Η διερεύνηση και η απόδοση ευθυνών για το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών οδεύουν σε μια τελική φάση. Με ανάμεικτες εντυπώσεις.
Από τη μια πλευρά έχουμε μια μεθοδική ανακριτική διαδικασία με χιλιάδες σελίδες δικογραφίας, εκατοντάδες μάρτυρες και δεκάδες κατηγορούμενους.
Από την άλλη έχουμε την παντελή ανεπάρκεια του κομματικού συστήματος να οργανώσει σοβαρά, αμερόληπτα και συγκροτημένα τον έλεγχο που του αναλογεί.
Σε χαοτικές συνθήκες κλωτσοπατινάδας οι βουλευτές κατέληξαν σε μια πρόταση προανακριτικής διαδικασίας από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και σε δύο ή τρεις προτάσεις (αν μετράω καλά) από την αντιπολίτευση.
Από τις οποίες ίσως θα έπρεπε να διαχωρίσουμε την ιδιόμορφη συνταγματικά πρόταση ενός ιδιόμορφου συνταγματικού υποκειμένου που αποκαλείται «συγγενείς».
Το αξιοπερίεργο με τις προτάσεις αυτές είναι ότι στην πλειονότητά τους μάλλον συγκλίνουν στο τι συνέβη. Αφότου εξαντλήθηκαν οι μύθοι, οι συνωμοσίες και οι κατασκευές, οι περισσότεροι φαίνεται να αποδέχονται τα πραγματικά περιστατικά.
Η διαφορά είναι ότι η αντιπολίτευση επισυνάπτει στα γνωστά και αποδεκτά γεγονότα έναν μακροσκελή κατάλογο πολιτικών προσώπων που ζητάει να διερευνηθούν για την τέλεση ενός ανεξάντλητου καταλόγου αδιανόητων αδικημάτων.
Από τον Πρωθυπουργό έως διάφορους άγνωστους υπηρεσιακούς και κυβερνητικούς παράγοντες.
Η εικόνα δεν είναι ασφαλώς σοβαρή και μάλιστα σε αντίστιξη με τη σοβαρότητα και τη μεθοδικότητα που επέδειξε η Δικαιοσύνη στην ίδια υπόθεση.
Τα προηγούμενα εικοσιτετράωρα είχαμε άλλωστε την ολοκλήρωση σε δεύτερο βαθμό της δίκης για το Μάτι, μιας άλλης πολύνεκρης τραγωδίας.
Εκεί, το δικαστήριο διόρθωσε σε μεγάλο βαθμό και στο μέτρο που είχε τη δυνατότητα τις αρνητικές εντυπώσεις που είχε δημιουργήσει η πρωτόδικη απόφαση.
Με άλλα λόγια, η Δικαιοσύνη απέδειξε σε δύο εμβληματικές περιπτώσεις ότι μπορεί να κάνει θαυμάσια τη δουλειά της χωρίς υποδείξεις αναρμόδιων ενδιαφερομένων και χωρίς τη σύμπραξη περιπατητών ή διερχομένων.
Συνεπώς το ερώτημα είναι αν τη δική του δουλειά μπορεί να την κάνει με ανάλογη επιμέλεια και το κομματικό σύστημα. Ενα σύστημα που παραδοσιακά έως τώρα δεν έχει διαπρέψει σε ρόλους ανακριτή και εισαγγελέα.
Προφανώς δεν υπάρχει αυτονόητη απάντηση. Αλλωστε η κάθε περίπτωση είναι μοναδική και δεν προσφέρεται για γενικεύσεις.
Από την άλλη πλευρά όμως έφτασε ίσως η ώρα με την επόμενη συνταγματική αναθεώρηση να αφεθεί η Δικαιοσύνη στη δουλειά της και τα κόμματα στη δική τους.
Είναι αυτονόητο ότι κανείς δεν επιδιώκει να επιβάλει στη χώρα το καθεστώς μιας «κυβέρνησης δικαστών».
Αλλά από την άλλη πλευρά δεν βλέπω γιατί θα ήταν πιο αποδεκτή μια «Δικαιοσύνη κομμάτων».