Είναι κοινός τόπος αλλά αξίζει να το υπενθυμίζουμε – ιδίως σήμερα που εκ νέου αμφισβητείται – ότι η λαϊκή κυριαρχία, η διαδικαστική απλώς δημοκρατία, θα ήταν κενή περιεχομένου και σίγουρα ελλιπής, αν όχι επικίνδυνη, εάν δεν ενσωμάτωνε «ελευθερία και ανθρωπιά», όπως επισήμανε και ο καθηγητής Φίλιππος Σπυρόπουλος στην εκδήλωση παρουσίασης της κατ’ άρθρον ερμηνείας του Συντάγματος, σε επιστημονική διεύθυνση του καθηγητή Ευάγγελου Βενιζέλου.
Εξού και το άριστο πολίτευμα είναι για τον μεγαλύτερο φιλόσοφο όλων των εποχών, Αριστοτέλη, όχι απλώς η «δημοκρατία», η κυριαρχία των πλειόνων, αλλά η «Πολιτεία». Και ως «πολιτεία» μπορούμε να εννοήσουμε τη μοντέρνα συνταγματική δημοκρατία, η οποία στηρίζεται σε τρεις αξιακούς πυλώνες, για να είναι σταθερή, την ελευθερία, την ισότητα και την αλληλεγγύη, όπως μας δίδαξε ανυπέρβλητα η Γαλλική Επανάσταση (κι ας μας επιτραπεί να υποκαταστήσουμε τον όρο «fraternité» με έναν σύγχρονο και πιο συμπεριληπτικό αλλά όμοιου εν τέλει περιεχομένου όρο).
Οι τρεις αυτές αξίες μετασχηματίζονται σε θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές: Πρώτον, τη συλλογική αυτοδιάθεση βάσει της λαϊκής κυριαρχίας με γνώμονα την πολιτική ισότητα, ως αρχής της πλειοψηφίας.
Δεύτερον, τον φιλελευθερισμό, ως απόλαυση ίσης ελευθερίας βάσει ίσης ηθικής (ethical) αξίας κάθε ανθρώπινου όντος, που οργανώνεται ως «κράτος δικαίου», ως κυριαρχία δηλαδή του δικαίου και όχι των ανθρώπων, και άρα τη δικαιική οριοθέτηση της ίδιας της αρχής της πλειοψηφίας, έτσι ώστε να περιλαμβάνει αφενός θεσμικές εγγυήσεις που επιτρέπουν σε μια μειοψηφία να καταστεί, μέσω της δημοκρατικής συμμετοχής, πλειοψηφία, αφετέρου δικαιώματα ενός εκάστου και των μειονοτήτων.
Τρίτον, την πρόνοια εκ μέρους της οργανωμένης Πολιτείας για παροχή βασικών αγαθών, απαραίτητων για τη δημοκρατική συμμετοχή και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας ενός εκάστου, όπως η ασφάλεια, η υγεία, η εκπαίδευση και τη μετουσίωσή τους σε απτά κοινωνικά δικαιώματα, βάσει των αρχών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της κοινωνικής ισότητας.
Αυτό το αξιακό τρίπτυχο «ελευθερία, ισότητα, αλληλεγγύη», το οποίο έχει πράγματι αποκτήσει και μια διάσταση δεϊσμού, θα έλεγε ο Ευάγγελος Βενιζέλος – διότι δεν είναι τόσο η laïcité που έχει αποκτήσει αυτή τη διάσταση, αλλά αυτό το αξιακό τρίπτυχο, ως άλλη τρισυπόστατη ανώτατη δύναμη, με θεολογικού μερικές φορές χαρακτήρα διαμάχες για την προτεραιότητα της μιας ή της άλλης αξίας –, συνιστά τον σκληρό πυρήνα του ευρωπαϊκού συνταγματικού πολιτισμού. Ο πυρήνας αυτός έχει ενσωματωθεί και έχει θετικοποιηθεί, διαστελλόμενος και εξειδικευόμενος με βάση και την εθνική ιστορική εμπειρία, στα κρατικά Συντάγματα.
Τα τελευταία (με Σ κεφαλαίο, ως τυπικά, πλην του βρετανικού προφανώς) συνιστούν προσυνταγματικούς, συνταγματικούς κανόνες για την ανάδυση, μορφοποίηση και εμπλουτισμό του ευρωπαϊκού συντάγματος (με μικρό «σίγμα», ως ουσιαστικού, μη τυπικού, αλλά όχι με μικρότερη πλέον σημασία σε σχέση με τα εθνικά Συντάγματα). Με άλλα λόγια, το ευρωπαϊκό σύνταγμα, που απορρέει από τις συνταγματικού χαρακτήρα διατάξεις ιδίως της Συνθήκης για την ΕΕ, αλλά και από κεφάλαια της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ, καθώς και από πηγές του παράγωγου ενωσιακού δικαίου, δεν μπορούσε να αποστασιοποιηθεί από τις τρεις θεμελιώδεις και προϋπάρχουσες αξίες.
Ομοίως, βεβαίως, στις ίδιες αξίες στηρίζεται και αυτές ενσωματώνει και εξειδικεύει τόσο η ΕΣΔΑ και η δυναμικά εξελισσόμενη νομολογία του Δικαστηρίου της όσο και άλλα διεθνή Σύμφωνα για τα ατομικά και πολιτικά αλλά και για τα κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα. Υπάρχει, συνεπώς, μια αξιακή ομοιογένεια μεταξύ αυτών των διαφορετικών επιπέδων του συνταγματισμού και ειδικότερα της προστασίας των δικαιωμάτων.
Συνεπώς, ο πολυεπίπεδος συνταγματισμός, η πολυεπίπεδη προστασία των δικαιωμάτων, δεν φέρνει σε αντίθεση το ένα επίπεδο με το άλλο, αλλά συνιστά έναν πολλαπλασιασμό αυτής της προστασίας μέσω διαφορετικών νομοθετικών κατ’ αρχάς και δικαιοδοτικών εντέλει οργάνων, που καλούνται να υλοποιήσουν αυτές τις τρεις θεμελιώδεις συνταγματικές αξίες.
Συνεπώς, ο συνταγματικός πλουραλισμός είναι κατ’ αρχήν περιγραφικός, εφόσον, όπως εύστοχα επισήμανε ο καθηγητής Ανθόπουλος, είναι ένα εμπειρικό γεγονός, δεδομένου ότι υπάρχουν και λειτουργούν, σε αυτά τα διαφορετικά επίπεδα, διαφορετικά νομοθετικά και δικαιοδοτικά όργανα, αλλά όλα αυτά συνδέονται μεταξύ τους, καθώς κινούνται γύρω από τον κοινό αξιακό άξονα, και πράττουν, εντός των αρμοδιοτήτων τους το καθένα, βάσει και της αρχής της επικουρικότητας, στο όνομα και με σκοπό την ενύλωση των ίδιων θεμελιωδών αξιών.
Αυτό σημαίνει ότι, όταν επεξεργαζόμαστε νομικές έννοιες, ιδίως γενικές αρχές ή περιεχόμενο και εκφάνσεις δικαιωμάτων, όταν τις επεξεργαζόμαστε εμείς ως θεωρητικοί, όταν τις επεξεργάζονται τα δικαστήρια, δεν μπορούμε παρά να αναγόμαστε στις ήδη επεξεργασμένες στις εθνικές έννομες τάξεις έννοιες, όχι μόνο λόγω εκπαίδευσης, αλλά και λόγω κανονιστικής δέσμευσης των υπερεθνικών ουσιαστικών συνταγμάτων (της Ενωσης και της ΕΣΔΑ) από τα εθνικά.
Και σε αυτό συνίσταται η επιμονή και η σημασία των εθνικών Συνταγμάτων, συνταγματικών εννοιών και θεωρητικών, νομοθετικών ή δικαιοδοτικών αποφάνσεων. Δεν μπορεί, λοιπόν, παρά να ανάγεται το Στρασβούργο στη λεγόμενη «ευρωπαϊκή συναίνεση», για να τραβήξει προς τα εμπρός τη μειοψηφία των κρατών που δεν έχουν κάνει τα βήματα στην προστασία των δικαιωμάτων, που έκαναν οι περισσότεροι. Δεν μπορεί παρά να ανάγεται το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου στο δεδομένο και ιστορικά κατασκευασμένο περιεχόμενο των εννοιών, για να τις καταστήσεις αυτόνομες ενωσιακές έννοιες.
Σε αυτό, για παράδειγμα, που κατανοούμε ως περιεχόμενο του «κράτους δικαίου»: διότι, μέσα και πέρα από τις τυχόν λεπτές διαφορές που η έννοια έχει αποκτήσει σε διακριτές εθνικές έννομες τάξεις, αναδύεται ο κοινός και εκ των ων ουκ άνευ πυρήνας του, για παράδειγμα η δικαστική ανεξαρτησία. Κατ’ αποτέλεσμα, δεν νοείται καν ως δικαστήριο ένα ελεγχόμενο από την εκτελεστική εξουσία όργανο. Ή, για να δώσω ένα άλλο παράδειγμα, επίκαιρο στη χώρα μας, η έννοια της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και του Πανεπιστημίου συνδέεται στις εθνικές και στην ευρωπαϊκή συνταγματική τάξη με την ακαδημαϊκή ελευθερία, η οποία αποτελεί προϋπόθεση sine qua non, προκειμένου ένα ίδρυμα να αναγνωριστεί ως Πανεπιστήμιο, ανεξαρτήτως των πηγών χρηματοδότησής του.
Θα συνήγα, λοιπόν, ότι η προστιθέμενη αξία της πολυεπίπεδης προστασίας των δικαιωμάτων δεν είναι τόσο η ανάδυση νέων δικαιωμάτων ή εκφάνσεών τους – τέτοια θα μπορούσαν να είχαν συναχθεί και παραχθεί και από εθνικά συνταγματικά ή άλλα ανώτατα δικαστήρια, όπως το Συμβούλιο της Επικρατείας. Η προστιθέμενη αξία, κατά τη γνώμη μου, είναι ο διάλογος των θεωρητικών, νομοθετών και δικαστηρίων, με την εισροή «άλλων» διαφορετικών εθνικών ευαισθησιών και παραστάσεων, και εν τέλει η σταδιακή, αργή αλλά ευεργετική ενοποίηση αυτών των παραστάσεων, στο πλαίσιο του πάντοτε δυναμικού κινήματος του συνταγματισμού, με την ελπίδα μιας εμπροσθοβαρούς μηχανικής των δικαιωμάτων.
Ο διάλογος μεταξύ των νομοθετών, των δικαστών, των λαών, και εν τέλει των πολιτών συνεπικουρεί την πορεία προς τον σχηματισμό ενός ευρωπαϊκού δήμου, για να θυμηθούμε και τον Jürgen Habermas. Και είναι σίγουρο ότι μέσα από τον διάλογο αυτόν και μέσα από τη συμπερίληψη του (εθνικά, πολιτιστικά, ιστορικά, έμφυλα, θρησκευτικά) «Αλλου» γινόμαστε όλοι πλουσιότεροι. Εμπλουτίζεται, έτσι, και ο ίδιος ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, η πολιτική και συνταγματική μας κουλτούρα, που, όπως εμβληματικά έχει γράψει ο Sigmund Freud, είναι μια ενοποιητική διαδικασία στην υπηρεσία του Ερωτα, που επιδιώκει να οδηγήσει το άτομο σε ολοένα και μεγαλύτερες κοινότητες.
Και αν κάτι μας εμπνέει, ιδίως σήμερα στους δύσκολους καιρούς που ζούμε, είναι αυτή η πίστη στα έργα του έρωτα, που ωθεί στη σύνδεση, όχι με πολιτιστική ισοπέδωση και επικυριαρχία, μέσω της αξιακής ομοιογένειας που μας κληροδότησε ο Διαφωτισμός και αποτυπώνει ο ευρωπαϊκός συνταγματισμός.
Το άχθος και η ευθύνη να διατηρήσουμε αυτές τις αξίες, που σήμερα βάλλονται πανταχόθεν, τόσο από το εξωτερικό, εξ Ανατολών και εκ Δυσμών, όπου πολλαπλασιάζονται τα αυταρχικά ή απολυταρχικά καθεστώτα, όσο, δυστυχώς, και εκ των έσω, με δούρειους ίππους, πολιτικές δυνάμεις που φλερτάρουν με το μίσος και την εχθροπάθεια, ακόμη και με τη ναζιστική και φασιστική ευρωπαϊκή εμπειρία.
Θα ήταν, λοιπόν, η μεγαλύτερη ήττα αν η φωτεινή πλευρά του ευρωπαϊκού συνταγματικού πολιτισμού, η κουλτούρα στην υπηρεσία του έρωτα, με κατεύθυνση την ενοποίηση, αλωνόταν από τις δυνάμεις του μίσους. Σε αυτόν τον αγώνα που καταγράφεται τόσο στον μακρό και – ευτυχώς ή δυστυχώς – σπειροειδή ιστορικό χρόνο όσο και στην καθημερινή πολιτική συγκυρία οφείλει κάθε πολίτης, πολιτικό κόμμα, λαός να πάρει θέση.
Η κυρία Λίνα Παπαδοπούλου είναι καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.