Στις 9 Μάη κάθε χρόνο γιορτάζεται η Ημέρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Eίναι η ημερομηνία της Διακήρυξης Σουμάν (1950), που σηματοδότησε την έναρξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Στόχος της, η ειρήνη και η ευημερία στην ήπειρο. Εργαλεία της, η οικονομική και πολιτική ενοποίηση, και στη βάση των αξιών τής αλληλεγγύης, της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της συνεργασίας μεταξύ των εθνικών κρατών, με παράλληλο περιορισμό στην άσκηση της κρατικής τους κυριαρχίας.
Το κρίσιμο, όμως, είναι να καταστεί ολόκληρος ο αιώνας αιώνας της ενωμένης, ειρηνικής και δημοκρατικής Ευρώπης, χωρίς η τελευταία να μείνει ουραγός στην παγκόσμια Ιστορία, ενθυμούμενη απλώς τα μεγαλεία του παρελθόντος. Ή, ακόμη χειρότερα, να χρειαστεί να περάσει – και πάλι – μέσα από τη φωτιά ενός ακόμη πολέμου, για να ξαναποκτήσει το όραμα της ενοποίησής της τη δυναμική που έχει στο μεταξύ απολέσει, καθώς δέχεται πολλαπλά χτυπήματα από Ανατολή (Ρωσία) και, πλέον, και Δύση (ΗΠΑ) αλλά και από μέσα, από τις δυνάμεις της εθνικιστικής Ακροδεξιάς.
Παρότι φαίνεται με την πρώτη ματιά οξύμωρο μια ένωση που δημιουργήθηκε για τη διαφύλαξη της ειρήνης να μιλάει για άμυνα, είναι δυστυχώς αναπόφευκτο. Αλλά η εξωτερική ασφάλεια δεν μπορεί να γίνει σε βάρος της κοινωνικής πολιτικής, διότι κάτι τέτοιο θα ενίσχυε ακόμη περισσότερο τις φυγόκεντρες τάσεις στο εσωτερικό της Ενωσης.
Η ενίσχυση της απασχόλησης και η κοινωνική στήριξη και επανεκπαίδευση των ανέργων, με ένα ευρωπαϊκό σύστημα αντασφάλισης των επιδομάτων ανεργίας, είναι κρίσιμες συνιστώσες, ενώ παρεμβάσεις της Ενωσης απαιτούνται και για τη διασφάλιση των δημόσιων αγαθών και της στέγης.
Το πρώτο και σημαντικό βήμα, βέβαια, είναι η ΕΕ να αυξήσει τον προϋπολογισμό της, βρίσκοντας νέες μόνιμες πηγές χρηματοδότησης για τους ίδιους πόρους της, προκειμένου να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα και την άμυνά της, αλλά και το κοινωνικό της πρόσωπο. Αυτό πρέπει απαραίτητα να συνδυαστεί με την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας, με βάση και τις προτάσεις Ντράγκι στην έκθεσή του προς την κατεύθυνση ενός επενδυτικού προγράμματος.
Η δημοκρατική νομιμοποίηση αυτής της οικονομικής πολιτικής, από την άλλη, θα πρέπει να διασφαλίζεται όχι μόνον βάσει των αποφάσεων των κρατών-μελών αλλά και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το οποίο ως ο άμεσος αντιπρόσωπος των λαών και πολιτών της Ενωσης, δεν πρέπει να αποκλείεται από τη λήψη των δημοσιονομικών αποφάσεων, ενώ ταυτόχρονα τα μέλη του οφείλουν να είναι πιο ενεργά στην επικοινωνία της ΕΕ με τους πολίτες της.
Προς την κατεύθυνση της ήδη ληφθείσας δράσης της, η ΕΕ πρέπει, βεβαίως, να συνδέσει την ενίσχυση των εθνικών οικονομιών με την τήρηση και τον σεβασμό των θεμελιωδών αξιών της, όπως αυτές έχουν μέχρι σήμερα διαμορφωθεί και αποτυπωθεί στις συνθήκες και οι σχετικοί κανόνες θα πρέπει να εφαρμόζονται με συνέπεια και συστηματικότητα.
Επίσης, λόγω των καταιγιστικών εξελίξεων, ιδίως εν όψει και της ιδιοσυγκρασιακής πολιτικής της κυβέρνησης Τραμπ, απαιτείται ευελιξία και ενότητα ως τη δημοσιονομική της ικανότητα και δράση της Ενωσης. Γι’ αυτό και ίσως η επταετία του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου θα έπρεπε να αναθεωρηθεί, ώστε να συμπίπτει με τον κύκλο της Ευρωβουλής και της Επιτροπής αφενός και αφετέρου να υπάρξει διάκριση μεταξύ των κατηγοριών που προϋποθέτουν πράγματι μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και εκείνων που απαιτούν άμεση δράση.
Ολα αυτά, βέβαια, σε μια Ευρώπη που γερνάει με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Οι όποιες εθνικές πολιτικές αντιμετώπισης της υπογεννητικότητας μπορούν μόνον να καθυστερήσουν αλλά όχι να ανατρέψουν αυτή την τάση.
Γι’ αυτό και ψηλά στην ατζέντα της ΕΕ πρέπει να τοποθετηθούν πολιτικές ένταξης των μεταναστών, με σκοπό την αξιοποίηση του ανθρώπινου αυτού δυναμικού στην ευρωπαϊκή οικονομία αλλά και τη μεταλαμπάδευση των ευρωπαϊκών αξιών. Διότι, αν κάτι είναι μοναδικό και άξιο προστασίας και εορτασμού, είναι αυτές οι αξίες, της ειρήνης, της ίσης ελευθερίας και της αλληλεγγύης, που πρέπει να διαφυλαχθούν ως πανανθρώπινο αγαθό και κεκτημένο.
Η κυρία Λίνα Παπαδοπούλου είναι καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.






