Ανθρωπίνως είναι αδύνατον. Κανένας άνθρωπος δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του άλλα συναισθήματα πέρα από εκείνα του πόνου και της οιμωγής πάνω από τα συντρίμμια μιας τραγωδίας. Ετσι και με την τραγωδία των Τεμπών. Καμία κοινωνία στοιχειωδώς συνεκτική και καμία πολιτεία ουσιωδώς συντεταγμένη δεν θα ακολουθούσε άλλον δρόμο για την επούλωση του εθνικού τραύματος από εκείνον της διαφανούς διερεύνησης, της στοιχειοθετημένης απόδοσης ευθυνών και της εργώδους θεραπείας. Πρώτα θα βλέπαμε γιατί συνέβη ό,τι συνέβη. Επειτα ποιος φταίει για ό,τι συνέβη. Στο μεταξύ θα κάναμε ό,τι θα έπρεπε να κάνουμε για να μη συμβεί ποτέ ξανά.

Δεν είναι μόνο ότι δεν τηρήθηκε αυτό το σχήμα. Είναι και πως έχει διαρραγεί η εμπιστοσύνη στον ανθρώπινο παράγοντα. Με αυτούς τους όρους πολιτικοποιήθηκε η τραγωδία των Τεμπών ήδη από τις πρώτες ημέρες μετά το δυστύχημα. Και με τους ίδιους ποινικοποιήθηκε πολύ πριν φτάσει στα δικαστήρια. Δεν ψάξαμε τι συνέβη, μπαζώσαμε. Δεν καταλογίζονται μόνο ευθύνες, αλλά και έλλειψη ανθρωπιάς. Στο μεταξύ, τα τρένα κυκλοφορούν τόσο ανασφαλή όσο και πριν από χρόνια. Οσο και εκείνη τη μοιραία νύχτα.

Αυτή η όχι και τόσο ανθρώπινη συνθήκη αποτυπώνεται στο πολιτικό σύστημα. Η αντιπολίτευση, στις πιο ακραίες της μορφές, ηδονίζεται να καταδικάζει. Και η κυβέρνηση, χάνοντας το μέτρο της αυτοσυγκράτησης, χαίρεται να αυτοαθωώνεται. Σε αυτή την παλέτα των συναισθημάτων, πολύ πέρα από τον πόνο, γίνεται πλέον η διαχείριση του εθνικού τραύματος. Μόνο που έτσι, σε αυτό το κλίμα, δεν γίνεται να επουλωθεί.

Είναι το κλίμα που για να συντηρηθεί πρέπει να θρέφεται συνεχώς με ικανές ποσότητες πραγματικών ή φανταστικών στοιχείων, αλλά κυρίως τοξικότητας, καχυποψίας και κάθε δηλητηριώδους αναθυμίασης που βρίσκεται διαθέσιμη. Υπήρχε ή δεν υπήρχε ξυλόλιο; Και να μην υπήρχε έπρεπε να το εφεύρουμε. Τι λέει η έκθεση Καρώνη για τα έλαια σιλικόνης; Ο,τι και να λέει, θα τα πει όπως συμφέρει να την ερμηνεύσουμε πριν ακόμη τη διαβάσουμε.

Κάθε κρίση υπάγεται πλέον σε μια σύγκρουση αφηγημάτων. Θα υπαχθεί, είναι βέβαιο, και η κρίση του δικαστή. Η ώρα της κρίσης είναι εκ των προτέρων υπονομευμένη, η «αλήθεια θα λάμψει» μόνο για εκείνους που τη βλέπουν ήδη μπροστά στα μάτια τους ακόμη και αν την υποθέτουν, για πολλούς άλλους οι 57 νεκροί του δυστυχήματος θα μείνουν ούτως ή άλλως αδικαίωτοι.

Το μετά την τραγωδία προβάλλει εξίσου επώδυνο. Ενα παράπλευρο αποτέλεσμα του γεγονότος – η πυρόσφαιρα – απασχόλησε τόσο τη σύγκρουση των αφηγημάτων ώστε να ξεπεράσει το ίδιο το γεγονός: τον θάνατο 57 ανθρώπων από τη σύγκρουση δύο αμαξοστοιχιών που κινούνταν στην ίδια γραμμή του κεντρικού σιδηροδρομικού άξονα της χώρας επί 12 ολόκληρα λεπτά με τυφλή ταχύτητα.

Γιατί χρειάστηκε το αφήγημα της «συγκάλυψης» για ένα τέτοιο ολοφάνερο γεγονός; Ποια «σκευωρία» μπορεί να έχει το παραμικρό νόημα σε μια τέτοιου μεγέθους τραγωδία; Και αν το πριν και η αιτία της τραγωδίας ήταν η κατάσταση των σιδηροδρόμων, γιατί το μετά δεν είναι ο συνεχής έλεγχος για να μην επαναληφθεί; Γιατί δεν είναι ένας εξαντλητικός έλεγχος έργων και προόδου, όταν τα κενά στην ασφάλεια εξακολουθούν να χάσκουν;

Θα άξιζε να αναρωτηθούν οι κυνηγοί του φαντάσματος ενός λαθρέμπορου, η σκιά του οποίου έφτασε να συγκαλύψει αυτή την πραγματικότητα. Κυρίως όμως θα έπρεπε να μη στοιχίζονται οι άλλοι πίσω από τη σκιά ευτυχείς σαν να είναι αυτό το αθωωτικό βούλευμα της ιστορίας. Δεν συνέβη ό,τι συνέβη επειδή κάτι «συγκαλύφθηκε», ούτε φταίει όποιος φταίει επειδή κάποιοι άλλοι «συνωμότησαν». Κανένα αφήγημα εξάλλου δεν εξασφαλίζει πως δεν θα συμβεί ξανά ό,τι συνέβη τότε εντελώς απάνθρωπα.