Ο Γιώργος Μπλάνας έρχεται από τις πολύ βαθιές ρίζες της ποίησης και καταλήγει στο μεγαλείο της. Είχε περίσσευμα κριτικής σκέψης, ήταν δεινός μεταφραστής, μείζων και γενναίος ποιητής, αξεπέραστος δοκιμιογράφος, ψαγμένος αναγνώστης, τολμηρός, σεμνός και ωραίος άνθρωπος. Υπήρξε και ανιδιοτελής φίλος. Δεν έβαζε ποτέ τον εαυτό του μπροστά, μόνο την ποίηση. Η παρουσία του στα γράμματα βάθυνε λίγο τους ρηχούς μας καιρούς και εκχέρσωσε πολλά λογοτεχνικά χωράφια καθιστώντας τα καλλιεργήσιμα.

Σαν αυθεντικός ποιητής υπήρξε και προφήτης. Προέβλεψε τα πάντα που ζούμε σήμερα. Ποτέ του δεν φόρεσε μάσκα. Είχε πάντα μπροστά του την οικουμενική εικόνα του κόσμου και όχι τη μικρή, τη μικροαστική, την ατομική, την προσωπική, την εθνική.

Δεν βρέθηκε ποτέ με το ρεύμα της πλειοψηφίας ή της εξουσίας, γιατί δεν έχουν θέση εκεί οι καλοί ποιητές. Στάθηκε εκεί που πρέπει να στέκονται οι αληθινοί άνθρωποι, οι γνήσιοι εραστές της αλήθειας: απέναντι στη μικρότητα, στην ψευτιά, στη ματαιοδοξία, στην υποκρισία, στην αδικία. Είχε έναν τρόπο γραφής και έκφρασης ολότελα δικό του.

«Ο Μπλάνας ήταν ένας ποιητής με βαθιά την αίσθηση της ευθύνης – πολιτικής, ηθικής, ατομικής, κοινωνικής».

Στο τελευταίο του βιβλίο Αυτοκρατορία. Κομμόδου Αντωνίνου Αυγούστου, τα εις Μάρκον Αυρήλιον (εκδ. Μικρή Αρκτος) τα είχε προβλέψει όλα, τα είχε μαντέψει. Ακόμη και τον θάνατό του, εκεί που το τρωτό φλερτάρει με το τραγικό. Γράφει κάπου σε αυτό το βιβλίο: «Αργά ή γρήγορα το πραγματικό θέαμα θ’ αντικαταστήσει τη θεαματική πραγματικότητα». Δεν είναι αυτή μια κατάσταση που τη ζει ο κατακερματισμένος και ταραγμένος μας πλανήτης; Και κάπου αλλού: «Πώς να φτιάξεις έναν καινούργιο κόσμο, όταν ο παλιός είναι αδιόρθωτα γραμμένος;». Και πιο κάτω: «Η αλήθεια είναι ένα ξερόκλαδο στον γκρεμό σου. Το παίρνεις μαζί σου στην πτώση».

Όταν μετέφραζε, έσκαβε βαθιά μέσα του στο να βρει την κατάλληλη λέξη, να διαμορφώσει το κατάλληλο κλίμα, να δώσει στον αναγνώστη την τέλεια απόδοση του μεταφραζόμενου έργου. Μπορεί και να έψαχνε ώρες ολόκληρες για να βρει τη λέξη που ήθελε. Το μεταφραστικό του έργο (Εζρα Πάουντ, Εντγκαρ Αλαν Πόου, Καρλ Μαρξ, Ουίλιαμ Μπλέικ, Βασίλι Γκρόσμαν, Τσαρλς Μπουκόβσκι, Αλεξάντρ Πούσκιν, Ντίλαν Τόμας, Σαλμάν Ρουσντί, Ουίλιαμ Σέξπιρ, Δανιήλ Χαρμς, Τόμας ντε Κουίνσι, Ρίτσαρντ Φλάναγκαν, αλλά και αρχαίοι τραγικοί) είναι ανυπέρβλητο, όμως συκοφαντήθηκε και λοιδορήθηκε από μερικούς ζηλόφθονες που δεν τόλμησαν να δουν τι ακριβώς έκανε όταν μετέφραζε.

Ο Μπλάνας ήταν ένας ποιητής με βαθιά την αίσθηση της ευθύνης – πολιτικής, ηθικής, ατομικής, κοινωνικής. Η ποίησή του είναι πολιτική, έχει πνευματικό βάρος, κοινωνικό εύρος, μετασχηματική αυτάρκεια, εκφραστική δομή, αναγεννησιακό βάθος. Μύθος και πραγματικότητα ζουν μαζί στα ποιήματά του και με τα αισθητικά τους δεδομένα επεξεργάζονται με φίλια πυρά την άλωση του ποιητικού σύμπαντος.

«Η ποίησή του ήταν καθαρή και όχι αινιγματική και μεταφυσική».

Στη σύντομη ζωή του γνώρισε τι σημαίνει να αγωνίζεσαι, να πάσχεις, να πονάς, να υποφέρεις, να μαθαίνεις από τις δυσκολίες της ζωής, να υπομένεις τις επιθέσεις ατάλαντων πανεπιστημιακών μεταφραστών και λογοκλόπων δήθεν ποιητών, να σκοντάφτεις στις αντιξοότητες, να υφίστασαι πτώσεις, να σέρνεσαι από ήττα σε ήττα αλλά και να σηκώνεσαι πιο δυνατός από πριν και να συνεχίζεις.

Γράφει σε ένα ποίημά του ο ποιητής: «Γεννήθηκα πολύ αργά / κι όλο το μέλλον μου είναι παρελθόν. / Υπάρχω, ωστόσο, / αν και όχι […μετρήσιμος]». Ναι, υπήρξε ο Μπλάνας μετρήσιμος κεκλεισμένων των θυρών.

Μετρήσιμος με μια παραγωγικότητα που κάλυπτε πολλά τετραγωνικά λογοτεχνικά χιλιόμετρα. Η ποίησή του ήταν καθαρή και όχι αινιγματική και μεταφυσική και κατέγραφε έναν κόσμο πέρα από τον εαυτό του.

Υπηρέτησε με πάθος, ζήλο και ένταση τη λογοτεχνία, ενσαρκώνοντας στο έργο του την καθαγιασμένη ιερότητα της ποίησης, μιας ποίησης που επιδίωκε έναν πιο δίκαιο, πιο ίσο κοινωνικά, πιο αμερόληπτο, πιο ανθρώπινο, πιο συμπονετικό, πιο ειρηνικό κόσμο.

Η απώλειά του δεν ξεπερνιέται εύκολα. Είναι μια ανυπολόγιστη ζημιά για τον κόσμο της ποίησης. Θα μας λείψει. Θα λείψει σε όλους μας αφάνταστα.

*Ο κ. Ντίνος Σιώτης είναι ποιητής, εκδότης των λογοτεχνικών περιοδικών «(δε)κατα» και «Poetix».