Ο Βασίλης Παπαβασιλείου (1949–2025) ήταν μία από τις κορυφαίες προσωπικότητες του ελληνικού θεάτρου. Ένας πολυσχιδής δημιουργός που υπηρέτησε με αφοσίωση και στοχαστικότητα το ελληνικό θέατρο ως ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας και μεταφραστής. Η ματιά του πάνω στη θεατρική πράξη ήταν μοναδική, η σχέση του με τη γλώσσα παιγνιώδης και ιδιαίτερη, η επιρροή του σε γενιές καλλιτεχνών διαχρονική.
Βαθιά καλλιεργημένος ως άνθρωπος, στάθηκε φιγούρα εμβληματική. Με το θάνατό του σήμερα σε ηλικία φήνει πίσω του έργο ανεξίτηλο τόσο σε αισθητικό όσο και σε παιδευτικό επίπεδο καθώς ξεχώρισε μέχρι σήμερα όχι μόνο για την καλλιτεχνική του αρτιότητα, αλλά και για την φιλοσοφημένη του προσέγγιση στη θεατρική πράξη, με άξονα τις αγαπημένες του σταθερές – τον Γκολντόνι, τον Μαριβό, τον Ρίτσο.
Γλώσσα και θεατρικός λόγος
Γεννημένος το 1949 στη Θεσσαλονίκη και μεγαλωμένος στις Σέρρες, ξεκίνησε σπουδές Ιατρικής στο ΑΠΘ, αλλά εγκατέλειψε νωρίς για να μαθητεύσει στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Από εκεί, και με όχημα πάντα τη γλώσσα —την ελληνική, τη θεατρική, τη φιλοσοφική, την ποιητική — άρχισε να χτίζει έναν δικό του θεατρικό λόγο. Σήμερα το αγαπημένο του Θέατρο Τέχνης αποχαιρετά τον Βασίλη Παπαβασιλείου με μία φράση αγάπης και αφοσίωσης: «Έφυγε από τη ζωή ο αγαπημένος μας Βασίλης Παπαβασιλείου. Μεγάλος ο πόνος και κυριολεκτικά αναντικατάστατο το κενό που αφήνει στο ελληνικό θέατρο και στην καρδιά μας».

Βασίλης Παπαβασιλείου @Θέατρο Τέχνης
«Με το θέατρο συνδέθηκα διά του εντύπου «Θέατρο», του περιοδικού του Νίτσου. Το είχα δει στο πρακτορείο εφημερίδων. Κόστιζε 30 δραχμές. Ακριβό. Διά της ανάγνωσης λοιπόν έγινε η μύησή μου στη θεατροπραξία. Αλλά είχα ήδη παίξει στα 15 μου, στα γαλλικά τον Αργκάν στον «Κατά φαντασίαν ασθενή» του Μολιέρου. Και μετά, το ίδιο καλοκαίρι, στη Θεσσαλονίκη, είδα στο θέατρο Κήπου «Όρνιθες» και «Πέρσες» από το Τέχνης. Αυτό ήταν. Ήθελα να πάω να συναντήσω τον άνθρωπο που ήταν πίσω απ’ αυτό, τον Κουν», είχε πει στην τελευταία του συνέντευξη στο ΒΗΜΑ («Ένας κωμικός θεός έπλασε τον κόσμο», Σεπτέμβριος 2024), στη δημοσιογράφο και κριτικό θεάτρου Μυρτώ Λοβέρδου.
Το 1976 ο Παπαβασιλείου ίδρυσε μαζί με την Ελένη Ερήμου την ομάδα «Κείμενα», μια από τις πιο πρωτοποριακές θεατρικές ομάδες της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Στόχος της ομάδας ήταν η επανανοηματοδότηση του ελληνικού λόγου στο θέατρο μέσα από την πολιτική, φιλοσοφική και ποιητική του διάσταση.
Από τη δεκαετία του ’80 και μετά, υπηρέτησε τη σκηνή με πάθος, είτε ως σκηνοθέτης είτε ως ηθοποιός, συχνά συνδυάζοντας και τις δύο ιδιότητες. Το 1981 ίδρυσε μαζί με τους Λευτέρη Βογιατζή, Άννα Κοκκίνου, Ράνια Οικονομίδου, Τάσο Μπαντή, Δημήτρη Καταλειφό και Σμαράγδα Σμυρναίου, την Σκηνή σε μια καπνοβιομηχανία στην Κυψέλη ενώ το ’82 σκηνοθέτησε με τον Βογιατζή τη «Σπασμένη Στάμνα» του Χάινριχ φον Κλάιστ. Ωστόσο η ομάδα δεν προχώρησε και ο Βασίλης Παπαβασιλείου προχώρησε το 1988 στην σκηνοθεσία της παράστασης «Ζουβέ – Ελβίρα».
Καυστική ματιά
Το θεατρικό ύφος του ήταν ταυτόχρονα παιγνιώδες και βαθύ. Σκηνοθετούσε αρχαία τραγωδία, Μπρεχτ, Τσέχωφ, αλλά και σύγχρονα ελληνικά έργα, αποδομώντας τα με ειρωνική τρυφερότητα και φιλοσοφική διορατικότητα. Η μεταφραστική του ενασχόληση περιλάμβανε πεζά και θεατρικά κείμενα των Γκολντόνι, Μποντ, Μολιέρο, Μπαρτ, Σαντ και η συγγραφική του όρεξη έφτασε μέχρι το Δύσκολο ανάμεσα (εκδόσεις Καστανιώτη, 2006), με είκοσι κείμενα – απόσταγμα, που «αποπνέουν το ήθος και το ύφος της εποχής μας, μιας εποχής με ρίζες σ’ ένα μακρινό παρελθόν και με προοπτική σ’ ένα απώτατο μέλλον».
Την περίοδο 1944-1998, ο Βασίλης Παπαβασιλείου διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής του ΚΘΒΕ, ενώ εργάστηκε και στο Θέατρο Τέχνης, στο Εθνικό Θέατρο, στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Ήταν στενός συνεργάτης του Σταύρου Τσακίρη, του Θοδωρή Γκόνη, της Σοφίας Σπυράτου, αλλά και χαρισματικός ερμηνευτής μονολόγων, με κείμενα που έγραφε ο ίδιος, όπως το περίφημο «Σιχτίρ ευρώ, μπουντρούμ δραχμή».
«Οσο για την κωμωδία, την κλασική, έχω κάνει έξι Γκολντόνι, τέσσερις Μαριβό. Εγώ που δεν μπορούσα να είμαι σταθερός σε άλλα πεδία της ζωής, προέκυψα σταθερός σε αυτόν τον χώρο. Τέτοια πίστη, τέτοια συνέπεια.»
Η ματιά του πάνω στην πολιτική, το θέατρο και τον Έλληνα ήταν αυτοσαρκαστική, καυστική. Λάτρευε την κλασική κωμωδία και δεν δίσταζε να συγκρούεται με την επιφανειακή θεατρολαγνεία ούτε να σατιρίζει την πνευματική αυταρέσκεια. Είχε σπάνια ικανότητα να μετατρέπει το ύφος σε ήθος.

Από την πρεμιέρα της παράστασης «Οι δύο χέστηδες» τον Φεβρουάριο του 2024. Ο Βασίλης Παπαβασιλείου με τους Φωκά Ευαγγελινό, Κλέλια Ανδριολάτου, Νικολέτα Φιλόσογλου, Γιώργο Γλάστρα. NDP PHOTOS/ Θωμάς Δασκαλάκης
«Οσο για την κωμωδία, την κλασική, έχω κάνει έξι Γκολντόνι, τέσσερις Μαριβό. Εγώ που δεν μπορούσα να είμαι σταθερός σε άλλα πεδία της ζωής, προέκυψα σταθερός σε αυτόν τον χώρο. Τέτοια πίστη, τέτοια συνέπεια», σχολίαζε το 2024 στο ΒΗΜΑ με αφορμή το ανέβασμα της παράστασης «Οι δύο χέστηδες» του Ευγένιου Λαμπίς. «Πιστεύω, ίσως είναι αυθαίρετο, ότι ένας κωμικός θεός έπλασε τον κόσμο, γι’ αυτό και θεωρώ ότι το δάσος της κωμωδίας είναι ανεξάντλητο. Η τρίτη ηλικία είναι η ηλικία επιστροφής και ενίσχυσης των αρχικών ερώτων, και γι’ αυτό κάνω τώρα τον Λαμπίς. Είναι ένας συγγραφέας του 19ου αιώνα. Ο 19ος αιώνας είναι παρών. Πολλά από αυτά που ζούμε εμείς είτε ως κατακτήσεις είτε ως προβλήματα τα έζησε ο 19ος ως ερωτηματικά – είμαστε παιδιά».
Ο ίδιος διύλισε την πρόσφατη οικονομική και κοινωνικοπολιτική κρίση της Ελλάδας μέσα από το θεατρικό του πρίσμα: «Είναι άδοξος ο καιρός μας. Τι έκανε ο Οδυσσέας; Τα κατάφερνε. Είναι ο μέγας καταφερτζής, αρχετυπικός Ελλην. Γιατί ο Ελλην έναν λογαριασμό είχε πάντα ανοιχτό, με την επιβίωση. Ο Ελλην θαυμάζει τον Μεγαλέξανδρο και τον Οδυσσέα: Συναντώμενοι αυτοί οι δύο τι δίνουν; Τον Καραγκιόζη. Ξέρετε, ο Σίλερ έλεγε «να είσαι παιδί του αιώνα σου, όχι δημιούργημά του». Και αυτό καραδοκεί για όλους μας» (από την συνέντευξή του Θανάση Παπαβασιλείου στο ΒΗΜΑ, για το έργο «Αίας» του Γιάννη Ρίτσου σε παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης).
Δάσκαλος, ηθοποιός, καλλιτέχνης και συγγραφέας
Η απώλειά του Βασίλη Παπαβασιλείου αφήνει μεγάλο κενό. Δεν ήταν ένας δημιουργός που απλώς ακολουθούσε τη σκηνή· ήταν κάποιος που αναρωτιόταν τι σημαίνει να την υπηρετείς. Η θεατρική του κληρονομιά, και το πνευματικό του αποτύπωμα, είναι ανεξάντλητα. Ο ίδιος στήριζε τους νέους ηθοποιούς πλαισιώνοντας τις παραστάσεις του με ανερχόμενα ταλέντα και έτρεφε θαυμασμό και σεβασμό για την τέχνη του ηθοποιού, την οποία θεωρούσε κατάκτηση σε βάθος χρόνου για έναν καλλιτέχνη.
«Όταν δεν ξέρεις πώς θα παραχθεί αυτό που ζητάς, πώς θα ξεκλειδώσεις τους μηχανισμούς. Έπρεπε να μάθω να είμαι ηθοποιός – άλλωστε και έπαιξα και παίζω.»
«Πήγα στον Κουν για να μάθω υποκριτική. Μετά από πενήντα χρόνια καταλήγω ότι υπάρχει ένα είδος φόβου του ηθοποιού στους ανθρώπους που δεν έζησαν στο πετσί τους την εμπειρία της ηθοποιίας – το βλέπω σε σκηνοθέτες που δεν έχουν προσωπική σχέση με το βίωμα της υποκριτικής. Όταν δεν ξέρεις πώς θα παραχθεί αυτό που ζητάς, πώς θα ξεκλειδώσεις τους μηχανισμούς. Έπρεπε να μάθω να είμαι ηθοποιός – άλλωστε και έπαιξα και παίζω», είχε πει στη Μυρτώ Λοβέρδου.

«Ελένη» σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος.
Στις τελευταίες δουλειές του Βασίλη Παπαβασιλείου συγκαταλέγονται «Η Ελένη» του Γιάννη Ρίτσου από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, που αποτέλεσε μία από τις μεγαλύτερες και αγαπητές στο κοινό επιτυχίες στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου την τελευταία πενταετία, η «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του Γκαίτε, ο «Τυχοδιώκτης… » βασισμένος στον «Χουρμούζη, Του Κουτρούλη ο γάμος» του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή. Στην διαδρομή του, σκηνοθέτησε 30 παραστάσεις μέσα σε ισάριθμα χρόνια (έργα Σοφοκλή, Γκολντόνι, Μαριβώ, Χόρβατ, Μποντ, Σαίξπηρ Πιραντέλλο, Μολιέρου, Αναγνωστάκη, Στάικου, Μανιώτη, κ.ά.) και μετέφρασε θεατρικά και πεζά κείμενα (Γκολντόνι, Μποντ, Μολιέρος, Μπαρτ, Σαντ, κ.ά.). Σκηνοθέτησε ακόμη έξι έργα του Γκολντόνι με τελευταίο τον «Ιμπρεσάριο από τη Σμύρνη» στο Εθνικό Θέατρο το 2023. Την ίδια χρονιά ακολούθησαν οι «Δύο Χέστηδες» του Λαμπίς στο Θέατρο Τέχνης.
Παρασημοφορήθηκε Ιππότης Γραμμάτων και Τεχνών της Γαλλικής Δημοκρατίας, και έλαβε διακρίσεις από τον δήμο Αθηναίων, τον Δήμο Χαλανδρίου, την Ένωση Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών και το Φεστιβάλ Θεάτρου Συρρακουσών της Σικελίας. Δίδαξε, όχι συστηματικά, σε δραματικές σχολές και στο Τμήμα Θεάτρου της σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.