Ας ξεκινήσουμε από μια -θλιβερή- παραδοχή: Το Λύκειο δεν έχει σήμερα καμία μορφωτική αξία.

Αποτελεί μια εκπαιδευτική βαθμίδα που αναλώνεται στην απομνημόνευση κειμένων ή την επίλυση «sos» ασκήσεων, με το βλέμμα στις πανελλαδικές εξετάσεις που ολοκληρώνουν την πορεία ενός νέου ή νέας προς την μεταλυκειακή του εκπαίδευση.

Το ίδιο το σχολείο έχει παραδεχτεί την αδυναμία του να προετοιμάσει τους υποψήφιους για το είδος των εξετάσεων που το κράτος ζητάει, με τους λειτουργούς του να αναλώνονται συχνά σε μια γρήγορη ανάγνωση των κεφαλαίων του σχολικού βιβλίου για να καλύψουν όλη την (τεράστια) διδακτέα και εξεταστέα ύλη, και την σκέψη στην γενική αρχή «έλα μωρέ, ας μην επιμείνω, θα το κάνουν στο φροντιστήριο»…

Ούτε καν το υπουργείο Παιδείας εμπιστεύεται τους εκπαιδευτικούς του και το σύστημα διδασκαλίας στα σχολεία, οργανώνοντας ψηφιακά κρατικά …φροντιστήρια ως αντίβαρο των φροντιστηρίων εκτός σχολείου.

Το ερώτημα «μα γιατί να απαιτούνται τόσα φροντιστήρια» δεν έχει απασχολήσει κανέναν ποτέ. Αντιθέτως, υπουργοί έχουν παραδεχτεί στο παρελθόν ότι «τα φροντιστήρια τα χρειαζόμαστε».

Υπο κανονικές συνθήκες δε, φαίνεται ότι εκείνο που δεν χρειαζόμαστε τελικά, είναι το ίδιο το σχολείο…

Για πολλούς μάλιστα, ολόκληρη η Γ Λυκείου, θεωρείται  χαμένος χρόνος.

Το φανερώνουν οι άδειες αίθουσες στα σχολεία μετά τις διακοπές του Πάσχα.  Οι περισσότεροι μαθητές και μαθήτριες έχουν κρατήσει για εκείνη την περίοδο όλες τις επιτρεπόμενες απουσίες τους, για να μην πηγαίνουν σχολείο και να διαβάσουν με την ησυχία τους στα φροντιστήρια τους πριν τις πανελλαδικές εξετάσεις.

Ο κάθε πολίτης (μπορεί, δεν μπορεί) έχει αγοράσει από ένα σχολείο ιδιωτικά (όλα τα μαθήματα σχεδόν γίνονται στα φροντιστήρια) και πορεύεται ατομικά.

Έχει αναρωτηθεί κανείς πως πραγματικά κατάντησε έτσι το δημόσιο σχολείο; Και πότε άρχισε η απαξίωση του και η πτώση του;

Αν δεν κινδυνεύαμε να θεωρηθεί ως πολιτικό σχόλιο, θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε την χρονική έναρξη της μορφωτικής «καθόδου» στην δεκαετία του 1980.

Τα επόμενα (πολλά) χρόνια, το ένα λάθος, φαίνεται ότι ακολουθούνταν από ένα άλλο, μέχρι που φτάσαμε στο σημείο να μην μπορούμε καν να διακρίνουμε την αφετηρία.

Μεγάλο μέρος αυτών των λαθών οφειλόταν στο ότι οι κατά καιρούς πολιτικοί υπεύθυνοι του τομέα της παιδείας ενδιαφέρονταν κατά κύριο λόγο για το πολιτικό τους brand και δευτερευόντως για την παιδεία.

Άλλο μέρος των λαθών (εδώ θα ψέξουμε το πεπρωμένο), έπεφτε στις αντίθετες ιδεολογικές κατευθύνσεις των κυβερνήσεων που έφερνε η κάθε περίοδος στο «τιμόνι» της χώρας, οι οποίες και κάθε φορά έπαιρναν στροφή 360 μοιρών, απαντώντας η μια στις πολιτικές επιλογές της άλλης και αδιαφορώντας για μια στοιχειώδη συναίνεση που θα ωφελούσε τους μαθητές και τις μαθήτριες.

Στο σήμερα: Η ανυπαρξία και ανυποληψία της βαθμίδας του Λυκείου και η κοινωνία της αναξιοπιστίας στην οποία ζούμε έχει οδηγήσει στο να θεωρούμε ένα σύστημα αδιάβλητο, σημαντικότερο από ένα σύστημα δίκαιο.

Το αδιάβλητο αυτό σύστημα όμως, βασίζεται σε ένα άγριο μοντέλο εξέτασης 3 ωρών, που συνθλίβει υποψηφίους και οικογένειες.

Αρκεί εδώ να σημειώσουμε ότι πρόσφατα εκπαιδευτικός παράγοντας δέχτηκε το τηλεφώνημα εκπροσώπου επιστημονικής ένωσης της χώρας ο οποίος σχολίαζε ότι καθηγητής που είχε μπει στην εξεταστική επιτροπή σημαντικού μαθήματος διαφήμιζε σε συναδέλφους του το  πόσο δύσκολα και σκληρά θέματα πρέπει να επιλεγούν…

Λάθος πρώτο: Ένας αδιάβλητος εξεταστικός φορέας σε μια κοινωνία που υπολήπτεται τις εξετάσεις αλλά είναι επιρρεπής στις πελατειακές σχέσεις, δεν πρέπει να βασίζεται πλέον τόσο σε μη αξιολογημένους (με ψυχολογικά τεστ ή επιστημονικά έγκυρα κριτήρια) εξεταστές.

Η τεχνολογία, ευτυχώς εδώ, έχει δώσει λύσεις: Ερωτήσεις «πολλαπλών θεμάτων» ή ηλεκτρονική βαθμολόγηση μέσω μιας σωστά οργανωμένης «Τράπεζας θεμάτων» (κάτι που στο παρελθόν δεν έγινε, αλλά είναι καιρός να διορθώσουμε τα λάθη μας και να την τροφοδοτήσουμε με σωστά, διαβαθμισμένης δυσκολίας, θέματα).

Λάθος δεύτερο: Στο δρόμο για το Εθνικό Απολυτήριο στόχος δεν είναι να γεμίσουμε το Λύκειο με εθνικές εξετάσεις (και στην Α’, και στη Β΄ και την Γ τάξη του) και στο τέλος να έχουμε και πανελλαδικές εξετάσεις με διαφορετικά ποσοστά βαρύτητας.

Κάποιο πρόβλημα υπάρχει εδώ.

Τους είχαμε ήδη τρελάνει τους νέους, να μην τους τρελάνουμε περισσότερο. Ναι, να λαμβάνονται στο δρόμο για το Εθνικό Απολυτήριο υπόψιν οι βαθμοί όλων των τάξεων του Λυκείου όπως έχουμε γράψει συχνά, αλλά χωρίς πίεση και συνεχείς εξεταστικές διαδικασίες (που θα ενισχύσουν την στρέβλωση των φροντιστηρίων), αλλά με απλή καταγραφή βασικών δεξιοτήτων και καλλιέργεια κυρίως της συνεργασίας και τις ομαδικής δουλειάς.

Πρέπει να ανταγωνιζόμαστε τον εαυτό μας, όχι τους άλλους όπως λέει συχνά ο πολύπειρος ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου Θεοδόσης Π. Τάσιος.

Λάθος τρίτο: Αλλαγή των εξεταζόμενων μαθημάτων. Γιατί ένας π.χ. υποψήφιος για τον τομέα της Ψυχολογίας πρέπει να διαβάζει Αρχαία και Λατινικά για τις πανελλαδικές εξετάσεις; Όσον αφορά τα Λατινικά δε και οι Νομικοί οι ίδιοι δηλώνουν ότι δεν τα πολυχρησιμοποιούν.

Τώρα, τα συμφέροντα συγκεκριμένων συντεχνιών εκπαιδευτικών που έχουν επιβάλει στην πορεία των χρόνων την εξέταση του ενός ή του άλλου μαθήματος σε άσχετες με αυτό επιστημονικές κατευθύνσεις, μπορεί να ενδιαφέρουν τους εκάστοτε πολιτικούς (για να μην αρχίσει να «τρίζει» η θέση τους) αλλά δεν ενδιαφέρουν καθόλου τους μαθητές και τις μαθήτριες για τους οποίους υπάρχουν τα σχολεία και τα πανεπιστήμια.

Γιατί να μην δούμε εδώ το επιτυχημένο παράδειγμα άλλων χωρών; Εξετάσεις όλων των υποψηφίων σε δυο μόνο μαθήματα: Γλώσσα και Μαθηματικά. Και συγκεκριμενοποίηση ανα επιστημονική κατεύθυνση με 2 ακόμη  μαθήματα ειδίκευσης την εξέταση των οποίων θα ζητάει η κάθε Σχολή.

Να θυμίσω εδώ (μια ακόμη φορά) την πρόταση που είχε κάνει προ πολλών ετών ο καθηγητής Γιώργος Μπαμπινιώτης σχετικά με την σωστή λειτουργία του Εθνικού Οργανισμού Εξετάσεων, στον οποίο κάθε υποψήφιος θα μπορεί να απευθύνεται όποτε επιθυμεί για να δώσει εξετάσεις και να επιτύχει τους βαθμούς που θέλει. Σύμφωνα με αυτήν την  πρόταση, η κάθε πανεπιστημιακή Σχολή θα καθορίζει μόνη της τα κριτήρια που κρίνει ότι ανταποκρίνονται στα προγράμματά της.

Για παράδειγμα, η Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών θα μπορεί να θέσει ως κριτήριο επιλογής των φοιτητών της το να έχουν συγκεντρώσει συγκεκριμένη βαθμολογία σε ένα ή δυο βασικά μαθήματα που αφορούν τα προγράμματά της.

Ο κάθε υποψήφιος θα προσφεύγει στο εξεταστικό αυτό κέντρο– θα λειτουργεί υπό την εποπτεία του υπουργείου Παιδείας- και θα δίνει εξετάσεις όσες φορές θέλει προκειμένου να συγκεντρώσει τους βαθμούς που απαιτούνται για να εγγραφεί στη Σχολή της επιλογής του. Όταν θα τους συγκεντρώσει, θα έχει το δικαίωμα να εγγραφεί και να παρακολουθήσει κανονικά τα προγράμματά της.

Την πρόταση αυτή όταν την συζητήσαμε με εκπροσώπους του υπουργείου Παιδείας ή των αρμοδίων επιτροπών, η απάντηση δεν ήταν «δεν είναι δίκαιη».

Η απάντηση ήταν «είναι πολύ ακριβή…»

Μια άλλη πρόταση που έχει συζητηθεί είναι το σύστημα άλλων ευρωπαϊκών χωρών, δηλαδή η ελεύθερη πρόσβαση στα πανεπιστήμια για όσους κατέχουν ένα ισχυρό Ακαδημαϊκό Απολυτήριο (αυτό που συζητάμε δηλαδή), για την απόκτηση του οποίου απαιτούνται γραπτές και προφορικές μέθοδοι αξιολόγησης μέσα στο σχολείο στο τέλος της βαθμίδας. Χωρίς καμιά άλλη μορφή πανελλαδικών εξετάσεων στην συνέχεια.

Ο στόχος λοιπόν δεν είναι να βάλουμε πιο πολλές εξετάσεις στο Λύκειο.

Στόχος είναι να αποκόψουμε το Λύκειο από την ιδέα των εθνικών εξετάσεων.

Για να επιστρέψει η μορφωτική του αξία.

Και παράλληλα να δώσουμε λιγότερη εξεταστέα ύλη, λιγότερα άχρηστα μαθήματα, περισσότερες δράσεις που θα καλλιεργούν την κοινωνική και πολιτειακή υπόσταση των νέων και παράλληλα καθηγητές που θα έχουν κίνητρα να κάνουν καλά τη δουλειά τους.

Και ας προετοιμάζονται κάποιοι ιδιωτικά αν θέλουν. Ας μην είναι όμως αυτό ο καθολικός κανόνας για όλους.

Πριν από 40 ή 50 χρόνια με το Απολυτήριο του Λυκείου έμπαινες σε τράπεζες, έπιανες σοβαρές θέσεις, είχες μια στοιχειώδη θέση στην κοινωνία.

Σήμερα σε κοιτούν με οίκτο.

Είναι αυτό πρόβλημα του σχολείου ή τους κοινωνίας;

Ας χτίσουμε ένα Εθνικό Απολυτήριο με σωστά βήματα.