Η Φλώρινα υπήρξε σταυροδρόμι πολιτισμών, όπου Βλάχοι, Πόντιοι, Αρβανίτες, Εβραίοι, Μικρασιάτες και Μοναστηριώτες ένωσαν παραδόσεις και ιστορίες, καημούς και λύπες, απώλειες, ορφάνια, φτώχεια αλλά και χαρές. Στις γειτονιές της αντηχούσαν διαφορετικές γλώσσες, τραγούδια και έθιμα, δημιουργώντας μια κοινότητα που άντεξε στον χρόνο, αναδεικνύοντας τη διαφορετικότητα ως πηγή δύναμης και έμπνευσης.
Ξεκινάμε το ταξίδι της περιπλάνησης πίσω στον χρόνο με πρώτο σταθμό το σπίτι του κ. Θεόφιλου Πανίδη, συνταξιούχου εκπαιδευτικού, Πόντιου στην καταγωγή από μητέρα και πατέρα. Οι Πόντιοι, που ήρθαν στην περιοχή μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, έφεραν μαζί τους μια κληρονομιά γεμάτη πόνο, αλλά και ελπίδα για μια νέα αρχή.
Η υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης το 1923 άνοιξε τον δρόμο για την εγκατάσταση των προσφύγων στη Φλώρινα, μια περιοχή που είχε πληγεί από τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο κ. Πανίδης μας καλωσορίζει και μας προσφέρει μια θέση στην πολυθρόνα απέναντι από τη δική του.
Συγκινημένος, ξεκινάει να αφηγείται: «Είχα την τιμή και τη χαρά να γνωρίσω τους παππούδες μου, αλλά είναι ακόμα μεγαλύτερη η χαρά μου που πρόλαβα να γνωρίσω και τους προπαππούδες μου! Ο προπάππους Βασίλης και η προγιαγιά Σόνια ήρθαν από τον μακρινό Πόντο το 1925 στη Φλώρινα και συγκεκριμένα στο όμορφο χωριό μας τον Τροπαιούχο, παλιό όνομα Μαχαλάς. Είχαν έξι αγόρια και μία κόρη. Ο παππούς Βασίλης γεννήθηκε το 1880 και ήρθε στην Ελλάδα στα 45 του, μαζί με τα παιδιά του που ήταν 18, 17 και 16 χρονών».
Κηδεία με λύρες και τσίπουρο
Και αναφέρει: «Οι δυσκολίες για να επιβιώσουν ήταν τεράστιες, αλλά έπρεπε να τα καταφέρουν. Ζούσαν με πολλή δουλειά και σφιχτό προϋπολογισμό. Παρά τις δυσκολίες, έζησαν. Ο παππούς Βασίλης πέθανε το 1977, στα 97 του χρόνια. Οταν ο παππούς πέθανε έπρεπε να μείνει μία τελευταία νύχτα στο σπίτι. Ολοι οι φίλοι του και συγγενείς, οι συνομήλικοί του, ειδοποιήθηκαν και ήρθαν στο χωριό για να περάσουν μαζί του την τελευταία νύχτα και να τον αποχαιρετήσουν. Ηρθαν με τρεις λύρες (κεμεντζέδες) και μερικές νταμιτζάνες τσίπουρο. Αν το έβλεπες, θα νόμιζες ότι πήγαιναν σε γάμο και όχι σε κηδεία! Μπήκαν στο σπίτι, είδαν τον παππού και αμέσως άρχισαν να παίζουν οι λύρες και αντί για κλάματα, ακούγονταν τραγούδια-μοιρολόγια. Αλλοτε έκλαιγαν, άλλοτε γελούσαν, μιλούσαν με τον παππού! Η γιαγιά πάντα δίπλα τους!».
Ο κ. Πανίδης συνεχίζει τη διήγησή του: «Την επόμενη μέρα έγινε η κηδεία. Ανησυχούσα και αναρωτιόμουν αν αυτό που βλέπω ήταν κηδεία ή κάποιος παράξενος γάμος! Μπροστά πήγαιναν οι τρεις λύρες, μετά ο παπάς, ακολουθούσαν οι φίλοι του με τη ρακί και κερνούσαν τους συγχωριανούς τους, ενώ φυσικά μοιρολογούσαν. Ο παπάς έψαλλε και οι λύρες έκλαιγαν! Ακολουθούσε το φέρετρο και όλοι οι συγγενείς. Ηταν μία κηδεία, ένας παράξενος γάμος, μία αληθινή μαρτυρία της ποντιακής κληρονομιάς, ένα κομμάτι από την ιστορία του ποντιακού Ελληνισμού που δεν θα το ξεχάσω ποτέ όσο ζω!».
Οι Μοναστηριώτες
Αφήνοντας το σπίτι του κ. Πανίδη, ανηφορίζουμε προς την Αγία Παρασκευή, στις γειτονιές των Μοναστηριωτών. Η Φλώρινα και το Μοναστήρι είχαν πάντα στενές σχέσεις. Οι δύο πόλεις χτίστηκαν κοντά στις αρχαίες πόλεις της περιοχής, με το Μοναστήρι να ιδρύεται δίπλα στην αρχαία Ηράκλεια, σε μια περιοχή με σημαντικό μοναστήρι και ναό της Παναγίας της Πελαγονίτισσας. Η πόλη πήρε το όνομά της από τη μονή και ονομάστηκε «Ομπιτελ» από τους Σλάβους, που σημαίνει «μοναστήρι».
Οταν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι όρισαν τα νέα σύνορα το 1912-13, το Μοναστήρι βρέθηκε στη Σερβία. Με την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι κάτοικοι επιχείρησαν να φύγουν για την Ελλάδα, αλλά οι σερβικές Αρχές δεν τους το επέτρεπαν. Το 1917-18, μετά την κατάρρευση των βουλγαρικών γραμμών από τον γαλλικό στρατό, πολλοί Μοναστηριώτες πέρασαν τα σύνορα, εγκαταστάθηκαν στη Φλώρινα και έφεραν στην πόλη έναν νέο αέρα αλλαγής.
Στη μοναστηριώτικη γειτονιά μας περίμενε για να μας ξεναγήσει η Αννα Ιωάννου, φοιτήτρια ελληνικής Φιλολογίας, Μοναστηριώτισσα στην καταγωγή, από παππού και γιαγιά. Η Αννα παρουσιάζει την ιστορία μέσα από την ζωή της προγιαγιάς της, της Καλλιόπης, που γεννήθηκε το 1908 στο Μοναστήρι, μια πόλη που έσφυζε από ζωή:
«Η προγιαγιά μου βαπτίστηκε στον ελληνορθόδοξο ναό του Αγίου Δημητρίου, όπου την άφησαν μπροστά στην εικόνα του Αγίου, για να την πάρει η νονά της και να τη βαφτίσει. Ηταν το τέταρτο από τα έξι παιδιά του Παντελή Ιωαννίδη ή Δημητρίου ή Ξυλουργού που είχε διακριθεί ως παρασημοφορημένος μαχητής στον Μακεδονικό Αγώνα. Η οικογένεια εγκατέλειψε το Μοναστήρι το 1912 και έφτασε στη Φλώρινα με το τρένο. Εγκαταστάθηκε αρχικά σε ένα σπίτι δίπλα στο ποτάμι. Ηταν η εποχή που οι Γάλλοι είχαν τις αποθήκες τους στο κτίριο του 2ου Δημοτικού Σχολείου. Η Καλλιόπη, αν και μικρή, είχε την εξυπνάδα να μάθει λίγες γαλλικές φράσεις, ώστε να επικοινωνεί μαζί τους. Ελεγε με θάρρος: «S’il vous plaît, donnez-moi un chocolat pour mon frère» («Σας παρακαλώ, δώστε μου μια σοκολάτα για τον αδελφό μου»). Αυτή η μικρή φράση ήταν αρκετή για να κερδίσει τη συμπάθειά τους».
Οι Βλάχοι
Αρκετοί από τους Μοναστηριώτες ήταν βλαχικής καταγωγής. Η Φλώρινα και οι Βλάχοι συνδέονται άρρηκτα με την ιστορία, την παράδοση και την κοινωνία της περιοχής. Από τον Μεσαίωνα οι Βλάχοι, με τη λατινογενή γλώσσα τους και τη νομαδική παράδοση, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή όπου ασχολούνταν κυρίως με την κτηνοτροφία και το εμπόριο.
Πολλοί Βλάχοι της Φλώρινας ήταν πρόσφυγες επίσης από περιοχές όπως το Κρούσοβο, η Αχρίδα και η Ρέσνα. Εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες λόγω των Βαλκανικών Πολέμων και των καταστροφών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μέχρι το 1918, περίπου 7.000 βλάχοι πρόσφυγες βρήκαν καταφύγιο στη Φλώρινα. Η παρουσία τους είχε μεγάλη οικονομική και πολιτιστική επιρροή στην περιοχή.
Από το Μοναστήρι μετοίκησαν στη Φλώρινα και αρκετές εβραϊκές οικογένειες, το 1912. Κάποιες υπήρχαν ήδη από τον 16ο και 17ο αιώνα. Η εβραϊκή συνοικία βρισκόταν στην περιοχή του ποταμού Σακουλέβα, με τα σπίτια να απλώνονται κατά μήκος του ποταμού και των δενδροστοιχιών. Εβραίοι και χριστιανοί στη Φλώρινα συνυπήρχαν αρμονικά. Ωστόσο, η αρμονία αυτή διαταράχθηκε το 1943, όταν οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής εξόντωσαν την εβραϊκή κοινότητα, στέλνοντάς τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και κρεματόρια στην Πολωνία και στη Γερμανία…
Η γερμανική κατοχή
Η περιήγηση μας φέρνει μπροστά από το κατώφλι του πατρικού σπιτιού, στο χωριό της οικογένειάς μου, τη Δροσοπηγή Φλώρινας. Ο παππούς Κωνσταντίνος Θώδας περίμενε με αγωνία στην πόρτα, θαρρείς και είχε μέρες να με δει. Η ανυπομονησία του να μου τα πει όλα, να μην ξεχάσει τίποτα, του έφερνε στο πρόσωπο μια πρωτόγνωρη σε μένα όψη. «Κάθισε» μου είπε. Και ξεκινάει να διηγείται:
«Ημουν μόνο 13 χρονών τότε, αλλά ακόμα θυμάμαι κάθε στιγμή, κάθε ήχο, κάθε εικόνα, σαν να ήταν χθες. Ηταν 4 Απρίλη του 1944 όταν οι Γερμανοί μπήκαν στο χωριό μας, στην Μπελκαμένη, όπως τη λέγαμε τότε. Η καρδιά μας χτύπαγε δυνατά, ξέραμε τι ερχόταν, και οι μεγάλοι προσπαθούσαν να μας καθησυχάσουν. Τα σπίτια καίγονταν, η εκκλησία μας, η Αγία Τριάδα, είχε τυλιχτεί στις φλόγες. Δεν το πιστεύαμε. Ολα έγιναν στάχτη. Μας έδιωξαν, μας άφησαν με τα ρούχα μας και τα χέρια άδεια. Θυμάμαι τις φωνές, τις εκρήξεις, τις γυναίκες που έκλαιγαν, τους άντρες που καταριούνταν τους κατακτητές. Τα βουνά και τα δάση έμοιαζαν καταφύγιο, αλλά ούτε εκεί ήμασταν ασφαλείς. Ξαναζήσαμε τα ίδια με τον Εμφύλιο και αναγκαστήκαμε να πάρουμε τον δρόμο της προσφυγιάς».
Και συνεχίζει: «Μείναμε για δύο χρόνια στο χωριό Σκοπιά και από εκεί για άλλα δύο χρόνια στην Κάτω Υδρούσα. Ο Εμφύλιος τα έκανε όλα ακόμα χειρότερα. Ολοι προσπαθούσαμε να επιβιώσουμε, να μη χαθούμε. Είχε περάσει καιρός, και νομίζαμε πως δεν θα ξαναδούμε το χωριό μας. Αλλά με το πείσμα και τον πόθο που είχαμε, επιστρέψαμε».
Οι Αρβανίτες και τα χωριά τους
Οι Αρβανίτες ήταν εγκατεστημένοι κυρίως στα χωριά Λέχοβο, Δροσοπηγή και Φλάμπουρο, ήδη πριν την ενσωμάτωση της περιοχής στο ελληνικό κράτος, με τα αρβανίτικα να αποτελούν την κύρια γλώσσα επικοινωνίας τους. Πολλοί Αρβανίτες πήραν μέρος στις μάχες κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα και διακρίθηκαν για την ανδρεία τους.Η τελευταία μας συνάντηση είναι με την κυρία Καίτη Κωφίδου, με καταγωγή από την Κιουτάχεια της Μικράς Ασίας.
Η κυρία Καίτη αναφέρεται με μεγάλη συγκίνηση στα γεγονότα που οδήγησαν στο να ξενιτευτεί η οικογένεια και στον ερχομό στη Φλώρινα: «Οι γονείς μου ήρθαν το ’22, διωγμένοι από την Κιουτάχεια της Μικράς Ασίας. Ηταν καλοκαίρι και όλοι ήταν στις εξοχές στο Γιοντζάρι. Η χήρα γιαγιά μου, η μαμά μου και η θεία μου. Πήρε τις δύο κόρες της, μία ήταν 20 χρονών και η άλλη ήταν 6 – η μάνα μου ήταν 6. Και πίσω από τον στρατό, με την υποχώρηση του στρατού, φύγανε και αυτοί. Φεύγανε από βουνό σε βουνό. Με τα πολλά, φτάσανε στο λιμάνι της Ραιδεστού. Τα πόδια τους πρησμένα, όλοι νηστικοί. Εκεί, στο λιμάνι, υπήρχαν δύο καράβια. Το ένα έφευγε για την Ελλάδα και το άλλο για την Αμερική. Το καράβι της Αμερικής είχε ήδη ξεκινήσει, αλλά το καράβι που πήγαινε στην Ελλάδα το πρόλαβαν. Η μεγαλύτερη αδερφή της μάνας μου, η θεία μου, έσπρωξε τη μαμά μου και τη γιαγιά μου, και μπήκανε μέσα. Η θεία μου όμως έμεινε απ’ έξω. Και το καράβι ξεκίνησε χωρίς εκείνη».
Οπως λέει, «εκείνες οι νύχτες, ήταν πνιγμένες στην απογοήτευση. Τους κατέβασαν στην Καλαμαριά. Τα στομάχια τους ήταν άδεια, και η αίσθηση της πείνας αβάσταχτη. Τα ρούχα τους ήταν βρώμικα και γεμάτα ψείρες. Τότε, ένας παπάς από τη Φλώρινα τους είπε: «Ελάτε στη Φλώρινα, θα σας δώσουμε και σπίτια, θα σας δώσουμε και ρούχα». Και έτσι τους έφερε εδώ».