη δικάσιμη στο μαυροντυμένο από τα αυτοσχέδια πανό των συγγενών των θυμάτων στο Μάτι Εφετείο Αθηνών. Ηταν η ημέρα που, επιτέλους, επτά ολόκληρα χρόνια μετά τη φονική πυρκαγιά, η Δικαιοσύνη θα επέβαλλε ποινές στους υπευθύνους για την καταστροφή. Κάποιοι εξ αυτών οδηγήθηκαν ήδη στις φυλακές, ορισμένοι άλλοι εξαγόρασαν τις ποινές τους και κάποιοι τρίτοι υποδέχθηκαν με έναν στεναγμό ανακούφισης το τέλος αυτής της επίπονης διαδικασίας.
Αυτοί οι τελευταίοι είναι οι πολιτικοί τους οποίους η Δικαιοσύνη δεν άγγιξε. Κι όπου τους βρήκε μπροστά της, όπως λ.χ. στην περίπτωση της τότε περιφερειάρχη Αττικής, τους απήλλαξε. Γιατί, ας πούμε, δεν κατεγράφη κάποιο αδίκημα από τη συγκρότηση εκείνης της άθλιας «θεατρικής» παράστασης τη νύχτα της καταστροφής. Οταν ο τότε πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας και μία σειρά κυβερνητικά στελέχη υποτίθεται ότι συντόνιζαν την κατάσβεση μιας πυρκαγιάς που είχε ήδη σβήσει, αλλά είχε σαρώσει τα πάντα στο πέρασμά της, και τις ζωές 104 ανθρώπων.
Δεν εμπίπτει στις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, ούτε του νόμου περί ευθύνης υπουργών να υποδύεσαι τον ανήξερο, ενώ γνωρίζεις για το μέγεθος της καταστροφής και, πολύ περισσότερο, τις ανθρώπινες απώλειες.
Πολιτικές ήταν οι ευθύνες, αλλά, φευ, δεν τις ανέλαβε κανείς τότε. Ο αρμόδιος υπουργός, Τόσκας ονόματι, είχε δηλώσει, με ιδιαίτερα κυνικό τρόπο δε, την επομένη ότι δεν βρήκε κανένα λάθος στην αντιμετώπιση της πυρκαγιάς εκ μέρους του κρατικού μηχανισμού. Ο εταίρος στη συγκυβέρνηση Καμμένος απέδωσε την καταστροφή στην αυθαίρετη δόμηση της περιοχής και διασταλτικά στους κατοίκους της, ο δε πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας, μετά από μια εντελώς στημένη επίσκεψη μερικών λεπτών στον τόπο της τραγωδίας, αναχώρησε για πολυήμερη κρουαζιέρα στο Ιόνιο με το σκάφος μιας εφοπλίστριας.
Προς τι όμως αυτό το flash back; Τίποτε περισσότερο από ένα μικρό φρεσκάρισμα της μνήμης εκείνων που θα έπρεπε την Τετάρτη να βρίσκονται στο Εφετείο Αθηνών για να συμπαρασταθούν στους συγγενείς των αθώων θυμάτων της τραγωδίας. Αλλά δεν ήταν. Γιατί ακόμη και οι τραγωδίες στην Ελλάδα έχουν κομματικό πρόθεμα. Είναι οι δικές μας και οι δικές τους. Η δική τους δεν μπορεί να έχει την υποστήριξη και την αλληλεγγύη μας, διότι πολύ απλά αυτοί που κατηγορούνται είναι οι δικοί μας. Αν ήταν να κατηγορηθούν οι δικοί τους, ναι, θα μας έβρισκαν όλους εκεί. όμως τώρα αυτό δεν μπορούσε να συμβεί. Γιατί οι άλλοι κατηγορούν τους δικούς μας.
Χρήζει ίσως κοινωνιολογικής ανάλυσης αυτή η συμπεριφορά. Πιθανόν να είναι αποτέλεσμα του βαθιά διχαστικού κλίματος που διατρέχει την κοινωνία μετά τη Μεταπολίτευση και δεν έχει μόνο πολιτικά ή κοινωνικά/ταξικά χαρακτηριστικά, αλλά επεκτείνεται παντού – με τα γήπεδα να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή. Και είναι αυτό το κλίμα το οποίο αυτοτροφοδοτείται κάθε φορά από τη διάχυτη τοξικότητα η οποία το εντείνει, το διαστέλλει και κυρίως το οξύνει σε τέτοιον βαθμό που είναι αδύνατον να αντιμετωπιστεί.
Η συγκάλυψη (θεωρητικού χαρακτήρα, πριν καν τελεσφορήσει η ανακριτική διαδικασία) στην τραγωδία των Τεμπών γέμισε πλατείες σε κάθε πόλη και χωριό, δυο φορές από την αρχή του έτους. Η διαπιστωμένη όμως συγκάλυψη των ευθυνών των πολιτικών για την τραγωδία στο Μάτι έφερε μόνο 20-30 άτομα στον προαύλιο χώρο του Εφετείου Αθηνών, στην πλειοψηφία τους φίλοι των συγγενών των θυμάτων.
Στον ίδιο χώρο που πριν από δύο χρόνια είχαν συγκεντρωθεί μερικές δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι εν όψει της έκδοσης της απόφασης για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τη «Χρυσή Αυγή». Και για να απαιτήσουν από τη Δικαιοσύνη τις σκληρότερες ποινές για τους υπευθύνους του εγκλήματος. Πολιτικούς και ενεργούμενά τους. Και η Δικαιοσύνη αποθεώθηκε διότι «εναρμόνισε» την απόφασή της με το «κοινό περί δικαίου αίσθημα».
Αυτό το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» νιώθει άραγε ικανοποιημένο από το γεγονός ότι για το Μάτι πλήρωσαν μερικοί υπηρεσιακοί παράγοντες, αλλά όχι οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι; Είναι ένα ερώτημα αυτό. Αλλά και μια αποτρόπαια διαπίστωση για τη σημερινή ελληνική κοινωνία. Που με όση ευκολία αυτολοβοτομείται, με άλλη τόση αυθυποβάλλεται όταν πρόκειται να πονέσει, να οργισθεί, να απογοητευτεί, να θυμώσει.
Χωρούν όμως επιλεκτική μνήμη και πόνος a la carte σε αυτές τις περιπτώσεις; Οχι, δεν χωρούν! Δεν είναι κατανοητή, και δεν μπορεί να είναι και αποδεκτή μία τέτοια στάση. ούτε ατομικά ούτε συλλογικά. Αντίθετα, είναι απόδειξη μιας αρρωστημένης λογικής η οποία πρέπει να καταπολεμηθεί άμεσα πριν καταστεί ανίατη. Και αυτή η ευθύνη μοιραία πέφτει στους ώμους της εκπαιδευτικής κοινότητας, όλων των βαθμίδων, και της πνευματικής ηγεσίας του τόπου. Στην προσπάθεια δεν μπορεί να μετέχει η πολιτική τάξη της χώρας. Αλλωστε είναι η μόνη που ωφελείται της επιλεκτικής ευαισθησίας, εξ ου και την καλλιέργησε με επιμονή όλα αυτά τα χρόνια…