Η Ουκρανία οδηγείται σε έναν επώδυνο συμβιβασμό. Η μεγάλη στρατιωτική και κοινωνική της κινητοποίηση μπόρεσε να αποκρούσει τον ρώσο εισβολέα, να διατηρήσει την ανεξαρτησία της και να κάνει ένα άλμα προς έναν σύγχρονο εθνικισμό που κατακτιέται με αίμα, δάκρυα και υψηλό φρόνημα. Ομως θα αναγκαστεί να δεχτεί τον ακρωτηριασμό της, μεγάλες και σημαντικές περιοχές θα περάσουν οριστικά, όπως φαίνεται, στην άλλη πλευρά.

Στην καλύτερη περίπτωση οι εχθροπραξίες θα παγώσουν στη γραμμή αντιπαράταξης παρότι το ρωσο-αμερικανικό σχέδιο απαιτούσε, απ’ όσα γνωρίζουμε δημοσιογραφικά τουλάχιστον, η ρωσική κατάκτηση να περιλάβει και ζώνες ακόμα ελεύθερες. Πολλά είναι τα διδάγματα από αυτή την τραγωδία που επανάφερε τον πόλεμο στην Ευρώπη και απειλεί να τον εγκαταστήσει για τα καλά εντός της. Ισως το πιο κρίσιμο να είναι αυτό που εξάγεται από την παραπάνω κατάληξη.

Ο πόλεμος, ως ολικό γεγονός που υπερβαίνει κάθε μεσολάβηση της πραγματικότητας και κάθε δεοντολογία, επιβάλλει, αν μπει μπροστά η αδυσώπητη μηχανική του, έναν δικό του νόμο. Και αυτός είναι απλός, παρότι η δικαιωματική μας κοινωνία, γεμάτη από πρόνοιες και μέριμνες για προστασία από τη βία και την αυθαιρεσία του κράτους ή άλλων εξουσιαστών, τον έχει παραχώσει στα χρονοντούλαπα της μεγάλης αμνησίας της: όταν μιλούν τα όπλα, νικητής είναι αυτός που θα επικρατήσει στρατιωτικά.

Οι κυρώσεις προς τη Ρωσία, ο ηθικός σκανδαλισμός για τη βαναυσότητά της κατά των αμάχων, η καταγγελία της πρόδηλης ιμπεριαλιστικής της επιθετικότητας, η ιδεολογική αποστροφή για το μοντέλο κοινωνίας που ονειρεύεται να επιβάλει σε μια ζώνη επιρροής που ενδεχομένως φτάνει από τα Ουράλια ως τον Ατλαντικό (για να αντιστρέψουμε μια παλιά έκφραση), ο αποκλεισμός από τη Eurovision και το Champions League, μικρή σημασία έχουν εφόσον το πεζικό της κατακτά και διατηρεί εδάφη.

Εξάλλου, ο θαυμασμός που προκάλεσε η ίδια η Ουκρανία στην αρχή του πολέμου, όταν ενάντια σε κάθε πρόβλεψη κατάφερε να αποκρούσει τον στρατό που είχε φτάσει στα περίχωρα του Κιέβου, από αυτό ξεκινούσε: από το αδιανόητο κουράγιο της, την ικανότητά της να στρατιωτικοποιεί την κοινωνία στην κατεύθυνση της παλλαϊκής άμυνας και εν τέλει από τις πολεμικές της αρετές, από τον τρόπο που με επινοητικότητα και θυσίες άντεξε στην επίθεση της στρατιωτικής μηχανής των Ρώσων.

Των Ρώσων και των συμμάχων τους, που αποδείχθηκαν πολύ πιο πρόθυμοι να συνεισφέρουν κρίσιμα τεχνικά και τεχνολογικά μεγέθη, και, κυρίως, έμψυχο υλικό.

Αυτό ίσως είναι και το κλειδί της έκβασης της αναμέτρησης: Αμερικανοί και Ευρωπαίοι, που δικαίως σκανδαλίζονται με τα ρωσικά bots που επιμολύνουν την εσωτερική λειτουργία των δημοκρατικών μας συστημάτων, σιώπησαν όταν ιδιωτικοί και μισθοφορικοί στρατοί ρίχτηκαν στις μάχες του Ντονμπάς και, ακόμα χειρότερα, αδιαφόρησαν όταν ένα ασιατικό ολοκληρωτικό καθεστώς, η Βόρειος Κορέα, αναμείχθηκε σε έναν ευρωπαϊκό πόλεμο με μάχιμες δυνάμεις.

Την ώρα που η Ρωσία ξεπερνούσε αυτό το οριακό σημείο, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες φοβούνταν μήπως η δική τους συμμετοχή, ή έστω μεγαλύτερη εμπλοκή (όπως, για παράδειγμα, η από αέρος προστασία της Ουκρανίας), οδηγήσει σε κλιμάκωση, σε πυρηνικό όλεθρο κ.λπ. Κατά βάθος όμως φοβούνται την έστω και μικρή πιθανότητα να χρειαστεί να χυθεί δυτικοευρωπαϊκό αίμα.

Οι σφοδρές αντιδράσεις σε μια πρόσφατη αποστροφή του γάλλου ΑΓΕΕΘΑ περί πιθανότητας να θυσιαστούν στη μάχη τα παιδιά της Γαλλίας μαρτυρεί έναν έτερο νόμο, αντίστροφο με εκείνον που μας δίδαξε ο πόλεμος: οι δημοκρατίες είναι πολίτευμα ευημερούντων ανθρώπων που έχουν πλήρως λησμονήσει το ενδεχόμενο της συλλογικής αυτοθυσίας και, εν τέλει, κάθε πολεμικής εμπειρίας.

Οι ευημερούσες δημοκρατίες δείχνουν έτοιμες να παραδοθούν αμαχητί σε όποιον τις επιβουλεύεται, στο όνομα της ανέμελης ζωής, του ατομικού μας προγραμματισμού και ενός πανίσχυρου οικοσυστήματος απολαύσεων και αγωνιών. Πανίσχυρου για εμάς, μα τόσο ευάλωτου στην εξωτερική επιβουλή και την εχθρότητα κάποιων άλλων.

O κ. Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ.