Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης έχει προκαλέσει πολλές επιστημονικές όσο και δημόσιες συζητήσεις κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Το ενδιαφέρον για τη ζωή και τον θάνατό της ανακλά τη δικαιολογημένη ανησυχία για την άνοδο ακραίων πολιτικών δυνάμεων που αμφισβητούν ή στρέφονται κατά της δημοκρατίας καθώς και για τις επιπτώσεις πολλαπλών κρίσεων.

Οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις για τη Βαϊμάρη και την άνοδο στην εξουσία του Αδόλφου Χίτλερ και των εθνικοσοσιαλιστών με άξονα το «παράδειγμα των κρίσεων» ή τη «θεωρία των δύο άκρων» δεν αποφεύγoυν την «τελεολογία της καταστροφής» ενώ συχνά εξηγούν σχεδόν νομοτελειακά την ιστορία της περιόδου, με το βλέμμα στην κατάληξή της αλλά και με τη γνώση της τελικής πτώσης. Η τελεολογική ερμηνεία της ιστορίας πολύ σπάνια ανταποκρίνεται στην πολυπλοκότητα των ιστορικών φαινομένων αλλά και στην ποικιλομορφία της ιστορικής αιτιότητας. Διαθέτουμε σήμερα μια πλούσια ιστορική βιβλιογραφία που μας επιτρέπει να σκεφτούμε σε μεγαλύτερο βάθος την ιστορία της περιόδου.

Στο επίπεδο της γεγονοτολογικής ιστορίας, προφανώς η ιστορία της Βαϊμάρης εκτείνεται στα χρόνια 1919-1933. Η ιστορική έρευνα όμως δείχνει πως αξίζει να συμπεριλάβουμε την ευρύτερη περίοδο αλλά και τις εσωτερικές τομές στην ιστορία της Βαϊμάρης. Οι μελέτες γύρω από τη σχέση της πολιτικής με την κουλτούρα μας δείχνουν ότι ιδεολογικές, πολιτισμικές, πνευματικές τάσεις και ρεύματα εκτείνονται σε μεγαλύτερο χρονικό εύρος ενώ υπάρχουν συνδέσεις μεταξύ της προηγούμενης (αυτοκρατορικής) περιόδου, της περιόδου της δημοκρατίας και της επόμενης (εθνικοσοσιαλιστικής) εποχής. Μια ευρεία περιοδολόγηση που εκτείνεται πέρα από τις δεκαετίες 1920 και 1930 δείχνει σαφέστερα τις μακρές διάρκειες των ιδεολογικο-πολιτικών διεργασιών.

Επίσης, η εικόνα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης επηρεάζεται από την ποικιλομορφία και την υψηλή ποιότητα της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής, ωστόσο η προσέγγιση της πλούσιας καλλιτεχνικής και πνευματικής παραγωγής της Βαϊμάρης ως άμεσης αντανάκλασης της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας ή ως «εποικοδομήματος» μιας πολιτικο-οικονομικής «βάσης» ενέχει απλουστεύσεις αλλά και αναγωγισμούς. Συμβάλλει στη νοσταλγία ενός «χαμένου παραδείσου» ενώ δεν βοηθά να κατανοήσουμε τις σύνθετες σχέσεις ανάμεσα στην κουλτούρα και την πολιτική, όπως τις αναδεικνύει η μελέτη μορφών «μαζικής κουλτούρας» της εποχής, π.χ. πολιτικές τελετουργίες, τεχνολογίες της εικόνας και του ήχου κ.τ.λ.

Η διαρκής ανάγνωση της ιστορίας της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης από το τέλος καταλήγει συνήθως σε έναν μονοσήμαντο χαρακτηρισμό, π.χ. «ανάπηρη», «ανεπιθύμητη», «ασθενής», «υποθηκευμένη» κ.τ.λ.

Περιγράφεται μια ολόκληρη εποχή με έναν επιθετικό προσδιορισμό; Είναι ενδεχομένως πιο δημιουργικό να αναδείξουμε τις πολλές στροφές, τους μετασχηματισμούς, αλλά και τον πολυπαραγοντικό χαρακτήρα των αιτίων που συνέβαλαν στον θάνατό της: αίτια θεσμικά που συνδέονται με την υπερσυγκέντρωση των εξουσιών στον πρόεδρο του Ράιχ, τις δυνατότητες που προσέφερε το Σύνταγμα για τις περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης, τη συνέχεια με προηγούμενες αυτοκρατορικές δομές. Εντοπίζονται, επίσης, αίτια ιδεολογικά και πολιτικά όπως η επιθετικότητα του εθνικιστικού λόγου, η αίσθηση της εθνικής ταπείνωσης μετά την ήττα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το πνεύμα του μιλιταρισμού και η «στρατιωτικοποίηση» της δημόσιας ζωής, η φοβία για μια κομμουνιστική επανάσταση, η έκρηξη του αντισημιτισμού, η σταδιακή κυριαρχία της τοξικής ρητορικής του φόβου και του μίσους κατά των «εσωτερικών» και «εξωτερικών» εχθρών, η έλξη του αυταρχισμού.

Τέλος, τα κοινωνικο-οικονομικά δεν πρέπει να υποτιμώνται ούτε να συσκοτίζονται. Οι μεταπολεμικές διευθετήσεις και η Μεγάλη Υφεση οδήγησαν σε περιδίνηση τη γερμανική οικονομική ζωή, με ζοφερές επιπτώσεις στην ανεργία. Η ατμόσφαιρα της εποχής, η διάχυτη έλλειψη προσδοκίας και προοπτικής στις αρχές της δεκαετίας του 1930, οι μέρες δίχως αύριο περιγράφονται εύστοχα σε κείμενα όπως η αυτοβιογραφική κατάθεση του ιστορικού Ερικ Χόμπσμπαουμ: «οι άνθρωποι μιλούσαν τη γλώσσα του παροδικού, του μεταβατικού».

Η ιστορία δεν δείχνει νομοτέλειες αλλά ενδεχόμενα. Οι εχθροί της δημοκρατίας νίκησαν στη Βαϊμάρη όταν υποτιμήθηκε ο κίνδυνος που αντιπροσώπευαν από τις πολιτικές δυνάμεις της εποχής, αλλά και όταν η δημοκρατία, στο εσωτερικό μιας πολλαπλής κρίσης, εγκαταλείφθηκε από την ευρύτερη κοινωνία. Η κοινωνία έχανε το έρμα, τον προσανατολισμό αλλά και τις προσδοκίες της, προς όφελος της σαγήνης του αυταρχισμού και της εθνικοσοσιαλιστικής προπαγάνδας. Ο θάνατος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης αποτελεί την απαρχή μιας εποχής παγκόσμιας καταστροφής.

Η κυρία Εφη Γαζή είναι καθηγήτρια Θεωρίας της Ιστοριογραφίας και Νεότερης Ιστορίας του Τμήματος Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.