Είχαν όντως κεντρί οι Σφήκες της Λένας Κιτσοπούλου τελικά και δεν φοβήθηκαν να το χρησιμοποιήσουν. Σε αυτό δεν διέφεραν διόλου από τους Σφήκες του κορυφαίου αρχαίου Έλληνα κωμωδού. Ο φιλειρηνιστής Αριστοφάνης άφησε μία και μόνην φορά το αγαπημένο του θέμα – την ειρήνη – για να μιλήσει για τη λειτουργία της αθηναϊκής δημοκρατίας και την τρομερή δικομανία που κυρίευσε τους Αθηναίους  επί Κλέωνα, πολλοί από τους οποίους, δίχως ιδιαίτερα προσόντα ή ανάλογη εκπαίδευση, κατέληξαν «επαγγελματίες» λαϊκοί δικαστές. Έτσι, γράφτηκε αυτό το έργο.

Μπορεί το θέμα της αριστοφανικής κωμωδίας, δυόμιση χιλιάδες χρόνια μετά, να είναι ακόμα τόσο επίκαιρο; Προσοχή! Η ερώτηση είναι παγίδα, καθώς η απάντηση είναι μία και αυτή: ναι, είναι πιο επίκαιρο από ποτέ. Το λαϊκό δικαστήριο που έχει στηθεί δυο μέρες τώρα στα social media το επιβεβαιώνει περίτρανα. Είτε τασσόμαστε υπέρ του κατηγορητηρίου είτε οικειοθελώς γινόμαστε μάρτυρες υπεράσπισης, το αποτέλεσμα είναι ένα. Είμαστε όλοι πανέτοιμοι να γίνουμε Σφήκες, δικαστές, κατήγοροι ανά πάσα στιγμή σε χρόνο dt, με την πρώτη ευκαιρία. Κι η τραγική ειρωνεία; Ο «Κλέων».

Όσοι βρέθηκαν στην Επίδαυρο την Παρασκευή ή το Σάββατο το βράδυ για να παρακολουθήσουν την παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου γνωρίζουν από πρώτο χέρι τα όσα συνέβησαν τόσο στη σκηνή όσο και στο κοινό. Ήμουν εκεί. Είδα από το πρώτο δεκάλεπτο ενοχλημένους θεατές να σηκώνονται και να αποχωρούν. Άκουσα τόσο τα γιουχαΐσματα, όσο και τα «μπράβο» μετά χειροκροτήματος. Κι εκείνο που έχω να πω είναι ότι αυτό που προκάλεσε αυτή η παράσταση στο κοινό είναι άκρως αριστοφανικό.

Γελιόμαστε βαθιά αν πιστεύουμε ότι το κοινό των αριστοφανικών κωμωδιών παρακολουθούσε βουβό, άνευ αντιδράσεων τις παραστάσεις. Πλανόμαστε πλάνην οικτράν εάν πιστεύουμε ότι ο λαϊκός, αθυρόστομος λόγος του Αριστοφάνη και η καυστική του σάτιρα σε θεσμούς και πρόσωπα δεν προκαλούσε αντιδράσεις από το κοινό – πολλές φορές μάλιστα αντικρουόμενες μεταξύ τους. Οι εκδηλώσεις του κοινού ήταν συχνά τόσο ζωηρές που τάραζαν τους ηθοποιούς, την ίδια την παράσταση.

Όπως ακριβώς συνέβη και τώρα. Η Λένα Κιτσοπούλου, μιλώντας στο Βήμα είχε δηλώσει πρόσφατα: «Ήμουν σίγουρη από την αρχή ότι πρέπει να τολμήσω να γίνω Αριστοφάνης εγώ η ίδια. Προσπάθησα να μπω μέσα του, να κλέψω την ελευθερία, την αυθαιρεσία, το χιούμορ, τη μανία, την αθυροστομία του και να εκτοξευθώ με δικά μου λόγια, να μιλήσω για πράγματα που συμβαίνουν τώρα, ακριβώς όπως κι εκείνος».

Η Λένα Κιτσοπούλου μας ήθελε μέτοχους και μας είχε. Από το πρώτο λεπτό. Όσοι την κατηγορούν πως κατακρεούργησε τον Αριστοφάνη, πως τον χρησιμοποίησε ως πρόσχημα για να «κάνει μετά τα δικά της», προφανώς δεν έχουν ιδέα από αρχαία κωμωδία. Όσοι ισχυρίζονται ότι εξαπατήθηκαν γιατί δεν παρακολούθησαν Αριστοφάνη, αφενός δεν έχουν διαβάσει ποτέ τους «Σφήκες» κι αφετέρου δεν γνωρίζουν το νόημα της φράσης «ελεύθερη διασκευή». Αλλά το σημαντικότερο: δεν έχουν ιδέα τι εστί Λένα Κιτσοπούλου.

Εάν έχει παρακολουθήσει τη δουλειά της κανείς και έχει μια κάποια ιδέα της καλλιτεχνικής της πορείας, δεν πέφτει από τα σύννεφα, δεν «μυγιάζεται» τόσο εύκολα. Δυστυχώς, ανταλλάσοντας δυο κουβέντες με αρκετούς θεατές μετά την παράσταση, συνειδητοποίησα πως ένα μεγάλο μέρος του κοινού δεν είχε ιδέα ποια είναι η Λένα Κιτσοπούλου, ποια είναι η καλλιτεχνική της πορεία και ταυτότητα. Μάλιστα, άτομο από το κοινό μου είπε πως, όταν αγόραζε το εισιτήριο, πίστευε ότι η Λένα Κιτσοπούλου ήταν εκείνη που είχε επιμεληθεί την μετάφραση του αρχαίου κειμένου.

Για να μην μακρηγορούμε λοιπόν. Τίποτα δεν ήταν τυχαίο σε αυτή την παράσταση. Όλα όσα παρακολουθήσαμε και όλα όσα ακολούθησαν ήταν επιλογές της Λένας Κιτσοπούλου. Ήταν επιλογή της να κάνει μια παράσταση αιρετική, καυστική, αθυρόστομη, αλλά και βαθιά πολιτική, δηκτική, με κεντρί ικανό να μας τσιμπήσει όλους, να μας κάνει να παραμιλάμε γι’ αυτήν και τα θέματά της μέρες μετά. Αυτή είναι – ή θα έπρεπε να είναι – η λειτουργία του θεάτρου άλλωστε. Αν μια παράσταση δεν μπορεί να κάνει ούτε αυτό, ποιο το νόημα να ανεβαίνει; Αν οφείλει κάτι το θέατρο ως μορφή τέχνης, αυτό είναι να μην είναι μπουρζουά.