Έκανε το επαγγελματικό ντεμπούτο του ως σολίστ το 1990, με την οπερέτα του Νίκου Χατζηαποστόλου «Οι απάχηδες των Αθηνών», στην Εθνική Λυρική Σκηνή που τότε στεγαζόταν στο Ολύμπια.

Έπειτα από 34 χρόνια και αφού έχει διαγράψει λαμπρή πορεία στα θέατρα του εξωτερικού, ο βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος επιστρέφει στο Ολύμπια ως ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής του, αντικαθιστώντας τον Ολιβιέ Ντεκότ. Για να αντιμετωπίσει νέες προκλήσεις, αυτή τη φορά από μια σημαντική διοικητική θέση.

Είστε, βεβαίως, έμπειρος στον χώρο και αυτό ακούγεται θετικό…

Έμπειρος ναι, αλλά από άλλη θέση. Δεν σας κρύβω ότι παραξενεύτηκα όταν γύρω στα Χριστούγεννα χτύπησε το τηλέφωνό μου και μου έγινε η πρόταση από την πλευρά του Δήμου Αθηναίων.

Την αποδεχτήκατε αμέσως;

Ζήτησα να το σκεφτώ λίγο. Τον προηγούμενο Νοέμβριο είχα χτυπήσει το πόδι μου, γεγονός που με είχε περιορίσει και που εξαιτίας του είχα αναπτύξει άλλη σχέση με τα πράγματα. Οπότε είπα στον εαυτό μου: «Λες; Μήπως να το δοκιμάσεις και αυτό;».

Τηλεφώνησα στον Γιώργο Κουμεντάκη, καθώς έχω εργασιακή σχέση με την ΕΛΣ, και του το συζήτησα. Με ενθάρρυνε, «ευκαιρία να συνεργαστούμε Λυρική και Ολύμπια» είπε, και με διαβεβαίωσε πως δεν υπάρχει ασυμβίβαστο. Δεν θα αναλάμβανα καμία θέση αν εξαιτίας της έπρεπε να αφήσω το τραγούδι, έχω εξάλλου συμβόλαια μέχρι και το 2025.

Τηλεφώνησα και στον Λουκά Καρυτινό της ΚΟΑ. Ήταν και εκείνος θετικός. Σκέφτηκα πως όταν δύο διευθυντές που τους γνωρίζω χρόνια και τους εμπιστεύομαι απόλυτα μου λένε «κάν’ το» ίσως και να έπρεπε να το κάνω.

Και επιστρέφετε στο θέατρο που κάνατε το ντεμπούτο σας. Πώς είναι η αίσθηση;

Δεν επιστρέφω απλώς εκεί που έκανα το ντεμπούτο μου, σχεδόν επιστρέφω στον τόπο της γέννησής μου. Όταν ο πατέρας μου εργαζόταν στη Λυρική, έφυγε από την κλινική όπου γεννούσε η μητέρα μου, πετάχτηκε στο θέατρο για να δει αν είχε ξεκινήσει η παράσταση και ώσπου να επιστρέψει στην κλινική είχα γεννηθεί.

Σήμερα ποιο είναι το όνειρό σας για το Ολύμπια;

Όταν η Λυρική μετοίκησε στο «Νιάρχος» και ανοίχτηκε με καινούργιες προοπτικές και δυναμική, το Ολύμπια παρέμεινε ως χώρος ποτισμένος με την αγάπη και τη συγκίνηση πολλών χρόνων. Όλοι όσοι ξαναμπαίνουμε είτε για να τραγουδήσουμε είτε για να παρακολουθήσουμε μια παράσταση νιώθουμε σαν να ξαναμπαίνουμε στο πατρικό μας. Έτσι κι εγώ.

Πρόθεσή μου είναι να ζωντανέψει ξανά αυτή η ζεστή οικογενειακή αίσθηση για τους ανθρώπους που αγαπούν την όπερα, όπως την αγαπήσαμε και εμείς. Το Ολύμπια ως μέγεθος θεάτρου είναι ιδανικό για μια τέτοιου είδους σχέση. Και ως δημοτικό θέατρο απευθύνεται σε όλους τους Αθηναίους, σε όλους τους πολίτες.

Θέλω, και θέλει και ο δήμαρχος εξ όσων γνωρίζω, βάση αυτού του θεάτρου να είναι οι έλληνες καλλιτέχνες. Που να απευθύνονται στο ελληνικό κοινό. Δεν το λέω με σοβινιστική διάθεση, εννοώ πως ονειρεύομαι ένα Ολύμπια με κατ’ εξοχήν ελληνική ταυτότητα, η οποία όμως μπορεί και να έχει διεθνή χαρακτήρα.

Η σχέση της Λυρικής και του Μεγάρου με το Ολύμπια;

Από τη στιγμή που και τα δύο καλύπτουν τη διεθνή εξωστρέφεια της πόλης, καθένα με τον τρόπο του και με το ρεπερτόριό του, το Ολύμπια μπορεί να γίνει εξωστρεφές στο πλαίσιο της πόλης. Με όσο το δυνατόν πιο υψηλή ποιότητα. Υπάρχει χώρος για όλους.

Θα θέλατε να γίνετε πιο συγκεκριμένος;

Ας πούμε, οπερέτα δεν γίνεται αυτή τη στιγμή ούτε από τη Λυρική ούτε από το Μέγαρο. Το Ολύμπια πέρυσι με τον «Βαφτιστικό» και εφέτος με τους «Απάχηδες» έκανε μεγάλες επιτυχίες.

Η οπερέτα έχει συγκεκριμένο κοινό και το θέατρό μας είναι ο κατάλληλος χώρος για να παίζεται. Μουσική μπαρόκ δεν γίνεται συχνά ούτε από τη Λυρική ούτε από το Μέγαρο. Το Ολύμπια μπορεί να καλύψει αυτό το πεδίο. Και κλασικό μπαλέτο μπορεί να φιλοξενήσει.

Έχετε φιλικές σχέσεις με πολλούς από τους μουσικούς με τους οποίους τώρα θα συνδιαλέγεστε από τη θέση του διευθυντή. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα;

Το αντίθετο. Νομίζω ότι μου λύνει τα χέρια. Χαίρομαι που θα συνδιαλέγομαι με συναδέλφους, γιατί τους καταλαβαίνω και με καταλαβαίνουν. Είμαι ένας από εκείνους.

Τι αντιδράσεις είχατε όταν ανακοινώθηκε το όνομά σας;

Εγκάρδιες και στην Ελλάδα και από το εξωτερικό. Ο διορισμός μου δημοσιεύτηκε στο «Diapason» στη Γαλλία και δέχτηκα τηλεφωνήματα ακόμα και από γάλλους συναδέλφους. Από καλλιτέχνες που αισθάνομαι πως μπορώ εύκολα να τους ζητήσω να έρθουν. Και πιθανώς να διαπραγματευτώ μαζί τους ένα ρεαλιστικό κασέ για τις δικές μας δυνατότητες. (γελάει)

Ξεκίνησα να τραγουδώ 19 χρονών στη Δημοτική Χορωδία του Δήμου Πειραιά. Έχουν περάσει 38 χρόνια. Ξέρω πώς είναι ο χώρος, ξέρω από χορωδίες, από ορχήστρες, από τεχνικό προσωπικό. Ξέρω πώς είναι το Μέγαρο, η Λυρική, οι όπερες στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στη Βιέννη…

Δεν είμαι άλλος ένας διοικητικός υπάλληλος, είμαι ένας άνθρωπος που εδώ και χρόνια εκτίθεται από το κέντρο της σκηνής του θεάτρου και συνδιαλέγεται με το κοινό, με τους τεχνικούς, με τους συναδέλφους. Ένας διευθυντής βρίσκεται συνήθως σε απόσταση από όλους. Ο τραγουδιστής πάλλεται στον πυρήνα του λυρικού θεάτρου. Βρίσκομαι στον πυρήνα του, και αυτό μόνο ως θετικό μπορώ να το θεωρήσω.

Την ίδια στιγμή τέτοιες θέσεις γίνονται πεδίο όπου παίζονται πολιτικά παιχνίδια; Αυτό δεν σας ανησυχεί και δεν σας τρομάζει;

Και με ανησυχεί και με τρομάζει. Η απάντησή μου στα «συγχαρητήρια» και στα «σιδεροκέφαλος» είναι «ο Θεός να βάλει το χέρι του». Όχι για να γλιτώσω από κάτι, για να κάνω αυτό που πρέπει. Για να βρω τη δύναμη που χρειάζομαι χωρίς να χάσω τον εαυτό μου.

Είναι και αυτό κάτι που σας ανησυχεί;

Είπα στους φίλους μου, «παιδιά, αν δείτε μπροστά σας έναν άλλο Τάση που δεν τον ξέρετε, αν ξεφύγω σε συμπεριφορές που δεν είμαι εγώ, δώστε καρπαζιά, ξυπνήστε με! (γελάει) Γνωρίζω πως η εξουσία έχει τέτοιους κινδύνους. Όμως είμαι τόσα χρόνια αυτός που είμαι, τώρα θα αλλάξω;