Για περισσότερα από δέκα χρόνια, οι ελληνογερμανικές σχέσεις βρέθηκαν στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου στην Ελλάδα — και όχι πάντα για καλούς λόγους. Η οικονομική κρίση, οι πολιτικές λιτότητας και τα ιστορικά κατάλοιπα της Κατοχής αναζωπύρωσαν εντάσεις, προκαλώντας κύματα δυσπιστίας, αλλά και έντονες εθνικές αφηγήσεις. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, πραγματοποιήθηκαν πολυάριθμες έρευνες που αποτύπωναν το πώς βλέπουν οι Έλληνες τη Γερμανία και τον ρόλο της στην Ευρώπη.
Το αντίστροφο ερώτημα, ωστόσο — πώς βλέπουν οι Γερμανοί την Ελλάδα; — έμενε για χρόνια αναπάντητο. Μέχρι σήμερα.
Μια νέα μελέτη του Ιδρύματος Friedrich Ebert στην Αθήνα έρχεται να καλύψει αυτό το σημαντικό κενό. Στόχος της μελέτης, όπως τονίζουν οι συντελεστές της, είναι να φωτίσει τη “σιωπηλή πλευρά” των διμερών σχέσεων — αυτή που διαμορφώνεται όχι μέσα από τις δηλώσεις πολιτικών ή τα πρωτοσέλιδα εφημερίδων, αλλά μέσα από τις προσωπικές εμπειρίες, τα ταξίδια, την πολιτισμική επαφή και, συχνά, τα στερεότυπα.
«Υπάρχει ασυμμετρία στη μελέτη της κοινής γνώμης για τις γερμανοελληνικές σχέσεις. Ενώ γνωρίζουμε αρκετά για το πώς οι Έλληνες βλέπουν τη Γερμανία, γνωρίζουμε ελάχιστα για την αντίληψη των Γερμανών για την Ελλάδα — πέρα από αποσπασματικές, συχνά αρνητικές, εικόνες στα ΜΜΕ την περίοδο της κρίσης. Η μελέτη αυτή στοχεύει να καλύψει αυτό το κενό» αναφέρει η διευθύντρια του FES Αθήνας, Regine Schubert.
Πρόκειται για την πρώτη αντιπροσωπευτική δημοσκόπηση στη Γερμανία με αντικείμενο την εικόνα της Ελλάδας στη γερμανική κοινή γνώμη. Η έρευνα διεξήχθη από την Kapa Research μεταξύ 6 και 17 Μαρτίου 2025, σε δείγμα 1.002 ατόμων, με γεωγραφική και κοινωνική αντιπροσωπευτικότητα.
Τουριστική καρτ ποστάλ: Πώς βλέπουν οι Γερμανοί την Ελλάδα
Όπως καταδεικνύει η έρευνα, η Ελλάδα, μέσα από τα μάτια των περισσότερων Γερμανών, είναι σαν μια εικόνα βγαλμένη από τουριστική καρτ ποστάλ. Ήλιος, θάλασσα, νόστιμο φαγητό, καλοσυνάτοι άνθρωποι.
Οι πρώτες λέξεις που έρχονται στο μυαλό των μισών Γερμανών (48%) όταν σκέφτονται την Ελλάδα είναι «θάλασσα, ήλιος, ζεστός καιρός». Σχεδόν ένας στους τρεις συσχετίζει την Ελλάδα με την ελληνική κουζίνα (31%), τους φιλόξενους ανθρώπους και την ομορφιά της χώρας (27%).
Οι όροι «ιστορία», «πολιτισμός», «μυθολογία» εμφανίζονται μεν, αλλά σε σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά (15%), ενώ λέξεις όπως «κρίση», «φτώχεια», «πτωχεύσεις» περιορίζονται μόλις στο 2%, δηλαδή βρίσκονται σχεδόν στο περιθώριο της συλλογικής μνήμης των Γερμανών. Το ίδιο ισχύει και για πολιτικούς ή κοινωνικούς συνειρμούς. Η Ελλάδα, με λίγα λόγια, προσλαμβάνεται πάνω και πέρα απ’ όλα ως ένας ιδανικός τόπος διακοπών.
Θετική εικόνα για την Ελλάδα
Αυτό το εύρημα ενισχύεται και από τη γενική εικόνα που δηλώνουν ότι έχουν οι ερωτώμενοι για τη χώρα: 66% των Γερμανών λένε ότι έχουν «πολύ θετική» ή «θετική γνώμη» για την Ελλάδα, ενώ μόλις 8% δηλώνουν αρνητική ή πολύ αρνητική στάση. Οι άνδρες είναι ελαφρώς πιο θετικοί από τις γυναίκες (68% έναντι 63%) και οι νέοι κάτω των 34 ετών είναι το πιο ενθουσιώδες ηλικιακό κοινό. Ταυτόχρονα, 60% δηλώνουν ότι αξιολογούν ως «καλές» ή «πολύ καλές» τις διμερείς σχέσεις Ελλάδας-Γερμανίας.
Όπως μας αναφέρει ο κ. Ρόναλντ Μαϊνάρντους, συντονιστής ερευνητικών προγραμμάτων για τις ελληνογερμανικές σχέσεις στο ΕΛΙΑΜΕΠ (ELIAMEP), που συνέγραψε την έρευνα «καθώς και εγώ ο ίδιος έχω θετική —όχι απλώς θετική, αλλά εξαιρετικά θετική— εικόνα για την Ελλάδα, μπορώ να καταλάβω απόλυτα γιατί πολλοί άνθρωποι που ζουν στη Γερμανία διατηρούν επίσης καλή γνώμη. Όταν επισκέπτεται κανείς την Ελλάδα ως τουρίστας με γεμάτο πορτοφόλι, δύσκολα μπορεί να βρει καλύτερη χώρα. Η θετική αυτή εικόνα, ωστόσο, μπορεί γρήγορα να σχετικοποιηθεί, αν έρθει κανείς αντιμέτωπος με τις πραγματικότητες του ελληνικού κοινωνικού κράτους ή της γραφειοκρατίας. Όμως αυτή η πραγματικότητα παραμένει, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, άγνωστη στους τουρίστες».
Η εντύπωση που προκύπτει είναι ξεκάθαρη: οι περισσότεροι Γερμανοί βλέπουν την Ελλάδα θετικά μέσα από τον φακό του τουρισμού. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στη μελέτη από τον Ronald Meinardus, «η Ελλάδα είναι πάνω απ’ όλα ένας τόπος επιθυμίας – το μέρος όπου οι Γερμανοί θέλουν να περάσουν τις πιο πολύτιμες ημέρες του χρόνου τους».
Η επικρατούσα αυτή εικόνα έχει και ένα δεύτερο επίπεδο. Δεν βασίζεται τόσο στην ενημέρωση, την πολιτική ή τις ιστορικές γνώσεις, όσο σε προσωπικές, συχνά αισθητηριακές εμπειρίες. Γεύσεις, ήλιος, φιλοξενία. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο ένα μικρό ποσοστό των ερωτηθέντων κάνει λόγο για την Ελλάδα του μνημονίου, της ανεργίας ή των πολιτικών κρίσεων. Όλα αυτά, τουλάχιστον για την πλειοψηφία, ανήκουν στο παρελθόν ή έχουν σβηστεί.
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της έρευνας, η κ.Schubert, τονίζει: «Η εικόνα της Ελλάδας στη Γερμανία σήμερα είναι κυρίως θετική και απλοποιημένη – κυριαρχεί η αντίληψη της χώρας ως τουριστικού παραδείσου. Πολιτικά ζητήματα, όπως η οικονομική κρίση ή και η κοινή ιστορία των δύο χωρών σπάνια μόνο απασχολούν πια τη γερμανική κοινή γνώμη. Το παρελθόν φαίνεται να παραμερίζεται ή και να αποσιωπάται, γεγονός που επηρεάζει καθοριστικά τον τρόπο με τον οποίο οι Γερμανοί βλέπουν την Ελλάδα».
Από την πλευρά του, ο Πρέσβης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην Ελλάδα, Αντρέας Κιντλ, αναφέρει στο ΒΗΜΑ: «Χαίρομαι ιδιαίτερα που διακρίνω μέσα από αυτήν τη νέα έρευνα ότι οι συμπατριώτες μου βλέπουν τους Έλληνες και την Ελλάδα τόσο θετικά και όχι μόνο ως έναν όμορφο και φιλόξενο προορισμό διακοπών αλλά και ως ένα φυσικό και σταθερό εταίρο στην ΕΕ».
Όσοι επισκέπτονται την Ελλάδα την βλέπουν θετικά
Αν υπάρχει βέβαια ένας παράγοντας που αποδεικνύεται απολύτως καθοριστικός για τη θετική εικόνα των Γερμανών για την Ελλάδα, αυτός είναι το ίδιο το ταξίδι σε αυτήν. Το 88% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι η προσωπική εμπειρία είναι απαραίτητη για να σχηματίσει κανείς άποψη για μια χώρα. Και σχεδόν οι μισοί από αυτούς (46%) έχουν ήδη επισκεφθεί την Ελλάδα τουλάχιστον μία φορά.
Το εντυπωσιακό όμως δεν είναι μόνο το ποσοστό των επισκεπτών, αλλά το πόσο έντονα θετικές είναι οι εντυπώσεις τους: το 89% όσων έχουν ταξιδέψει δηλώνουν ότι επέστρεψαν με πολύ θετική (51%) ή θετική (38%) εικόνα για τη χώρα. Πρόκειται για ένα από τα υψηλότερα ποσοστά «τουριστικής συμπάθειας» στην Ευρώπη.
Όταν ερωτώνται για τους λόγους που τους ώθησαν να επισκεφθούν την Ελλάδα, οι Γερμανοί απαντούν σε συντριπτικά ποσοστά με το ίδιο μοτίβο:
- 75% επιλέγουν την Ελλάδα για τον καιρό
- 61% για τη φιλοξενία
- 53% για τη γαστρονομία
Σημαντικό ρόλο παίζει και η σχέση ποιότητας-τιμής, κυρίως για τους νεότερους. Οι μεγαλύτερες ηλικίες εστιάζουν στο κλίμα, οι νεότερες στο κόστος.
Η παράδοση του φιλελληνισμού στη Γερμανία
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η έρευνα αναδεικνύει και κάτι δυσκολότερα μετρήσιμο αλλά βαθιά συμβολικό: την παράδοση του φιλελληνισμού στη Γερμανία. Το 36% των ερωτηθέντων δηλώνουν ότι ταυτίζονται με την έννοια της φιλελληνικής στάσης — ποσοστό που ανεβαίνει στο 44% μεταξύ των νέων κάτω των 34 ετών. Η φιλική στάση απέναντι στην Ελλάδα φαίνεται να μην ανήκει πια αποκλειστικά στο παρελθόν του Γκαίτε, αλλά να ανανεώνεται μέσω εμπειριών, όπως το φαγητό, οι διακοπές και η απευθείας επαφή με τους ανθρώπους.
Η Ελλάδα, μέσα από αυτή τη ματιά, γίνεται ένα θετικό βίωμα που λειτουργεί όχι μόνο ως ανάμνηση, αλλά και ως κώδικας πολιτισμικής αναγνώρισης. Ένας χώρος οικειότητας, αλλά χωρίς απαιτήσεις κατανόησης του βάθους πολιτικά και πολιτισμικά.
Γαστροδιπλωματία: Οι ελληνικές ταβέρνες στη Γερμανία
Αν το καλοκαίρι στην Ελλάδα είναι η πρώτη εικόνα που σχηματίζουν οι Γερμανοί, τότε η δεύτερη —και πιο σταθερή— έρχεται μέσα από ένα ποτήρι ούζο, μια μερίδα μουσακά ή την συναναστροφή με έναν Έλληνα σε ελληνική ταβέρνα στη Γερμανία. Σύμφωνα με την έρευνα, το 58% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι η σημαντικότερη επαφή που έχει με την Ελλάδα είναι μέσω των ελληνικών εστιατορίων στη Γερμανία.
Η λεγόμενη γαστροδιπλωματία, δηλαδή η καλλιέργεια πολιτισμικής κατανόησης μέσω της κουζίνας, λειτουργεί εδώ όχι ως οργανωμένη στρατηγική του ελληνικού κράτους, αλλά ως αποτέλεσμα της δράσης της διασποράς. Με περίπου 3.300 ελληνικά εστιατόρια σε όλη τη Γερμανία, η ελληνική κουζίνα έχει εδραιωθεί όχι μόνο ως εναλλακτική, αλλά ως σταθερή επιλογή φαγητού για εκατομμύρια Γερμανούς πολίτες.
Αυτές οι καθημερινές επαφές δεν είναι απλώς εμπορικές. Ο ιδιοκτήτης, ο σερβιτόρος, η διακόσμηση με εικόνες από νησιά και αρχαία μνημεία — όλα αυτά λειτουργούν ως σύμβολα πολιτισμικής αφήγησης
Όπως αναφέρει ο κ .Μαϊνάρντους, «η ελληνική διασπορά —μιλάμε για μισό εκατομμύριο ανθρώπους— είναι πολύ καλά ενσωματωμένη στη Γερμανία, τόσο καλά που γίνεται λόγος ακόμη και για μια «αόρατη μειονότητα». Οι πολυάριθμοι αυτοί Έλληνες ασκούν, φυσικά, θετική επιρροή στην καθημερινή ζωή». Τα στοιχεία, άλλωστε, το επιβεβαιώνουν: το 72% των Γερμανών δηλώνει ότι η ελληνική κοινότητα είναι «καλά ή πολύ καλά ενταγμένη», ενώ μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης υποστηρίζει την πολιτική της ενεργότερης συμμετοχής των Ελλήνων μεταναστών στη δημόσια ζωή της Γερμανίας.
Η οικονομική κρίση αποτελεί παρελθόν
Επιπλέον, η εικόνα της Ελλάδας στα γερμανικά ΜΜΕ έχει ουσιαστικά «αποφορτιστεί» από την ένταση της προηγούμενης δεκαετίας. Κατά την περίοδο της κρίσης, ειδικά μεταξύ 2010 και 2015, η Ελλάδα συχνά εμφανιζόταν σε πρωτοσέλιδα γεμάτα με αρνητικά στερεότυπα: διαφθορά, τεμπελιά, πολιτική αστάθεια. Δύσκολα μπορείς κανείς να ξεχάσει το περίφημο πρωτοσέλιδο του Focus που απεικόνιζε τη Νίκη της Σαμοθράκης να σηκώνει το μεσαίο δάχτυλο και να τιτλοφορείται «Απατεώνες στην οικογένεια του ευρώ».
Εκείνη η ρητορική φαίνεται σήμερα να έχει υποχωρήσει θεαματικά — και μαζί της και η μνήμη της κρίσης.
Μόλις το 2% των Γερμανών αναφέρει αυθόρμητα τη λέξη «κρίση» όταν σκέφτεται την Ελλάδα, σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας. Ακόμη και πολιτικές συζητήσεις όπως η προσφυγική κρίση, οι ελληνοτουρκικές εντάσεις ή η οικονομική ανάκαμψη απουσιάζουν από την καθημερινή ειδησεογραφία.
Η αξιοσημείωτη απουσία των πολιτικών αναφορών
Η υπεροχή των θετικών συνειρμών για την Ελλάδα στη γερμανική κοινή γνώμη, όσο ενθαρρυντική κι αν φαίνεται, συνοδεύεται από μια σημαντική απουσία: τη σχεδόν πλήρη απουσία της σύγχρονης πολιτικής, κοινωνικής και ιστορικής διάστασης της χώρας.
Η Ελλάδα δεν προσλαμβάνεται ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με στρατηγικό ρόλο, ούτε χώρα με μεταναστευτικές ροές, κοινωνικές εντάσεις ή διεθνείς συγκρούσεις. Κυριαρχεί η εικόνα των θερινών διακοπών. Κάτι «ευχάριστο διαφορετικό» — μια εναλλακτική στην αστική καθημερινότητα της βόρειας Ευρώπης.
Η έρευνα καταγράφει, έμμεσα, αυτή την τάση αποπολιτικοποιημένης πρόσληψης της χώρας. Πρόκειται για μια εικόνα επιλεκτικής ανάγνωσης: η Ελλάδα προσλαμβάνεται ως ήλιος, φαγητό και αρχαία μνημεία. Η σύγχρονη Ελλάδα — με τις προκλήσεις της δημοκρατίας, τις γεωπολιτικές εντάσεις με την Τουρκία, τις πληγές της κρίσης ή τα θέματα μεταρρύθμισης — δεν εμφανίζεται σημαντικά στην πρόσληψη των Γερμανών.
Τι σημαίνει μονόπλευρη πρόσληψη;
Αν μια χώρα είναι εξαιρετικά δημοφιλής, αλλά μόνο ως τουριστικός προορισμός, τότε περιορίζεται και ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να επηρεάσει πολιτικά ή πολιτισμικά την εικόνα της στην Ευρώπη. Η μακροχρόνια εμπειρία του “φιλελληνισμού” μετατρέπεται σε συμπάθεια χωρίς περιεχόμενο. Η χώρα γίνεται οικεία, αλλά όχι κατανοητή.
Και ενώ η εικόνα της Ελλάδας στους Γερμανούς έχει «καθαρίσει» από τα βαρίδια της δεκαετίας της κρίσης, στην ελληνική πλευρά, η μνήμη είναι πιο επίμονη. Στις προηγούμενες έρευνες της FES για την εικόνα της Γερμανίας στην Ελλάδα, τα ποσοστά αρνητικής στάσης παραμένουν υψηλά: από τα πολεμικά αιτήματα για αποζημιώσεις μέχρι την κριτική για την πολιτική λιτότητας, η γερμανική εικόνα στην ελληνική κοινωνία φέρει σε σημαντικό βαθμό ακόμη φορτία.
Ποια Ελλάδα θέλουμε να προβάλουμε;
Η θετική εικόνα της Ελλάδας στη γερμανική κοινή γνώμη, όπως αποτυπώνεται στην έρευνα της Friedrich-Ebert-Stiftung, είναι μια πολύτιμη πολιτισμική “προίκα”. Σε μια εποχή που η δημόσια εικόνα των χωρών αμφισβητείται και επαναδιαπραγματεύεται διαρκώς, το να απολαμβάνει η Ελλάδα τόσο υψηλά ποσοστά συμπάθειας είναι ασφαλώς ένα σημαντικό κεφάλαιο εξωτερικής πολιτικής — έστω και ανεπίσημο.
Όμως κάθε κεφάλαιο χρειάζεται στρατηγική αξιοποίηση. Η ερώτηση που τίθεται πλέον δεν είναι μόνο πώς μας βλέπουν, αλλά και πώς θέλουμε να μας βλέπουν. Θέλουμε να παραμείνουμε η χώρα της χαλαρότητας, της ευχάριστης γεύσης, του αιγαιοπελαγίτικου καρτ-ποσταλικού φωτός; Ή θέλουμε να προβάλλεται παράλληλα και μια Ελλάδα που σκέφτεται, που συζητά, που μετέχει — και που διεκδικεί τον ρόλο της στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι;