Η ανακάλυψη οστών και σκελετών εκτελεσμένων ανθρώπων στο Επταπύργιο στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια εργασιών ανάπλασης έφερε στο προσκήνιο ζοφερές μνήμες του Εμφυλίου. Aταφοι νεκροί επιστρέφουν για να θυμίσουν μία από τις σκληρότερες περιόδους της σύγχρονης Ιστορίας μας. Μαζί τους, επιστρέφει η διερώτηση για τα τραύματα της Ιστορίας, τις συγκρουσιακές ιστορικές εμπειρίες που έχουν ανοίξει βαθιές πληγές. Πώς μπορούμε να διαχειριστούμε ένα τόσο βαρύ ιστορικό φορτίο;

Στις πρώτες μετεμφυλιακές δεκαετίες, η σιωπή αλλά και η αποσιώπηση της καταστροφής που επέφεραν τόσο ο πόλεμος και η Κατοχή όσο και ο Εμφύλιος κυριάρχησαν μέσα στο ψυχροπολεμικό κλίμα της εποχής. Τα τραύματα παρέμειναν θαμμένα ή ανεπίγνωστα, ειδικά για όσους βρέθηκαν στην πλευρά των ηττημένων. Κυριάρχησαν ο φόβος περαιτέρω διώξεων και οι ανάγκες της επιβίωσης. Αυτή η μακρά περίοδος έφθασε στο τέλος της με την πτώση της δικτατορίας το 1974.

Η πρώτη μεταπολιτευτική περίοδος γνώρισε μια έκρηξη μνήμης. Ωστόσο, τόσο οι διεθνείς εξελίξεις μετά την πτώση του κομμουνισμού όσο και οι εγχώριες κυρίαρχες πολιτικές επιλογές διευκόλυναν τη στροφή προς την πολιτική της «δημιουργικής λήθης». Πρωτοβουλίες όπως η καύση των «φακέλων κοινωνικών φρονημάτων» μαρτυρούν αυτή τη στροφή. Επίσης, οι πολιτικές της συμφιλίωσης, άλλοτε μέσω της «δημιουργικής λήθης» και άλλοτε μέσω της «εξομάλυνσης» της Ιστορίας, έδωσαν συχνά προτεραιότητα σε ιστορικές αφηγήσεις με κέντρο τον ανθρώπινο πόνο.

Η «πολιτική της λήθης» ή της «συμφιλίωσης μέσω της λήθης», προερχόμενη συνήθως «από τα πάνω», δηλαδή από κράτη, διακρατικές πρωτοβουλίες ή επίσημους φορείς, δέχεται κριτική κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Η κριτική δεν αφορά την πρόθεση της συμφιλίωσης, εύλογη και αναγκαία, αλλά κυρίως τους τρόπους και τις πρακτικές. Μια διαδικασία απο-ιστορικοποίησης που εστιάζει στο δίπολο «θύτες και θύματα», χωρίς κατανόηση του ευρύτερου πλαισίου, της εμπρόθετης δράσης των ανθρώπων, των μηχανισμών που δημιουργούν τις συγκρούσεις και τους πολέμους, δεν συμβάλλει στην εξήγηση του παρελθόντος ή στην επούλωση των ιστορικών τραυμάτων.

Επιπλέον, η προαγωγή «πολιτικών συμφιλίωσης» μέσω της λήθης ή της «λείανσης» της Ιστορίας διαμόρφωσε χώρο για νέες εθνικές ή εθνικο-τοπικές «θυματοποιήσεις».

Σε άλλες περιπτώσεις, διευκόλυνε συνωμοσιολογικές και ακραίες θεωρίες. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι το σύνθημα «όχι στη λήθη, είναι παραμύθι» διαδόθηκε, στη χώρα μας, κυρίως σε εθνικιστικούς και ακροδεξιούς χώρους κατά τη Μεταπολίτευση.

Η επεξεργασία των ιστορικών τραυμάτων μέσα από την «αγωνιστική μνήμη» αποτελεί μια ενδιαφέρουσα εναλλακτική δίοδο. Σε αυτόν τον προβληματισμό κυριαρχεί η προτεινόμενη από την πολιτική φιλόσοφο Σαντάλ Μουφ έννοια της «αγωνιστικότητας». Αυτή η έννοια παραπέμπει σε αντίπαλες πολιτικές θέσεις αλλά και στον μεταξύ τους δημοκρατικό, πλουραλιστικό ανταγωνισμό.

Στην ιστορική σκέψη, η έννοια συσχετίζεται με την ανάδειξη της ιστορικότητας των συγκρούσεων και πολέμων και τη διεργασία επεξεργασίας των τραυμάτων μέσα από το πένθος αλλά και τη γνώση. Αυτή η προσέγγιση απαιτεί συχνά πρωτοβουλίες «από τα κάτω», δηλαδή από μνημονικές κοινότητες και συλλογικά υποκείμενα, και όχι μόνο μια «επίσημη» θεσμική πολιτική.

Οι άταφοι νεκροί του Επταπυργίου δικαιούνται την ταυτότητά τους, την επιστροφή στους οικείους τους, την αξιοπρεπή ταφή και μνημόνευση. Δικαιούται όμως και η κοινωνία να γνωρίζει για αυτούς και αυτές. Τα ιστορικά τραύματα δεν επουλώνονται ούτε με τη σιωπή ούτε με την αστόχαστη λήθη.

*Η κυρία Εφη Γαζή είναι καθηγήτρια Θεωρίας της Ιστοριογραφίας και Νεότερης Ιστορίας του Τμήματος Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.