Ενα σπίτι που ο Δροσίνης αποκαλούσε «πράσινο» γιατί χανόταν μέσα στον κισσό. Ενα μονοπάτι, η «Οδός Χρυσανθέμων», που χώριζε το περιβόλι από τον ελαιώνα, πλημμυρισμένο από λουλούδια. Το Κτήμα Καράβα, στον καταπράσινο Κάμπο της Χίου, γνώρισε μεγάλες δόξες. Λειτούργησε ως το «pied-à-terre» οικογενειών όπως των Ροΐδη, Ψυχάρη, Συγγρού, προτού καταλήξει στην οικογένεια Καράβα, λίγο πριν από τον καταστροφικό σεισμό του 1881.

Σήμερα βρίσκεται σε μια ενδιάμεση κατάσταση: ούτε εγκαταλελειμμένο ούτε του κουτιού, σαν το υποδειγματικά αναστηλωμένο Αρχοντικό «Αργέντικο». Συμβιώνει με τη φθορά, όπως όλος ο Κάμπος, η πάλαι ποτέ εύφορη περιοχή με τα εσπεριδοειδή όπου οι ιδιοκτήτες των κτημάτων τύλιγαν κάθε πορτοκάλι ως δώρο πολυτελείας.

Εκεί, σε αυτό το 30 στρεμμάτων κτήμα, φιλοξενείται η φετινή πέμπτη, επετειακή διοργάνωση της DEO Projects. Ενα κτήμα που ανοίγει για το κοινό, πράγμα σπάνιο στον Κάμπο, όπου οι ψηλοί μαντρότοιχοι φυλάνε μικρούς, ιδιωτικούς παραδείσους, για να δεχτεί τα έργα των 12 καλλιτεχνών της έκθεσης «Κάποτε ήμασταν κήποι», σε επιμέλεια Ακη Κόκκινου.

Ο ίδιος θα πει για το σκεπτικό του: «Πρόσφατα μιλούσα με έναν πρώην διευθυντή μουσείου στη Νέα Υόρκη, έναν άνθρωπο που είχε αφιερώσει τη ζωή του σε αυτόν τον χώρο – κι όμως, τον απομάκρυναν. Τον ρώτησα: “Πού είναι ο νους σου σήμερα;”. Και απάντησε: “Στο παρελθόν”. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα κάτι που με αφορά βαθιά: την αγωνία απέναντι στη φθορά – του σώματος, των ιδεών, της σημασίας μας στον κόσμο. Μπορεί να δώσεις τα πάντα και μια μέρα να σε αποβάλει το σύστημα, ο κύκλος σου να τελειώσει προτού το καταλάβεις.

Λίγο αργότερα, η Μαρία Λοϊζίδου στο εργαστήριό της στην Κύπρο μου έδειξε γυμνά αυτοπορτρέτα της και είπε: “Ούτως ή άλλως, ένα σώμα σε φθορά σαν το δικό μου δεν θα παρεξηγηθεί”. Και εκεί ένιωσα πως η αποδοχή της φθοράς σε απελευθερώνει από προσδοκίες, δικές σου και των άλλων. Το συνέδεσα με την εικόνα ενός κήπου: ποτέ ίδιος, διαρκώς σε φροντίδα και αναδημιουργία. Η φθορά δεν είναι το τέλος, είναι μέρος της εξέλιξης».

Ισως δεν θα έπρεπε να τον προβληματίζει τόσο έντονα η «φθορά». Γιατί, στην περίπτωσή του, το πέρασμα του χρόνου σηματοδοτεί το κέρδος της εμπειρίας και μια πιο ουσιαστική κατανόηση του τόπου και του ρόλου του μέσα σε αυτόν. Η πορεία του στην DEO το αποδεικνύει: η διοργάνωση που ξεκίνησε το 2021 έχει αποκτήσει ουσιαστική σύνδεση με τη βάση της, την κοινωνία της Χίου.

Πίσω από το παράλληλο πρόγραμμα υπάρχει σαφής σκέψη και πρόθεση από τη χιώτικη οργανωτική ομάδα που έχει επικεφαλής την Εβίτα Κυριαζή: περίπατοι σε καμπούσικες γειτονιές με ντόπιους μελετητές της ιστορίας, υπαίθριες προβολές, εργαστήρια κεραμικής, μουσικά ρεσιτάλ, δράσεις που διαρκούν έως τα τέλη Αυγούστου.

Εξ ου και ο Κόκκινος κερδίζει ανθρώπους στην πορεία που διευκολύνουν τον δρόμο του. Οπως τη Λία Φόρου, την τελευταία απόγονο της οικογένειας Καράβα και ιδιοκτήτρια του κτήματος. Οπως θα πει στο «Βήμα»: «Είχα δει τη δουλειά του τόσο στη Βέσσα όσο και στο Κάστρο, όπως και τα έργα που σχεδίαζε να παρουσιάσει φέτος. Η επικοινωνία μας ήταν εξαιρετική. Είναι πάντα χαρά μου να φιλοξενούνται καλλιτεχνικές δράσεις στο κτήμα και ο Ακης ανέβασε τον πήχη πολύ ψηλά με αυτή την έκθεση».

Οι ξυλόγλυπτες προτομές της Γιασάμ Σασμαζέρ («Κάποτε ήμασταν») αποτίνουν φόρο τιμής στους ανθρώπους που πέρασαν από το Κτήμα Καράβα. Φωτογραφία: Νίκος Αλεξόπουλος

Διεθνής ποιότητα

Διότι βέβαια ο Κόκκινος πρωτίστως επιμελείται καλές εκθέσεις. Δεν βάζουν απλώς τη Χίο στον χάρτη των θερινών εικαστικών δρώμενων, την εντάσσουν με όρους διεθνών προδιαγραφών ποιότητας. Εν προκειμένω τα έργα (9 νέες αναθέσεις) αναδύονται οργανικά από το τοπίο του κτήματος με την τυπική αρχιτεκτονική του είδους (μάγγανος, στέρνα, φουντάνα, ξινόδεντρα), δεν είναι «φυτευτά» στον χώρο που τα φιλοξενεί.

Κάποιες φορές αυτό γίνεται άμεσα, όπως στις ξυλόγλυπτες προτομές της Γιασάμ Σασμαζέρ («Κάποτε ήμασταν», 2025). Εναν φόρο τιμής στους ανθρώπους που πέρασαν από το Κτήμα Καράβα, με μορφές που δεν έχουν όνομα ή πρόσωπο, καθώς η τουρκάλα εικαστικός έχει αρχίσει να σβήνει τα χαρακτηριστικά τους, καλύπτοντάς τα με βρύα και μύκητες.

Αλλοτε γίνεται πιο έμμεσα, όπως με τη «Δελφύνη» (2025) της Ναταλίας Παπαδοπούλου. Ενα μυθολογικό υβρίδιο από σίδηρο, φωτοευαίσθητα νήματα και κατοπτρικά στοιχεία, που λαμπυρίζει στο φως σαν πλάσμα που ανήκει εξίσου στη φύση και στη φαντασία.

Στους δε παλιούς στάβλους, η «Μηχανή διάνοιξης σηράγγων» (2024) της Τερέζα Σολάρ Αμπούντ εντάσσεται στο δημοφιλές μοτίβο των «μελλοντολογικών ευρημάτων», χωρίς όμως να αναλώνεται στο εφέ της εντυπωσιακής όψης του. Ακόμα και το έργο της Αντριάνα Βαρεζάο με τα κεραμικά πλακίδια με παραισθησιογόνα φυτά από όλον τον κόσμο, που εκ πρώτης άποψης μοιάζει παράταιρο, δεν λειτουργεί απλώς ως «κράχτης» διεθνούς κύρους.

Τοποθετημένο διακριτικά δίπλα στο υπαίθριο αναγνωστήριο με επιλεγμένα βιβλία και δυσεύρετα συγγράματα για τον κήπο και τη Χίο, αποκτά χαρακτήρα χρηστικό δεδομένου ότι έχει διαμορφωθεί εκ νέου ως παγκάκι για την DEO: ένα κάθισμα όπου η ξεκούραση και η ανάγνωση γίνονται εξίσου σημαντικές με την παρατήρηση των έργων.

Λοϊζίδου και Δαβίας

Στο «La Place» η Μαρία Λοϊζίδου δημιούργησε μια μικρή «πλατεία» από υλικά που συνέλεξε μέσα στο κτήμα – κάγκελα, πλακάκια, παλιές καρέκλες – και στη Χίο: ένα βοτσαλωτό φτιαγμένο από ντόπιο εργαστήριο, γούρνες νερού, καθημερινά θραύσματα με ισχυρή υλικότητα και μνήμη.

Τα συνδυάζει με δικά της χειροποίητα στοιχεία: ένα μεταλλικό πλεκτό, λεπτεπίλεπτο και διαφανές, που λειτουργεί σαν στέγαστρο. Μαζί με τα υπόλοιπα αντικείμενα διαμορφώνουν έναν χώρο ηρεμίας και παραμονής. Ενα κάλεσμα σε συνύπαρξη, «για όλους εκείνους που στερήθηκαν μια πλατεία» όπως λέει η ίδια.

Αυτή η σπλαχνική συνύπαρξη τέχνης και κήπου κορυφώνεται με τον φόρο τιμής στον Ντέρεκ Τζάρμαν (1942-1994), στον σκηνοθέτη, συγγραφέα, κουίρ ακτιβιστή. Kαι εν τέλει κηπουρού καθώς στα τελευταία χρόνια της ζωής του, αφότου είχε προσβληθεί με τον ιό HIV, αποσύρθηκε στο Νταντζενές του Κεντ, σε ένα ερημικό τοπίο δίπλα σε πυρηνικό σταθμό.

Εκεί δημιούργησε έναν απρόσμενα ποιητικό κήπο από πέτρες, φυτά και θαλασσινά ευρήματα, μια πράξη αντίστασης απέναντι στη φθορά και ταυτόχρονα ύμνο στη ζωή και τη δημιουργία. Στον χώρο που προορίζεται πλέον για καλλιέργεια πατάτας και κηπευτικών, ο Ορέστης Δαβίας έχει επιμεληθεί και προσαρμόσει την κηποτεχνική προσαρμογή της δημιουργίας του Τζάρμαν ώστε να είναι συμβατή με το μεσογειακό φως και κλίμα, ενώ ο Πέτρος Λώλης (ουδεμία συγγένεια με τον Ανδρέα Λώλη) έχει κάνει εικαστικές παρεμβάσεις με εργαλεία και αντικείμενα από το κτήμα.

Παράλληλα, ο Δαβίας έχει φυτέψει «φυτά του κάτω κόσμου» σε μια σπείρα (αψιθιά, δεντρολίβανο, μέντα, με ένα κυπαρίσσι στο κέντρο) κι ακριβώς δίπλα τα αποτροπαϊκά: λεβάντα, βασιλικό, απήγανο.

Η διάταξη λειτουργεί σαν μια συμβολική ισορροπία ανάμεσα στον θάνατο και την προστασία από το κακό. Οπως θα πει: «Οταν όλα καταρρέουν, όπως στην εποχή της Θάτσερ στην Αγγλία, και η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα καταπίνει ψυχές – όπως και σήμερα –, η πρόταση, όπως την εξέφρασε ο Τζάρμαν, είναι η επιστροφή στη φύση, στην καλλιέργεια, στα φυτά και στο χώμα».