Εξερχόμενος από την Ηρώδου Αττικού ο αμαξάς του Γεωργίου Β’, κατά πως μου θύμισε ο Ευγένιος Αρανίτσης, γνώριζε την τέχνη να σχηματίζει στον αέρα με το καμουτσίκι του το βασιλικό μονόγραμμα. Ο Μητσοτάκης δεν το έμαθε ακόμα.

Θα πάει μεθαύριο πεζή στο Προεδρικό να υποβάλει τα σέβη του στον υφιστάμενό του μη μπορώντας να πιστέψει ακόμη στην παντοδυναμία του, διότι συνεχώς την αισθάνεται. Και έως τώρα πήγαινε πεζή. Αλλά το πρόσωπο που συναντούσε ήταν σύμβολο.

Και επιπλέον, σύμβολο όχι μόνο για όσους το βλέπουν αλλά και για όσους δεν θέλουν να το δουν. Μόνο την περασμένη Τετάρτη, στο διάγγελμά του, ο Πρωθυπουργός, άφησε το «ότο-κιου» να μιλήσει γι’ αυτό. Εκνευρισμένος και αμήχανος, είπε ό,τι του είπε το μηχάνημα. Η αύρα του στο κόκκινο χαλί των Βρυξελλών έσβησε και φάνηκε μια ξέξασπρη κακοφωτισμένη εικόνα Πρωθυπουργού στο δωμάτιο.

Βλέποντάς τον στην τηλεόραση μάταια έψαχνα στις βιβλιοθήκες του, κάτω από τον Παρθένη, να βρω στις ράχες των βιβλίων τον τόμο όπου συμπεριλαμβάνεται το περίφημο άρθρο του Κουρτ Γκέντελ: Το θεώρημα της μη πληρότητας.

Ο Μητσοτάκης, σκέφτηκα, θα πρέπει να έχει ειδικά αυτό το δύσκολο βιβλιαράκι σπίτι του, διότι πώς σ’ ένα «κανονισμένο» σύστημα από το Σύνταγμά μας (το πολιτικό μας σύστημα), που η ιδιότητά του διαφέρει από την τυχαιότητα των καθημερινών συμβάντων στην κοινωνία, είναι δυνατό να ελεγχθούν όλες του οι προκείμενες, ώστε να είναι ένα πλήρες σύστημα;

Η λύση της πληρότητάς του ήταν η λύση Τασούλα. Το σύστημα θα είναι πλήρες, ενώ δε θα είναι. Κι όπως για τα τυπικά συστήματα υπάρχει πάντα μια δήλωση που είναι αληθινή αλλά που δεν μπορεί να αποδειχθεί στο σύστημα, έτσι και για το πολιτικό σύστημα ο πρωθυπουργικός ισχυρισμός της επάρκειας του νέου Προέδρου, δεν εξαρτάται από την επάρκεια του προτεινόμενου αλλά του προτείνοντος.

Ο Πρωθυπουργός ξέρει πως για το μέλλον είναι πιο σημαντικό μια εξίσωση να είναι όμορφη παρά να είναι αληθινή. Και ξέρει από ιδιοσυγκρασία πως το παρελθόν, αντεστραμμένο στο μέλλον της πολιτικής μας μνήμης, είναι από το 1965, πάντα παρόν. Γι’ αυτό μου φαίνεται περιττό να διερωτώμαι πού το πάει ο Πρωθυπουργός. Προς τα δεξιά ή προς τ’ αριστερά; «Κυρίαρχος ή όμηρος», όπως διερωτώνται τα «Νέα»;

Διότι «όποιος βλέπει όχι μόνο με τα νεύρα των ματιών του, αλλά και με τα μάτια των νεύρων του», το έχει καταλάβει: Δεξιά!

Μετά τον Τραμπ αμφιβάλλει κάνεις για το μέλλον της «ιδέας»; Δεν θα μπορούσε ο Έλληνας Πρωθυπουργός να είναι ένας από τους υψηλούς προσκεκλημένους του στην τελετή της ορκωμοσίας; Όχι, εάν ο Τασούλας είχε ορκιστεί προ μηνός. Ναι, εάν θα έπρεπε να πληρώσει αναδρομικά με το ίδιο διαπιστευτήριο νόμισμα που είχε δώσει στον Τραμπ ο Τσίπρας.

Και διόλου η προχτεσινή απόφασή του για την Προεδρία δεν δηλώνει φόβο, όπως ειπώθηκε, επειδή «δεν κατόρθωσε να εμφυσήσει στην κοινοβουλευτική του ομάδα, τα μεταρρυθμιστικά του οράματα». Όχι! Ο Μητσοτάκης δεν θέλει περισσότερα από αυτό που έχει γνωρίσει και γνωρίζει: τη συμπεριφορά και την ισχύ ενός μεγαλοαστού. Τις αναγνωρίζω εξ επαφής χωρίς να είμαι ούτε τυφλός ούτε επαίτης. Ξέρω επίσης πως ο μεγαλοαστός είναι κάτι σαν τον ψήστη στην «Φυσιολογία της γεύσης» του Ζαν- Αντέλμ  Μπριγιά – Σαβαρέν: δεν γίνεται, γεννιέται.

Στα μυθολογήματα που αντιτείνω συχνά ως πολιτικά επιχειρήματα με τα κείμενά μου, ας μου επιτραπεί και το μικρό παραμύθι που ακολουθεί, όχι μιας προεδρευομένης ή πρωθυπουργικής Δημοκρατίας, αλλά μιας βασιλευομένης –αλλά για πέντε χρόνια.

Μιας Λιλιπούπολης όπου ο καλός βασιλιάς θα ήταν ο Ευάγγελος Βενιζέλος και η καλή βασίλισσά του η Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Δεν είμαστε στο αιώνιο θέατρο όπου, όπως γράφει ο Γιάννης Λεοντάρης θυμίζοντάς μας τον Πήτερ Μπρουκ: «Όποτε χρησιμοποιούμε λόγια, κάνουμε ζημιά στον εαυτό μας».

Ή μήπως εδώ είμαστε;

ΥΓ.

Και σ’ αυτό το κείμενό μου προσπάθησα πέραν των στοιχείων, να μιλήσω όχι για ανθρώπους, αλλά για τους ρυθμιστικούς εκείνους κανόνες που, ενώ συγκροτούνται δυναμικά από ανθρώπους, την ίδια στιγμή τηρούνται και διαρκούν ως εάν το κανονικό προηγείτο του κανονιστικού.

Ας σημειωθεί επίσης, ότι αυτός ο αναδιπλασιασμός κανόνων-ανθρώπων δεν μπορεί να συμβεί χωρίς τη βιογραφία του καθενός μας. Αλλά εκεί η Ιστορία ταλαντεύεται ανάμεσα στον κανόνα, τον άνθρωπο και το θηρίο.

Τώρα, το εάν στις μέρες μας η μπίλια της Ιστορίας «κάθεται» στο θηρίο, δεν φταίει τόσο ο άνθρωπος όσο οι κανόνες. Χρειάζεται να ερωτηθούν οι βασιλείς;