Η Μπεθ Στιλ, προσκεκλημένη του Θέατρου του Νέου Κόσμου, ήρθε στην Αθήνα για την παράσταση «Μέχρι να σβήσουν τ’ άστρα» σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου (θέατρο Χώρα). Με αφορμή τον γάμο της μικρότερης από τις τρεις αδελφές μιας βρετανικής εργατικής οικογένειας, ξετυλίγεται μια ιστορία απλών ανθρώπων, όπως είμαστε όλοι. Το έργο της έκανε πρεμιέρα πέρυσι στο Εθνικό Θέατρο του Λονδίνου, μεταφέρθηκε στο West End και έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από κοινό και κριτικούς – Βραβείο Ολίβιε καλύτερου νέου έργου (2024). Η Αθήνα είναι ο πρώτος ευρωπαϊκός σταθμός μετά την Αγγλία –  προηγήθηκε η Ιαπωνία. Η Μπεθ Στιλ είναι λάτρις της Ελλάδας (έζησε στην Κρήτη, μιλάει τη γλώσσα μας), της αρχαίας τραγωδίας, του Ομήρου και του Τσέχοφ. Στη συνέντευξή μας για «Το Βήμα» ή, καλύτερα, στην κουβέντα μας ένα πρωί στο Θησείο ξετυλίγει το νήμα της ζωής της. Αμεση, ζεστή, γελαστή, αισιόδοξη, η Μπεθ είναι μια γυναίκα που μόνη της κατάφερε να αλλάξει τη ζωή της.

Πώς είδατε το έργο σας στο θέατρο Χώρα;

«Είμαι ενθουσιασμένη με την παράσταση, τον θίασο – ήταν εξαιρετικός. Και είμαι πολύ περήφανη που η πρώτη ευρωπαϊκή πρεμιέρα, μετά το Λονδίνο, δόθηκε στην Αθήνα. Από τη στιγμή που γνώρισα τον Βαγγέλη (σ.σ.: Θεοδωρόπουλο) τον αγάπησα, αγάπησα το πνεύμα του. Πολύ ωραίος άνθρωπος».

Εχετε ζήσει στην Ελλάδα, νομίζω…

«Ναι, στην Κρήτη, από τα 17 ως τα 20. Κατάγομαι από μια μικρή εργατική πόλη και δεν ήξερα τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Κανένας από την οικογένειά μου δεν είχε πάει πανεπιστήμιο. Στην Κρήτη ήρθαμε οικογενειακώς για διακοπές, γιατί η θεία μου ήταν παντρεμένη με Ελληνα. Με την αδελφή μου όμως (σ.σ.: έχει μια δίδυμη αδελφή, την Aμι Στιλ, ζωγράφο) μείναμε και δεν γυρίσαμε πίσω, αφού πρώτα πείσαμε τους γονείς μας – η θεία χώρισε μετά από έξι μήνες. Νοικιάσαμε σπίτι και πιάσαμε δουλειά σε ένα μαγαζί με ρούχα. Οταν η ιδιοκτήτρια μας είπε ότι θα το πουλήσει, αποφασίσαμε να το αγοράσουμε».

 Τολμηρό για την ηλικία σας.

«Οντως. Οταν αρχίσαμε να ψάχνουμε για δάνεια, κανείς δεν μας έδινε. Οταν είπαμε τα σχέδιά μας στον σπιτονοικοκύρη μας, εκείνος αποφάσισε να μας στηρίξει – δούλευε σε τράπεζα. Στα γενέθλια των 18 μας χρόνων κάναμε τα εγκαίνια. Τρία χρόνια κράτησε. Δύο νέες γυναίκες, με τη στήριξη φίλων αλλά χωρίς κανέναν άνδρα από πίσω, τα κατάφεραν. Μια μέρα, μια πελάτισσα ξέχασε ένα περιοδικό στο μαγαζί και καθώς το χάζευα έπεσα πάνω σε ένα άρθρο για τη Σάρα Κέιν. Δεν την είχα ξανακούσει. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα για να θελήσω να εξερευνήσω τον κόσμο. Ημουν κοντά στα είκοσι και αναρωτήθηκα τι θα κάνω στα 30, στα 40… Να σκεφτείς ότι δεν είχα ακόμα επισκεφθεί ούτε το Λονδίνο, παρά μόνο με ημερήσια σχολική εκδρομή. Δεν είχα πάει σε μουσεία, γκαλερί, τίποτα. Είχα το θάρρος να κάνω μεγάλα βήματα και δεν ήθελα να τα παρατήσω».

Οπότε;

«Πουλήσαμε την επιχείρηση και επέστρεψα στην Αγγλία, στο Λονδίνο. Δούλεψα σαν σερβιτόρα και ήμουν χαρούμενη. Γνώρισα τότε κάποιον που με συμβούλεψε τι να δω και τι να επισκεφτώ στο Λονδίνο – μουσεία, εκθέσεις, ταινίες. Για δύο χρόνια η μέρα μου ήταν αφιερωμένη στην τέχνη και το βράδυ στη δουλειά. Είχα γίνει εμμονική. Βέβαια δεν είχε περάσει από το μυαλό μου το γράψιμο. Ενιωθα ότι κάπου υπάρχει μια θέση για εμένα αλλά δεν ήξερα πού είναι».

Θέατρο βλέπατε;

«Ναι, κυρίως κλασικά έργα με κάποιον γνωστό τηλεοπτικό ηθοποιό, χωρίς ποτέ να ενθουσιαστώ. Μέχρι που ένας φίλος με πήγε σε ένα σύγχρονο, “Το μαυροπούλι” του Ντέιβιν Χάροουερ, που σκηνοθετούσε ο Πέτερ Στάιν – τον αγνοούσα. Μέσα στα πρώτα 15 λεπτά κατάλαβα ότι αυτή είναι η πιο σημαντική μέρα της ζωής μου. Ενιωσα ότι βρήκα τη θέση μου. Η παράσταση τελείωσε και εγώ δεν ήθελα να φύγω. Αν και ως τότε δεν είχα γράψει ποτέ τίποτα, ξαφνικά ήξερα ότι μπορώ. Αγόρασα το “Μαυροπούλι” και για έξι μήνες το διάβαζα συνέχεια. Οταν κοιτάς κάτι διαρκώς, δεν χάνει τη μαγεία του, αντίθετα αρχίζεις να την καταλαβαίνεις – σαν να σου έδωσαν τα κλειδιά. Και άρχισα να γράφω. Τι; Το σίκουελ στο “Μαυροπούλι”. Ημουν νέα και είχα αρχίσει πια να βλέπω τον κόσμο γύρω μου και μέσα μου. Δεν ήξερα κανέναν στον χώρο του θεάματος. Ελεγα ότι ίσως κάποια στιγμή κάτι καταφέρω, ενώ σκεφτόμουν ότι πρέπει να είσαι έτοιμος και για την απόρριψη. Αν και το πρώτο μου θεατρικό δεν προχώρησε, μου έδωσε τη δυνατότητα να παρακολουθήσω ένα σεμινάριο γραφής στο Royal Court Theatre. Μετά έγραψα και ένα δεύτερο, που επίσης δεν προχώρησε. Τότε μου είπε η αδελφή μου για έναν διαγωνισμό θεατρικού έργου. Ισα που πρόλαβα να στείλω το έργο μου. Και κέρδισα – της το χρωστάω. Μια πρόταση για να ανέβει, με παραγωγό τον Κέβιν Σπέισι, κατέληξε σε καταστροφή – η κριτική το καταβαράθρωσε. Απογοητεύτηκα. Ενιωσα ότι απέτυχα και ότι αφού μου δόθηκε μια ευκαιρία και δεν τα κατάφερα, δεν θα μου δοθεί άλλη. Το τρίτο μου έργο, το δεύτερο που ανέβηκε, ήταν το “Wonderland”, με 15 ρόλους. Αλλά έτσι είμαι εγώ, τα ρίσκα μου είναι μεγάλα. Στάθηκα όμως τυχερή. Η παραγωγή ήταν εξαιρετική – άλλαξε την πορεία μου».

Και φθάνουμε στο «Μέχρι να σβήσουν τ’ άστρα», τη μεγάλη σας επιτυχία.

«Αυτό το έργο άλλαξε τη ζωή μου, τα πάντα – δεν το περίμενα. Δεν ήξερα, ούτε μπορούσα να φανταστώ αν θα άρεσε στο κοινό όταν πρωτοπαίχθηκε στο National Theatre. Εκτυλίσσεται σε μια μικρή εργατική πόλη, όπως αυτή που γεννήθηκα. Ούτε το Εθνικό είχε ανεβάσει ξανά ένα τέτοιο έργο. Η δική μου φωνή δεν είχε ποτέ ακουστεί εκεί. Εμαθα όμως από τον κόσμο ότι όσο πιο συγκεκριμένος είσαι τόσο πιο παγκόσμιος γίνεσαι. Μετά ήρθε το βραβείο. Ημουν η μόνη γυναίκα, ως συνήθως. Ακολούθησε ένα μέιλ από την Ιαπωνία που ζητούσε το έργο μου, ενώ στο Λονδίνο μεταφέρθηκε στο West End – μεγάλη στιγμή για εμένα. Βέβαια όνειρό μου ήταν το Εθνικό. Μετά την Αθήνα ακολουθούν πολλές ευρωπαϊκές πόλεις και όχι μόνο. Το έργο θα γίνει και ταινία – μόλις ολοκλήρωσα το σενάριο. Αλλά εγώ είμαι θεατρικό ζώο. Το σημαντικότερο είναι να βλέπω τα έργα μου στη σκηνή. Ομολογώ ότι απολαμβάνω τις παραστάσεις σε διαφορετικές χώρες. Ενα έργο είναι όπως ένα παιδί που έχει φύγει πια από το σπίτι».

Πώς γράφετε; Η έμπνευση;

«Στο προηγούμενο έργο μου “Το σπίτι με τις σκιές” είχα κολλήσει με τις αρχαίες τραγωδίες. Είχα ενθουσιαστεί με την “Ορέστεια” του Αϊκ και συνειδητοποίησα ότι δεν γνωρίζω τις αρχαίες τραγωδίες. Οπότε το 2018 αγόρασα 33 τραγωδίες και Αριστοφάνη, ήρθα στην Αθήνα, νοίκιασα ένα διαμέρισμα στα Εξάρχεια και για έναν μήνα διάβαζα ένα έργο τη μέρα. Παράλληλα έγραφα “Το σπίτι…”. Ηθελα να διαβάσω το αρχαίο δράμα εδώ, να νιώσω τον τόπο, το ελληνικό φως. Το 2019 επέστρεψα και παρακολούθησα έξι παραστάσεις σε πέντε μέρες (Καραθάνος, Τερζόπουλος, Στρούμπος, Ευθύμης Φιλίππου). Μου αρέσει η δουλειά που γίνεται στο ελληνικό θέατρο και μάλιστα με λίγα χρήματα. Πάντα πίστευα ότι το θέατρο είναι κείμενο, υποκριτική και βέβαια κοινό. Δεν είχα ποτέ φανταστεί ότι θα παιζόταν δικό μου έργο στην Αθήνα. Στην πρεμιέρα ένιωσα σαν να κάνω τον κύκλο και να ξαναβρίσκω το κορίτσι που ήμουν όταν πρωτοήρθα. Σαν να επέστρεψα και να έχω μια θέση».

Στο «Μέχρι να σβήσουν τ’ άστρα» διακρίνονται οι «Τρεις αδελφές», ο Τσέχοφ…

«Λοιπόν, μετά το “Σπίτι…” δεν ήξερα πώς να πάω παρακάτω. Κατάλαβα ότι όπως και στα προηγούμενα έτσι και στο επόμενο ήθελα να γράψω για την οικογένεια. Τρόμαξα. Σκέφτηκα τον Τσέχοφ, τα τέσσερα μεγάλα έργα του. Και έπαθα εμμονή. Διάβαζα, μαγείρευα, έκανα γιόγκα ακούγοντας για τον Τσέχοφ. Τον “κατάπια” και τελικά προχώρησα. Οταν ξεκίνησα να γράφω, δεν σκεφτόμουν πια τις “Τρεις αδελφές”. Για εμένα το μεγάλο θέμα του έργου είναι η αλλαγή. Ο γάμος διαρκεί 10 λεπτά κι όμως σου αλλάζει όλη τη ζωή, το μέλλον. Αυτό με ενδιέφερε. Πολλοί φοβούνται το μέλλον ίσως επειδή μεγαλώνουν και βλέπουν τις κοινωνίες νααλλάζουν, φοβούνται την αλλαγή. Η αλλαγή μπορεί να είναι κάτι σκληρό αλλά και γεμάτο ενθουσιασμό. Το κοινό ταυτίζεται με το έργο, τους χαρακτήρες, όπως ταυτίζεται και με τη δυσκολία να ζει σε έναν κόσμο που αλλάζει διαρκώς. Αυτό που εκτιμώ σε αυτή την οικογένεια είναι που μιλάει για τα προβλήματά της, για τους μετανάστες, τσακώνεται, φωνάζει, κλαίει, αλλά στο τέλος οι τρεις αδελφές τα αντιμετωπίζουν όλα σαν οικογένεια. Αγαπώ τα έργα που ακολουθούν τη ζωή. Θέλω να βλέπω τις καθημερινές ζωές των ανθρώπων σαν κάτι το ξεχωριστό».

Δίνετε προβάδισμα στις γυναίκες.

«Αγαπώ τις γυναίκες, μου αρέσει να τις βλέπω να καταβροχθίζουν τη σκηνή, όπως η θεία Κάρολ (χαρακτήρας του έργου). Αλλά το έργο είναι συνόλου – αγαπώ και τους ανδρικούς ρόλους».

Τι σκέφτεστε για τη γουόκ ατζέντα;

«Στο Λονδίνο τα τελευταία χρόνια οι συγγραφείς θέλουν να πουν στο κοινό τι πιστεύουν και εσύ πρέπει να τους ακούσεις. Αλλά το κοινό τα ξέρει αυτά, με αυτά ζει. Δεν χρειάζεται να του χτυπάς την πλάτη. Εγώ το εμπιστεύομαι, ξέρει όσα ξέρω, και περισσότερα. Το θέατρο είναι ένας χώρος ανταλλαγής απόψεων, αλλαγών. Ολοι χωράνε. Ολων μας οι ζωές έχουν μεγαλείο. Οι ήρωές μου είναι σαν κεριά πάνω σε μια τούρτα γενεθλίων, έχουν τη στιγμή τους στον ήλιο, στο φως. Εχει σημασία να δίνεις στους ανθρώπους αξιοπρέπεια και ζωή».

Αντί επιλόγου, θα λέγατε ότι…

«Αισθάνομαι τυχερή γιατί δεν θεωρώ τίποτα δεδομένο. Γράφω ένα καινούργιο έργο για το Εθνικό του Λονδίνου, για την οικογένεια. Αυτό είναι το θέμα μου, αυτή είναι η ιστορία του κόσμου».

INFO «Μέχρι να σβήσουν τ’ άστρα». Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος – Κοραλία Σωτηριάδου, σκηνοθεσία: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, σκηνικά – κοστούμια: Πάρις Μέξης, μουσική: Αγγελος Τριανταφύλλου, κίνηση: Ξένια Θεμελή, φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης. Παίζουν: Χάρης Γρηγορόπουλος, Αννα Καλαϊτζίδου, Μαρία Κατσιαδάκη, Σύρμω Κεκέ, Υακίνθη Κωνσταντοπούλου, Δαυίδ Μαλτέζε, Μαντώ Μιχαλιού, Ελίνα Ρίζου, Χρίστος Στυλιανού, Κώστας Φλωκατούλας. Θέατρο Χώρα (Αμοργού 20, Αθήνα).