Το σκάνδαλο των υποκλοπών αναδείχθηκε σε κεντρικό σημείο αναφοράς των παρεμβάσεων τόσο του Κώστα Καραμανλή όσο και του Ευάγγελου Βενιζέλου κατά τη συζήτηση για την «Κρίση της Δημοκρατίας σήμερα». Παρότι προέρχονται από διαφορετικούς πολιτικούς δρόμους, και οι δύο συμφώνησαν ότι η υπόθεση αυτή, αλλά και ο τρόπος θεσμικού χειρισμού της, έχει διαρρήξει την εμπιστοσύνη των πολιτών στη Δικαιοσύνη, στους θεσμούς και στην ίδια τη δημοκρατική ομαλότητα της χώρας.
Ο Καραμανλής, με αιχμηρό και καθαρό λόγο, έθεσε από την αρχή το βάρος της κριτικής του. «Η δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων δεν έπεισε ότι δόθηκαν απαντήσεις στα καίρια ερωτήματα» είπε, προειδοποιώντας ότι τα αναπάντητα αυτά ερωτήματα «ρίχνουν τη σκιά της αμφισβήτησης στην εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης» και θέτουν σε κίνδυνο την ποιότητα της δημοκρατίας.
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του στάθηκε στη λειτουργία των θεσμών, τονίζοντας ότι η δημοκρατία διαβρώνεται όταν το Κοινοβούλιο «υποβαθμίζεται», όταν οι εξεταστικές επιτροπές λειτουργούν «προσχηματικά ή παρελκυστικά» και όταν τα μέσα ενημέρωσης «χειραγωγούνται». Οι διαπιστώσεις του συμπύκνωσαν ένα ευρύτερο πρόβλημα θεσμικής αξιοπιστίας που, όπως τόνισε, απειλεί να παγιώσει μια κρίση απονομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος.

Λίγο αργότερα, ο Ευάγγελος Βενιζέλος θα εστιάσει στο ίδιο σημείο από άλλη γωνία, υπογραμμίζοντας ότι ο πολίτης «παρακολουθεί αυτές τις ημέρες τη δίκη για την υπόθεση των υποκλοπών», όπου «γίνονται εντυπωσιακές αποκαλύψεις» που δεν μπορεί να «εκκαθαρίσει» το συγκεκριμένο δικαστήριο. Επανέφερε έτσι στο προσκήνιο την πεποίθηση ότι η θεσμική διαχείριση της υπόθεσης παραμένει ανεπαρκής και ότι το ζήτημα της διαφάνειας παραμένει ανοιχτό. Με ακόμη πιο αιχμηρή διατύπωση προχώρησε στη συνολική αποτίμηση της δημοκρατικής κρίσης, λέγοντας ότι «κρίση της δημοκρατίας υπάρχει όταν η χώρα έχει καταστεί μη διακυβερνήσιμη».
Σχολίασε ακόμη ότι στις έρευνες κοινής γνώμης κυριαρχεί η αίσθηση της διαφθοράς και της έλλειψης εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς, περιγράφοντας μια κοινωνία «δηλητηριασμένη από αντιθεσμική τοξικότητα» και ένα πολιτικό σύστημα που αδυνατεί να παράγει πραγματική λογοδοσία, καταλήγοντας ότι «απαιτείται αναστήλωση των δημοκρατικών και δικαιοκρατικών θεσμών».
Κώστας Καραμανλής: «Απαξιώνεται η Βουλή στα μάτια των πολιτών όταν οι εξεταστικές επιτροπές λειτουργούν προσχηματικά ή παρελκυστικά»
Στην ομιλία του, ο Κώστας Καραμανλής ξεκίνησε επισημαίνοντας ότι τον συνδέει με τον Ευάγγελο Βενιζέλο «η πίστη στο δημοκρατικό πολίτευμα, στον πολιτισμένο διάλογο, στην παράθεση στέρεης επιχειρηματολογίας, η αγάπη για την πατρίδα, η αγάπη για τη Θεσσαλονίκη», χαρακτηρίζοντάς τον ως «πολιτικό που χαίρεσαι να τον έχεις ως συνομιλητή, είτε ως συμπαίκτη είτε ως αντίπαλο».
Υπενθύμισε ότι «συμπληρώθηκαν φέτος 51 χρόνια από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και 50 από την ψήφιση του Συντάγματος του 1975», δύο επιτεύγματα που φέρουν, όπως είπε, «τη σφραγίδα του Κωνσταντίνου Καραμανλή». Τόνισε ότι δεν αρκεί να διαπιστώνουμε την ύπαρξη της δημοκρατίας, αλλά «οφείλουμε να εξετάζουμε αν λειτουργεί όπως πρέπει», αν οι θεσμοί παραμένουν ανθεκτικοί, αν οι πολίτες εξακολουθούν να τους εμπιστεύονται, διότι «χωρίς εμπιστοσύνη καμία δημοκρατία δεν μπορεί να σταθεί όρθια».
Ο πρώην πρωθυπουργός αναφέρθηκε στη διευρυνόμενη αίσθηση στην κοινωνία ότι «οι θεσμοί δεν λειτουργούν με την πληρότητα που απαιτείται», ότι «το Κοινοβούλιο υποβαθμίζεται, η Δικαιοσύνη επηρεάζεται, τα ΜΜΕ χειραγωγούνται» και ότι «οι κυβερνήσεις δεν ακούν». Όταν αυτό παγιώνεται, είπε, οδηγούμαστε «σε κρίση απονομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος», καθώς «η δημοκρατία δοκιμάζεται και η ποιότητά της φθίνει». Παρατήρησε ότι τέτοια φαινόμενα είναι «υπαρκτά και συνεχώς ογκούμενα σε όλον τον κόσμο».

Στάθηκε εκτενώς στις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες της εποχής, μιλώντας για «στρεβλή παγκοσμιοποίηση», «ανώνυμες αγορές που υπερισχύουν πάσης πολιτικής προτεραιότητας» και τη «συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας». Περιέγραψε ως «νάρκες στα θεμέλια του δημοκρατικού πολιτεύματος» τη συσσώρευση πλούτου στους λίγους, την αποδυνάμωση της μεσαίας τάξης και τα «γκέτο των πλουσίων» που εμφανίζονται ως «εικόνες ενός κοντινού, δυστοπικού μέλλοντος».
Υποστήριξε ότι η ανατροπή του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου τα τελευταία χρόνια συνδέεται άμεσα με την άνοδο ακραίων πολιτικών φωνών, ενώ χαρακτήρισε «τοξικότητα στην έκφραση του πολιτικού λόγου» ως έναν ακόμη κίνδυνο για την ποιότητα της δημοκρατίας.
Στο σημείο αυτό, αναφέρθηκε ειδικά στο Κοινοβούλιο: «Το Κοινοβούλιο δεν είναι όργανο επικύρωσης των αποφάσεων», είπε, υπογραμμίζοντας ότι η υποβάθμιση του κοινοβουλευτικού ελέγχου αποτελεί «πλήγμα στην ποιότητα της δημοκρατίας». Με ιδιαίτερη έμφαση πρόσθεσε ότι «απαξιώνεται η Βουλή στα μάτια των πολιτών όταν οι εξεταστικές επιτροπές λειτουργούν προσχηματικά ή παρελκυστικά», αφήνοντας σαφέστατη αιχμή για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η εξεταστική επιτροπή για τον ΟΠΕΚΕΠΕ.
Οι αιχμές Καραμανλή για τις υποκλοπές
Ο Κώστας Καραμανλής αναφέρθηκε εκτενώς στο ζήτημα των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων, σημείο στο οποίο η τοποθέτησή του απέκτησε αυξημένο βάρος. Όπως είπε: «Η δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων δεν έπεισε ότι δόθηκαν απαντήσεις στα καίρια ερωτήματα που προέκυψαν αναφορικά με τη νομιμότητα, τη σκοπιμότητα, τους λόγους που έγιναν, τις κρίσεις που δόθηκαν, το περιεχόμενό τους».
Τόνισε ότι «για τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών, τα αναπάντητα ερωτήματα μένουν» και ρίχνουν «τη σκιά της αμφισβήτησης στην εύρυθμη λειτουργία της Δικαιοσύνης». Υπογράμμισε ακόμη πως «η ποιότητα της δημοκρατίας κινδυνεύει ήδη από τη στιγμή που η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης τεθεί υπό αμφισβήτηση».
Προχωρώντας, ο Καραμανλής μίλησε για «υποβάθμιση του δημόσιου λόγου», όπου «ο πολιτικός διάλογος διεξάγεται πια με όρους επικοινωνίας και θεάματος» και όπου «η επιχειρηματολογία έχει αντικατασταθεί από τη συνθηματολογία». Εξέφρασε ανησυχία για «τους κινδύνους παραπληροφόρησης, διασποράς fake news και τον ρόλο της προπαγάνδας» σε ένα περιβάλλον τεράστιων τεχνολογικών αλλαγών.
Σε μια αποστροφή-κατακλείδα για τον ρόλο των μέσων ενημέρωσης, σημείωσε: «Οι πολίτες χρειάζονται το φως σε όλα τα θέματα του δημοσίου ενδιαφέροντος. Καμιά σκοπιμότητα δεν είναι υπέρτερη. Η αποστολή του Τύπου δεν είναι να εξωραΐζει καταστάσεις, ούτε να λιβανίζει τις εξουσίες· είναι να τις ελέγχει με αυστηρότητα, όποιες κι αν είναι, όσο ψηλά κι αν βρίσκονται».
Ευαγγελος Βενιζέλος: Η χώρα δεν μπορεί να πορευθεί προς το μέλλον με ασύμμετρο πολιτικό σύστημα
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος άνοιξε την ομιλία του αναφερόμενος στη σχέση του με τον Κώστα Καραμανλή, υπογραμμίζοντας ότι «μας συνδέει η διάθεση αναστοχασμού, η σχέση που έχουμε με την Ιστορία και τώρα η μεταπολιτική». Τόνισε επίσης ότι τους ενώνει «η μακρά κοινή πορεία ως βουλευτών Θεσσαλονίκης» και το γεγονός ότι «ανήκουμε στη γενιά της Μεταπολίτευσης», μια γενιά που διαμόρφωσε και διαμορφώνεται από τη δημοκρατική πορεία της χώρας.
Προχωρώντας σε μια διεθνή αποτίμηση της δημοκρατίας, επισήμανε ότι «η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι ένα μειοψηφικό φαινόμενο στον δυτικό κόσμο». Μόλις «900 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν υπό συνθήκες δημοκρατίας», είπε, «περίπου το 1/10 του παγκόσμιου πληθυσμού», ενώ «τα 9/10 ζουν σε αυταρχικά ή ολοκληρωτικά καθεστώτα». Επικαλέστηκε τα στοιχεία του Ινστιτούτου V-Dem, σύμφωνα με τα οποία «υπάρχουν 88 δημοκρατίες, μόνον 29 φιλελεύθερες» και «59 εκλογικές», δηλαδή δημοκρατίες χωρίς επαρκείς εγγυήσεις κράτους δικαίου και δικαιωμάτων, ενώ «91 καθεστώτα είναι αυταρχικά, μερικά εκλογικά».
Ο Βενιζέλος σκιαγράφησε μια συνολική κρίση της νεωτερικότητας: «Η δημοκρατία είναι ιστορική κατάκτηση της νεωτερικότητας, η οποία τώρα δοκιμάζεται συνολικά ως ιστορική, αξιακή, θεσμική και γεωπολιτική οντότητα». Αναφέρθηκε στη «κρίση της Δύσης, την κρίση των ευρωαμερικανικών σχέσεων» και στη «σοβαρή απόκλιση» μεταξύ της ευρωπαϊκής και της αμερικανικής αντίληψης περί δημοκρατίας. «Η φιλελεύθερη δημοκρατία δοκιμάζεται σκληρά και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού», σημείωσε.
Στο πλαίσιο αυτό, μίλησε για το φαινόμενο της «δημοκρατικής κόπωσης» και για μια «δημοκρατία φοβική». «Κάθε φορά που διεξάγεται εκλογική αναμέτρηση στη Δύση, τρέμουν όλοι για τα αποτελέσματα», είπε, υπογραμμίζοντας ότι «μια δημοκρατία που φοβάται τις εκλογές είναι μια δημοκρατία αδρανοποιημένη». Εξήγησε ότι η δημοκρατία κινείται διαρκώς «μεταξύ συγκυρίας και Ιστορίας» και ότι η ανάγκη πλειοψηφίας ωθεί τον πολιτικό λόγο σε «απλουστευτικό, δημαγωγικό και λαϊκιστικό» ύφος. Παρέπεμψε επίσης στην υποχρέωση των δημοκρατιών να «ανέχονται και να συμπεριλαμβάνουν τους εχθρούς τους», με εξαίρεση τις οριακές περιπτώσεις όπου δικαστικά μέτρα αποκλεισμού κομμάτων είναι αναγκαία.

Ασκώντας κριτική στο σύγχρονο πολιτικό περιβάλλον, τόνισε πως «η Δημοκρατία υπονομεύεται όταν καλλιεργείται η αίσθηση ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις», με αποτέλεσμα να επιβάλλεται «μια δημοκρατική παθητικότητα». Περιέγραψε μια κοινωνία «δηλητηριασμένη από αντιθεσμική τοξικότητα» και από πράξεις υλικής ή συμβολικής βίας που αφήνουν τους πολίτες «αδιάφορους». Ανέφερε ότι, αντί για συμπεριληπτικό λόγο, κυριαρχεί «ένας τεχνητά συγκρουσιακός λόγος», πίσω από τον οποίο κρύβεται «η ανεπάρκεια των κρατούντων και της αντιπολίτευσης».
Παρουσίασε ως «θεμελιώδες πρόβλημα» της ευρωπαϊκής δημοκρατίας την «ρήξη του κοινωνικού συμβολαίου». Στρέφοντας τη συζήτηση στην Ελλάδα, υποστήριξε ότι η χώρα έχει δικά της, ιδιαίτερα βάρη, τα οποία «εκκινούν από τον τρόπο με τον οποίο διακηρύχθηκε το τέλος της οικονομικής κρίσης και η επιστροφή στην κανονικότητα». Κατά τον ίδιο, η «πραγματική κανονικότητα» προϋποθέτει νέο κοινωνικό συμβόλαιο, το οποίο μπορεί να υπάρξει «μόνο αν αρθούν οι ασυμμετρίες» που κυριαρχούν τόσο κοινωνικά όσο και πολιτικά.
Επισήμανε ότι η χώρα δεν μπορεί να πορευθεί «με ασύμμετρο πολιτικό σύστημα» που αντιμετωπίζει «με αμηχανία» την ανάγκη για «εθνικές και θεσμικές συναινέσεις» και για συνεργασίες που μπορεί να γίνουν αναγκαίες. Μίλησε μάλιστα για την «εξαντλημένη μονοκομματική εκδοχή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας», αναφερόμενος σε «αυτοδύναμη μονοκομματική κυβερνητική πλειοψηφία που έχει μετατραπεί σε μονοπωλιακή εξουσία χωρίς θεσμούς αντιρρόπησης και ουσιαστικές σύγχρονες εγγυήσεις διαφάνειας».
Σε ιδιαίτερα αιχμηρό τόνο, τόνισε ότι «δεν νοείται να κυριαρχεί στις έρευνες της κοινής γνώμης η αίσθηση της διαφθοράς και η κραυγαλέα έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς, συμπεριλαμβανομένης της Δικαιοσύνης». Υποστήριξε ότι «όλες οι εμβληματικές δικαστικές υποθέσεις εξελίσσονται με τρόπο που καλλιεργεί την κοινωνική πεποίθηση ότι κυριαρχούν η αδιαφάνεια και η συγκάλυψη».
Τι είπε για τις υποκλοπές ο Βενιζέλος και τον ΟΠΕΚΕΠΕ
Ιδιαίτερο βάρος έδωσε στην υπόθεση των υποκλοπών, σημειώνοντας ότι «ο πολίτης παρακολουθεί αυτές τις ημέρες να διεξάγεται στο ακροατήριο του Πλημμελειοδικείου η δίκη για την υπόθεση των υποκλοπών», όπου, όπως είπε, «γίνονται εντυπωσιακές αποκαλύψεις που δεν μπορούν να εκκαθαριστούν από το συγκεκριμένο δικαστήριο».
Ο Βενιζέλος αναφέρθηκε και στη λειτουργία της Βουλής, υπογραμμίζοντας ότι η πρόσφατη εξεταστική επιτροπή για τον ΟΠΕΚΕΠΕ «αποκαλύπτει το μέγεθος του σκανδάλου», αλλά πρόσθεσε ότι «η κοινή γνώμη δεν βλέπει με ποιον τρόπο, σε ποιους και πότε θα αποδοθούν οι ευθύνες». Έκανε σαφές ότι το χάσμα μεταξύ κοινοβουλευτικής διαδικασίας και κοινωνικής προσδοκίας ενισχύει την κρίση εμπιστοσύνης.
Καταλήγοντας, παρατήρησε: «Η δημοκρατία είναι πρωτίστως ένα σύστημα διακυβέρνησης. Κρίση της δημοκρατίας υπάρχει όταν η χώρα έχει καταστεί μη διακυβερνήσιμη».
Διευκρίνισε ότι αυτό «δεν σημαίνει ότι δεν έχει κυβέρνηση που διαθέτει κοινοβουλευτική πλειοψηφία», αλλά ότι υπάρχει ανάγκη «υπερβάσεων, ρήξεων και συναινέσεων».
Έκλεισε με μια επιτακτική διατύπωση: «Απαιτείται αναστήλωση των δημοκρατικών και δικαιοκρατικών θεσμών».






