ΑΠΟΥΣΙΑ: Κάθε γλωσσικό επεισόδιο που φέρνει στο προσκήνιο την απουσία του αγαπημένου αντικειμένου -όποια κι αν είναι η αιτία και η διάρκεια αυτής της απουσίας- και τείνει να προσδώσει στην απουσία τη μορφή εγκατάλειψης.
Τα λόγια αυτά του Ρολάν Μπαρτ από τη δεύτερη ενότητα των Αποσπασμάτων του ερωτικού λόγου υπό τον τίτλο «Ο απών», αφιερώνω στον άνθρωπο που τα μετάφρασε σε εποχές εντελώς άλλες από τη σημερινή. Ο απών είναι ο Βασίλης και η απουσία του, για όσους τον συναναστραφήκαμε, είναι μορφή εγκατάλειψης.
Είναι συγχρόνως η εγκατάλειψη, που αισθάνομαι τουλάχιστον εγώ, μιας εποχής που ανέδειξε ανθρώπους σα τον Βασίλη και τον Λευτέρη, που μαζί ξεκίνησαν μια πορεία πνευματική στο θέατρο. «Ανήκουστη κατάσταση», λέει ο Μπαρτ, «Ο άλλος να είναι απών ως παραπομπή, παρών ως προσφωνούμενος». Ό,τι προκύπτει από μια τέτοια εμπλοκή είναι «ένα είδος αφόρητου παρόντος».
Αυτός ο άνθρωπος, που έφυγε γυμνός στην εντατική του Ευαγγελισμού, υπήρξε γυμνός σε όλη του τη ζωή στο ενοικιαζόμενο του Παγκρατίου, χωρίς έπιπλα, με την τεράστια βιβλιοθήκη και τον Αριστοτέλη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοφάνη δεμένους (με τη σφραγίδα «βιβλιοπωλείον Γεωργιάδου εν Τραπεζούντι, 1840»).
Τους κουβαλούσε στο μπαούλο της προσφυγιάς ο ιερέας πάππος του. Ηθοποιός έγινε γιατί δεν μπορούσε να γίνει πολιτικός και σκηνοθέτης, επειδή δεν μπορούσε να γίνει συγγραφέας, έλεγε σε μια συνέντευξή του στη Lifo (08-10-2018). Ήταν όμως και τα τέσσερα, όπως απέδειξε με τα δύο θεατρικά πολιτικά του κείμενα Σιχτίρ Ευρώ και Relax…Mynotis!, που είχαν μεγάλη επιτυχία στο Θέατρο Τέχνης στη Φρυνίχου.

Ο Βασίλης Παπαβασιλείου στα παιδικά του χρόνια μαζί με τον παππού του και την οικογένειά του
Στο βίντεο που ακολουθεί, σε μια συζήτηση που κάναμε στο τρένο, ο Βασίλης μου μίλαγε για τις λινάτσες, ότι η Ελλάδα είναι η χώρα που τα κτίρια και οι άνθρωποι αναμένουν την απόσυρση της λινάτσας για να δείξουν την ασχήμια τους. Σε αυτές τις παραδοξολογίες στα κείμενά του, στα άρθρα του και τις εκπομπές του παραμένω έκπληκτος, ανίκανος να αποβάλω τις ορθότητες του πάλαι ποτέ καθηγητή και να οδηγηθώ σε αυτό που έγινα εντέλει.
Ο Βασίλης, ο «μεγάλος απατεών της ανθρωπότητας», όπως γράφει ο Νίτσε, γνώστης της Κομέντια, λάτρης του Γκολντόνι και θαυμαστής του Ντε Φιλίππο, μάταια προσπάθησε να αποσυντονίσει την περιρρέουσα σοβαρότητα των ηλιθίων που μας περιβάλλουν. Τον έφαγε το πείσμα του δαίμονα και η υλικότητα της σκέψης του Αρτώ.
«Μου αρέσει που ζούμε την καταστροφή. Δεν μπορώ να φανταστώ μεγαλύτερη τύχη από τη συνάντηση με τη διάλυση και ότι αυτή η συνάντηση θα σηματοδοτούσε για μένα μια περίοδο δημιουργικής εργασίας με αυτά τα χαρακτηριστικά». Ό,τι λοιπόν τον γοήτευε ήταν αυτή η συνάντηση με το έξω, με το συμβάν και το τυχαίο. Αλλιώς θα ήταν θιασάρχης και ακαδημαϊκός…
