Ελληνικό καλοκαίρι και ερωτική επιθυμία: επτά γυναίκες αφηγούνται πέντε αυτοτελείς ιστορίες έρωτα και σεξ δια χειρός Λένας Κιτσοπούλου. Πάνω στη σκηνή, το γυναικείο σώμα, η ένοχη απόλαυση, η παράδοση στην σαρωτική φύση του έρωτα. Τα τζιτζίκια, το τσάμικο, το πλαστικό τραπεζομάντηλο, το κρασί της παρέας, οι πλαστικές καρέκλες συμπληρώνουν το σκηνικό. «Σημεία αναφοράς που μετατρέπουν το κλισέ σε κάτι βαθιά συλλογικό που μας αφορά όλους.»

Μετά την παράσταση «Το Μαράκι έκλασε», η ομάδα Seven Sisters επιλέγει και πάλι κείμενα της Λένας Κιτσοπούλου για τη νέα της παράσταση με τίτλο «Πάρανταϊζ – Η αίθουσα κλιματίζεται», σε σκηνοθεσία Γιώτας Σερεμέτη.

Δεν πρόκειται για ένα έργο που υμνεί τη γυναίκα αλλά αντίθετα για μια βουτιά που κουβαλάει την ηδονή του καλοκαιριού και τις διαφορετικές πτυχές της γυναικείας σεξουαλικότητας.

«Οι γυναίκες των ιστοριών γίνονται σχεδόν συμβολικές– και τα τοπία και τα αντικείμενα και τελικά το καθετί που συνθέτει τις ιστορίες γίνεται κι αυτό με τη σειρά του σύμβολο – μιας χώρας – μιας εποχής – μιας δεκαετίας – μιας φάσης της δικής μας ζωής». Γιώτα Σερεμέτη

Η Γιώτα Σερεμέτη έκανε την επιλογή των συγκεκριμένων κειμένων, γιατί την αφορούν, την συγκινούν. Αλλά και γιατί φανερώνουν διαφορετικές πτυχές της γυναικείας σεξουαλικότητας, που «είναι πολύπλοκη, πολυδιάστατη και συχνά αντιφατική». Εξηγεί η σκηνοθέτης: «Έχουμε πέντε διαφορετικές ιστορίες που αφορούν πέντε διαφορετικές γυναίκες, διαφορετικής ηλικίας και διαφορετικής «φάσης» ζωής. Το απίστευτα ενδιαφέρον και συγκινητικό που συμβαίνει με τα κείμενα της Λένας είναι ότι ενώ από τη μία σκιαγραφεί πολύ συγκεκριμένα πρόσωπα: η Μαριώ, η Χρυσούλα, η τάδε, πάντα μα πάντα και σε όλες τις ιστορίες βρίσκω δικά μου κομμάτια, δικά μου βιώματα, γνώριμους ήχους και μυρωδιές και το ίδιο συμβαίνει σε όλες μας, από κει ξεκινάμε και δουλεύουμε, το πόσο μας αφορούν προσωπικά οι ιστορίες που θα πούμε είναι πολύ σημαντικό για μας.

Οπότε, νομίζω, οι γυναίκες των ιστοριών γίνονται σχεδόν συμβολικές– και τα τοπία και τα αντικείμενα και τελικά το καθετί που συνθέτει τις ιστορίες γίνεται κι αυτό με τη σειρά του σύμβολο – μιας χώρας – μιας εποχής – μιας δεκαετίας – μιας φάσης της δικής μας ζωής. Το ίδιο θέλουμε να συμβαίνει και στους θεατές».

Η Γιώτα Σερεμέτη στην παράσταση «Πάρανταϊζ – Η αίθουσα κλιματίζεται».

Η δημιουργός της παράστασης περιγράφει κάθε ιστορία. «Το μαγικό είναι πως για τον καθένα αντιπροσωπεύει κάτι πολύ διαφορετικό, κάτι πολύ δικό του, κάτι πολύ προσωπικό, αλλά ταυτόχρονα σε κάθε ιστορία συμβαίνει κάτι πολύ ελληνικό που γίνεται συλλογικό».

Ένα δεκατριάχρονο κορίτσι κάνει έρωτα για πρώτη φορά. Μέσα σε ένα γνώριμο και οικείο σε όλους μας τοπίο «διακοπές στο χωριό» με την θεία Τασία, τα σουβλάκια, τα λαϊκά τραγούδια και τα πλαστικά τραπεζομάντηλα, η Λένα καταφέρνει να μας μουδιάσει αφήνοντας μας να αναρωτιόμαστε «τώρα τι ακριβώς συνέβη σε αυτό το παιδί;». Μήπως κάτι μου θυμίζει; Κι αυτό το «μήπως κάτι μου θυμίζει» νομίζω είναι ο βασικός άξονας όλων των ιστοριών.

Στην δεύτερη ιστορία, τα φεριμπότ πηγαινοέρχονται, ο Μιχάλης με τα ξύλινα τσόκαρα πλένει τις καρέκλες με το λάστιχο και μια γυναίκα θυμάται τότε που… κι έρχεται η επόμενη γυναίκα που έχει ξεμείνει τέλος Σεπτέμβρη στο νησί και δεν μπορεί να φύγει γιατί κάποιες φορές ο έρωτας σε πονάει και σε ακινητοποιεί. Και μετά έρχεται η Χρυσούλα, που βγαίνει στο μπαλκόνι με ένα προφυλακτικό και «την βρίσκει» με τον φαρμακοποιό της γειτονιάς. Ταυτόχρονα όμως νιώθει «βρώμικη και ηλίθια και αμήχανη.» Μήπως κι αυτό κάτι μας θυμίζει; Αφήνουμε για το τέλος μια μετωπική σύγκρουση· μια γυναίκα που εξυμνεί την μοναξιά έρχεται αντιμέτωπη με την δύναμη του έρωτα.

«Δεν επεμβαίνω ποτέ σε έργα μου και κείμενά μου όταν τα δίνω σε άλλους δημιουργούς, ούτε βλέπω ποτέ πρόβες, γιατί πρώτα απ’ όλα θεωρώ τύχη μεγάλη το ταξίδι ενός έργου και γιατί εμπιστεύομαι απόλυτα το γεγονός ότι κάποιος συγκινείται ή και ταυτίζεται με βιώματά δικά μου, με τον τρόπο σκέψης μου, ή με την γλώσσα μου και το ύφος μου». Λένα Κιτσοπούλου

«Η Γιώτα και τις δύο φορές με ένα πολύ ωραίο μέιλ με ρώτησε αν μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποια διηγήματά μου, εγώ και τις δυο φορές της απάντησα «ναι, γουστάρω, πάρτα, κάνε ό, τι θες» και μετά βρέθηκα σαν θεατής στις παραστάσεις αυτές, χωρίς άλλη επαφή ενδιάμεσα», λέει η Λένα Κιτσοπούλου για τις ιστορίες των ηρωίδων της που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της παράστασης. Και συνεχίζει: «Δεν επεμβαίνω ποτέ σε έργα μου και κείμενά μου όταν τα δίνω σε άλλους δημιουργούς, ούτε βλέπω ποτέ πρόβες, γιατί πρώτα απ’ όλα θεωρώ τύχη μεγάλη το ταξίδι ενός έργου και γιατί εμπιστεύομαι απόλυτα το γεγονός ότι κάποιος συγκινείται ή και ταυτίζεται με βιώματά δικά μου, με τον τρόπο σκέψης μου, ή με την γλώσσα μου και το ύφος μου».

Πολλαπλώς παρούσα και ενεργή αυτή την περίοδο στο θέατρο με την «Ορέστεια του Στρίντμπεργκ» σε δική της σύλληψη, τον μονόλογο «Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α» στο θέατρο Μικρό Χορν σε δικό της κείμενο με πρωταγωνίστρια τη Μαρία Σολωμού και τον γραμμένο από την ίδια «Μουνή» σε σκηνοθεσία και θεατρική διασκευή της Νατάσας Παπαμιχαήλ,  η Λένα Κιτσοπούλου εξηγεί σχετικά με το «Πάρανταϊζ – Η αίθουσα κλιματίζεται»: «Μία παράσταση δημιουργεί έτσι κι αλλιώς ένα δικό της έργο, το αρχικό κείμενο παραμένει αυτόνομο και αυτάρκες εκεί που βρίσκεται, οπότε δεν έχω ποτέ ανησυχία μην πάθουν κάτι κακό τα κείμενά μου, δεν ασχολούμαι καθόλου μ’ αυτό, μ’ αρέσει να φεύγουν από μένα και να νιώθει εντελώς ελεύθερος αυτός που τα χρησιμοποιεί.

Στην περίπτωση της συνεργασίας με την Γιώτα, αλλά και με όλη την ομάδα των Seven Sisters, είχα την τύχη από την πρώτη τους παράσταση να δω κάποιον άλλον δημιουργό να μετουσιώνει κάτι δικό μου σε κάτι ακόμα πιο δικό μου, πράγμα που δεν μου έχει ξανασυμβεί και νιώθω μόνο ευγνωμοσύνη και ευτυχία».

Λένα Κιτσοπούλου

Η Γιώτα Σερεμέτη σκηνοθετεί τα κείμενα της Λένας Κιτσοπούλου με βασικό άξονα την ιστορία και οδηγό το «μαζί». Μας λέει: «Το θέατρο που κάνουμε με τις Seven Sisters το έχω ονομάσει «συλλογικό αφηγηματικό θέατρο». Μάλλον δεν είναι δόκιμος όρος αλλά δεν πειράζει. Στόχος μας είναι να ακουστεί η ιστορία, να φτάσει κάτω στο κοινό, όσο πιο καθαρά και ουσιαστικά. Ακέραιη, όσο πιο κοντά στην μορφή που έχει πάνω στις σελίδες. Η προσέγγισή μου έχει απλότητα και ουσία.»

Τελικά τι ενδιαφέρει τη Λένα Κιτσοπούλου να εκφράσει σε σχέση με την ερωτική επιθυμία της γυναίκας και τη θέση της στα κείμενα που έχουν επιλεχθεί για το έργο;

«Δεν αγιοποιείται η γυναίκα, είναι άγρια, είναι θύμα, εξαρτημένη και ανεξάρτητη ταυτόχρονα, κακιά, καλή, ευαίσθητη, σκληρή, είναι τα πάντα, είναι ένας εύθραυστος, ευάλωτος και πολύ ανθεκτικός οργανισμός της φύσης που παλεύει για την επιβίωση όπως κάθε ζώο ενώ παραδίνεται στα ανεξήγητα του έρωτα, είτε πολεμώντας τον, είτε πέφτοντας στα πόδια του». Λένα Κιτσοπούλου

«Τα διηγήματα που έχουν επιλεχθεί και ο τρόπος με τον οποίο γίνονται, νομίζω εκφράζουν όλη αυτή την πολυπλοκότητα της σεξουαλικότητας, η οποία είναι θύτης και θύμα ταυτόχρονα, επιλέγει να υποδουλώνεται, ή να επιτίθεται, επιλέγει να επαναστατεί ή να φοβάται, αναλόγως τη συνθήκη κάθε φορά, φυσικά και την κοινωνική», σχολιάζει η συγγραφέας.

Προσθέτει επίσης: «Τα διηγήματα ασχολούνται με διαφορετικές γυναίκες, διάφορων ηλικιών και σε πολύ διαφορετικά περιβάλλοντα κάθε φορά, όμως η αίσθηση στο τέλος είναι ότι έχεις παρατηρήσει μία και μόνο γυναίκα ερωτεύσιμη πολύ, ακριβώς επειδή έχουν αποκαλυφθεί όλες τις οι πλευρές. Δεν αγιοποιείται η γυναίκα, είναι άγρια, είναι θύμα, εξαρτημένη και ανεξάρτητη ταυτόχρονα, κακιά, καλή, ευαίσθητη, σκληρή, είναι τα πάντα, είναι ένας εύθραυστος, ευάλωτος και πολύ ανθεκτικός οργανισμός της φύσης που παλεύει για την επιβίωση όπως κάθε ζώο ενώ παραδίνεται στα ανεξήγητα του έρωτα, είτε πολεμώντας τον είτε πέφτοντας στα πόδια του».

«Παραντάιζ – Η αίθουσα κλιματίζεται»

Ρωτάμε τις δύο δημιουργούς αν σπάμε ως κοινωνία τα ταμπού γύρω από τον έρωτα και τον σεξουαλικό προσανατολισμό ή γινόμαστε πιο συντηρητικοί ως σύνολο; Μια θεατρική παράσταση για τη γυναίκα ως σεξουαλική οντότητα τι έρχεται τελικά να πει στον θεατή;

Για τη Λένα Κιτσοπούλου, ο συντηρητισμός είναι ιδιότητα της ανθρώπινης αδυναμίας για επανάσταση και απλά αλλάζει μορφή ανάλογα με την εποχή. «Δεν είναι απαραίτητα λιγότερο συντηρητική μία γυναίκα με μίνι από μία γυναίκα πριν εκατό χρόνια με μαντήλι στο κεφάλι και μακρύ φουστάνι. Ίσως να μην ήταν πιο συντηρητική η Μπουμπουλίνα ή η Ζαν Νταρκ από την Μαντόνα ή την Κιμ Καρντάσιαν», παρατηρεί η ίδια.

«Συντηρητικός είναι αυτός που είναι μέρος ενός κοινού και αποδεκτού κώδικα συμπεριφοράς, γιατί οτιδήποτε γίνεται κοινώς αποδεκτό, σημαίνει ότι οριοθετείται και άρα θέλοντας και μη γίνεσαι μέλος μίας φυλακής. Καμία κοινή ταμπέλα, καμία τάση και καμία μόδα δεν έχει ποτέ στόχο την απελευθέρωση του νου. Οπότε κατά τη γνώμη μου το σύνολο είναι πάντα συντηρητικό. Σε κάθε εποχή. Μια παράσταση που μιλάει για την γυναικεία σεξουαλικότητα νομίζω ότι δεν πρέπει να υμνεί την γυναίκα, πρέπει να την αποκαλύπτει και αυτό είναι το μαγικό που συμβαίνει στην παράσταση της Γιώτας», καταλήγει η Λένα Κιτσοπούλου.

Η Γιώτα Σερεμέτη αδυνατεί να μετρήσει τον συντηρητισμό στο σύνολό του: «Αντιλαμβάνομαι γύρω μου πως έχουν γίνει πολύ σημαντικά βήματα προς τα μπρος όσον αφορά στον έρωτα και τον σεξουαλικό προσανατολισμό, από την άλλη είπα «γύρω μου» και αυτό είναι ενδεικτικό του ότι ο καθένας μας ζει στον μικρόκοσμό του, έχοντας επιλέξει τον κύκλο του και τους ανθρώπους που θέλει να έχει στη ζωή του, και ειδικά όσο μεγαλώνω αυτό γίνεται ακόμα πιο έντονο, οπότε δεν ξέρω αν η υποκειμενική μου πραγματικότητα είναι ενδεικτική για το πόσο συντηρητικά είναι σήμερα τα πράγματα».

«Παραντάιζ – Η αίθουσα κλιματίζεται»

Παρατηρώντας ότι διανύουμε μια περίοδο στην οποία τα έργα που αφορούν τη γυναικεία σεξουαλικότητα αλλά και το γυναικείο σώμα γενικότερα (σχετικά με την αυτοδιάθεσή του, τα τραύματά του, τον αντικατοπτρισμό του στα social media) έχουν πληθύνει διεθνώς, παρομοίως και στην ελληνική θεατρική σκηνή, αναρωτιόμαστε αν υπάρχει κίνδυνος υπερφεμινισμού και κορεσμού από αυτή τη θεματολογία, όπως διατείνονται οι πιο επικριτικοί σχολιαστές.

«Ο μέσος όρος και ο μέσος νους αρέσκεται γενικά στο να ακολουθεί μόδες και τάσεις, οπότε το τι συμβαίνει γενικά στο θέατρο δεν έχει καμία σχέση με το τι συμβαίνει πραγματικά στο θέατρο», απαντά η Λένα Κιτσοπούλου. Εξηγεί, ακόμη, η ίδια: «Τα πραγματικά συμβάντα στην τέχνη, όπως και στη ζωή, τα προκαλούν κατά τη γνώμη μου οι εξαιρέσεις και όχι οι πλειοψηφίες, οι διεισδυτικές ματιές που δεν ακολουθούν ρεύματα, οπότε ναι υπάρχει κίνδυνος υπερφεμινισμού, αντιαρσενικισμού, κίνδυνος φασισμού, κίνδυνος ξηρασίας του πλανήτη, επειδή όμως η μάζα είναι πάντα κίνδυνος, και όχι επειδή κάτι έχει πάθει η εποχή μας. Θέλω να πω ότι το που οδηγείται γενικά ένα κοινό, δεν είναι δείγμα για το που οδηγείται το θέατρο, ή η τέχνη επί της ουσίας.

Ο κορεσμός συμβαίνει από την τάση μιμητισμού που έχουν οι άνθρωποι και την μανία με την οποία χρησιμοποιούν την επικαιρότητα μόνο για λόγους επιτυχίας ή αυτοπροβολής ή αυτοεπιβεβαίωσης και όχι επειδή έχουν κάτι να πουν. Το να κοιτάζουν όλα τα δεκατριάχρονα κορίτσια όλη μέρα τικ τοκ για νύχια ή για ωραίους κ….ς δεν σημαίνει ότι χάλασε ο κόσμος, σημαίνει ότι ο κόσμος δεν αλλάζει.

Θα υπάρχει όμως ένα δεκατριάχρονο ανάμεσα στα χίλια, το οποίο θα εκσφενδονίσει το κινητό της μέσα σε μία θάλασσα, είτε από έρωτα, είτε από αηδία, είτε για πλάκα. Αυτό το άτομο για μένα είναι πάντα εκτός εποχής και εκτός θεματικών ενοτήτων που κάθε εποχή επιβάλλει μέχρι να ξεπουλήσει και μετά να εφεύρει άλλη θεματική κ.ο.κ. Νομίζω ότι η πιο σημαντική τέχνη είναι η ανεπίκαιρη τέχνη».

«Δεν κάνουμε φεμινιστικό μανιφέστο, λέμε ιστορίες για τον έρωτα και το σεξ. Αλλά κι αυτό είναι θέση». Γιώτα Σερεμέτη 

Όσο  για το τι σχολιάζει η παράσταση αυτή σε σχέση με την προηγούμενη δουλειά της ομάδας Seven Sisters, πάνω στην κοινωνική θέση της γυναίκας, η Γιώτα Σερεμέτη μας απομακρύνει από οποιαδήποτε αναφορά σε φεμινιστικό μανιφέστο.

«Και στις δύο παραστάσεις εφτά γυναίκες στέκονται στη σκηνή και λένε ιστορίες. Αυτό έχει από μόνο του μία θέση και μία δύναμη.», τονίζει η σκηνοθέτης της παράστασης.  Στο «Μαράκι» ήταν το θέμα της πατριαρχίας, της παιδικής ηλικίας και της κακοποίησης: «Μέσα από τις ιστορίες, δεν κουνήσαμε το δάχτυλο σε κανέναν – και τώρα ξανά  μέσα από τις ιστορίες που λέμε αποκαλύπτουμε πτυχές της γυναικείας φύσης, του γυναικείου νου και του γυναικείου σώματος. Αυτό μας αρκεί. Δεν θέλουμε να πάρουμε καμία θέση πέρα από αυτήν που παίρνουμε λέγοντας τις ιστορίες».

Εν τέλει το «Παραντάιζ – Η αίθουσα κλιματίζεται» συνθέτει ερωτικά αφηγήματα. «Δεν κάνουμε φεμινιστικό μανιφέστο, λέμε ιστορίες για τον έρωτα και το σεξ. Αλλά κι αυτό είναι θέση», σύμφωνα με τη Γιώτα Σερεμέτη. «Μια γυναίκα που λέει: «το σώμα μου έτρεμε σαν ζελέ (από ηδονή), αλλά ταυτόχρονα ένιωθα βρώμικη και ηλίθια και αμήχανη» είναι θέση. Μια γυναίκα που λέει αναφερόμενη στο σεξ: «αναρωτιέμαι πώς οι άνθρωποι ευχαριστιούνται αυτό το βασανιστήριο» είναι θέση, μια γυναίκα που λέει: «ψάχναμε σημεία ο ένας στο σώμα του άλλου, για να τα φιλήσουμε ή να τα γλείψουμε, σημεία που να μην τα έχει ανακαλύψει κανένας άλλος, απίθανα σημεία», είναι κι αυτό θέση».

INFO «Πάρανταϊζ – Η αίθουσα κλιματίζεται» στο open space του Θεάτρου 104, Ευμολπιδών 41, Γκάζι (Σταθμός μετρό Κεραμεικός). Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00

Αγοράστε εισιτήρια για όλες τις κορυφαίες εκδηλώσεις στο inTickets.gr.