Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών στη χώρα μας, εξέπεμψαν πολλαπλά, ισχυρά, ακόμη και εκκωφαντικά πολιτικά μηνύματα. Η επιχείρηση υποβάθμισής τους, από τις αυτάρεσκες κομματικές ηγεσίες, σε καμμιά περίπτωση δεν τα απομειώνει. Απεναντίας δείχνει την αμηχανία τους, αλλά και την αδυναμία τους να συμφιλιωθούν με τα νέα δεδομένα. Και το κυριότερο, την αποξένωσή τους από το κοινωνικό σώμα.
Μολονότι πέρασε μόλις ένας χρόνος από τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, οι αλλαγές που έχουν εμφανιστεί στην εγχώρια πολιτική σκηνή, συνιστούν μια διαφορετική πραγματικότητα. Ουσιαστικά η ευρωκάλπη είχε χαρακτηριστικά εθνικής αναμέτρησης. Όπως φάνηκε, με αυτό τον τρόπο την αντιμετώπισε η πλειονότητα των εκλογέων, είτε ψήφησε είτε απείχε.
Ο κατακερματισμός και η διασπορά της ψήφου, είναι δείκτης των πολιτικών και κοινωνικών ανακατατάξεων. Πόσο μάλλον η πρωτοφανής αποχή. Η κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στο πολιτικό σύστημα, είναι υπαρκτή και έντονη. Δεν περιορίζεται μόνο στα αποκαλούμενα συστημικά κόμματα. Αντιθέτως απλώνεται σε όλο το φάσμα της πολιτικής. Έτσι άλλωστε εξηγείται και το γεγονός, ότι μια σημαντική μερίδα των πολιτών την αποστρέφεται. Η απομάγευσή της είναι αποκαλυπτική. Η αξία της έχει υπονομευθεί. Κυρίαρχη αντίληψη είναι, πως αδυνατεί να ανταποκριθεί στις τωρινές ανάγκες και προκλήσεις της εποχής.
Το πολιτικό προσωπικό, η υπάρχουσα πολιτική τάξη βρίθει από μετριότητα, κυνισμό, εγωπάθεια και ιδιοτέλεια. Πρόκειται για ένα κατεστημένο που έχει ταυτίσει την τύχη του, με τη συντήρηση του υφιστάμενου κομματικού σκηνικού. Οφείλει δε την επιβίωσή του, σε απολιθωμένες δομές και φαντασιακές ιεραρχίες. Η ψηφοθηρία και η μικροπολιτική, είναι δεσπόζουσες μορφές διαμεσολάβησης και πρακτικής.
Τα κόμματα θεωρούνται προσωποπαγείς μηχανισμοί εξουσίας. Η εμβέλεια και η απήχησή τους, συρρικνώνεται διαρκώς. Το κοινωνικό και ιδεολογικό τους αποστράγγισμα, είναι εμφανές. Τα έχει μετατρέψει σε μαρμαρωμένα σχήματα. Η αδυναμία τους να προσαρμοστούν στο νέο οικονομικό, κοινωνικό, τεχνολογικό περιβάλλον, τους στερεί τη δυνατότητα να λειτουργήσουν ως ζωντανοί οργανισμοί. Το μεταπολιτευτικό μοντέλο έχει υποστεί ουσιαστικές τροποποιήσεις. Ο άλλοτε ισχυρός δικομματισμός, αποτελεί πλέον παρελθόν. Το ένα κόμμα και κάτι ψιλά, το επιβεβαιώνει.
Η κυριαρχία της Ν.Δ, δεν εδράζεται στη δύναμη και στην απήχηση των ιδεών της. Προέκυψε από το αντιΣΥΡΙΖΑ κλίμα, που είχε δημιουργηθεί εξαιτίας της ανερμάτιστης διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης το καρπώθηκε, ακολουθώντας μια εύστοχη στρατηγική προσέγγιση. Εντούτοις η κυβέρνησή του, έδειξε τα όρια της. Οι ανεπάρκειες, τα λάθη, οι αστοχίες αλλά και οι νοθευμένες πολιτικές της, την πλήττουν δραστικά.
Η υποχώρηση της αποδοχής της το αποδεικνύει. Το 28,31% των ευρωεκλογών την καθιστά ευάλωτη. Το κεντρώο και κεντροαριστερό τμήμα των ψηφοφόρων που απέσπασε στις εθνικές εκλογές, φαίνεται να είναι αρκετά προβληματισμένο από τις κυβερνητικές επιδόσεις. Η ανάκαμψη του κυβερνώντος κόμματος δεν θα επιτευχθεί με τις γνωστές αυταρέσκειες και μονομέρειες. Και πολύ περισσότερο με την αποκαλούμενη δεξιά στροφή. Η έλλειψη εναλλακτικής κυβερνητικής πρότασης μπορεί να του προσφέρει κάποια περιθώρια ενίσχυσής του, τα οποία όμως δεν επαρκούν. Και αυτό γιατί βρισκόμαστε σε μια περίοδο, όπου ο κατακερματισμός και η διασπορά ψήφων, στενεύουν τον ορίζοντα της κεντροδεξιάς.
Η μετάπλαση του ΣΥΡΙΖΑ, σε ένα ανερμάτιστο και παράταιρο συνονθύλευμα, αναχρονιστικών δυνάμεων, ακυρώνει την όποια ευκαιρία είχε ο κομματικός αυτός χώρος να μετεξελιχθεί σε μια ζώσα και σύγχρονη αριστερά. Η βίαιη απαλλοτρίωσή του από τον Κασσελάκη, τον μετατρέπει σε ένα παράδοξο και απολιτικό μόρφωμα με υπερχειλίζοντα τον εθνολαϊκισμό και τραμπισμό. Η συνύπαρξη σκουριασμένης αριστεράς με τα ακροδεξιά υπολείμματα των ΑΝΕΛ, αλλά και των παλαιοπασοκικών και νεοκαραμανλικών στελεχών, συνθέτει ένα παράξενο αμάλγαμα. Ουσιαστικά ο ΣΥΡΙΖΑ, απέχει παρασάγγας από μια προοδευτική και σύγχρονη κεντροαριστερά.
Το αποστραγγισμένο ΠαΣοΚ, αδυνατεί να προσαρμοστεί στην τωρινή εποχή. Ο πολιτικός του λόγος τα τελευταία δέκα χρόνια, αποπνέει παρελθόν. Οι αντιλήψεις που κυριαρχούν στο εσωτερικό του, παραπέμπουν στην αρχέγονη μήτρα του. Οι θέσεις και οι προτάσεις του, μας επαναφέρουν σε ξεπερασμένα υποδείγματα. Η έλλειψη μιας σύγχρονης στρατηγικής πρότασης, που θα απαντά στην υστέρηση της χώρας, δεν του επιτρέπει να προσελκύσει ένα ευρύτερο κοινωνικό ακροατήριο. Η καθήλωσή του στη στασιμότητα, επιβεβαιώνει την απουσία ηγετικότητας και κυβερνησιμότητας. Το στελεχικό δυναμικό το οποίο έχει απομείνει, φαίνεται να μη μπορεί να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες και απαιτήσεις.
Η διάσταση του ΠαΣοΚ με τη ζώσα πραγματικότητα, έρχεται να δείξει ότι το άλλοτε κραταιό κόμμα της μεταπολίτευσης δεν άλλαξε, μολονότι η κοινωνία άλλαξε. Μετά το ναυάγιο που υπέστη εξαιτίας της αδυναμίας του να διαχειριστεί σωστά και αποτελεσματικά τις παρενέργειες της νεοκαραμανλικής χρεοκοπίας, η αναβάπτισή του στο κοινωνικό σώμα απαιτούσε στρατηγικές αναπροσαρμογές. Εντούτοις δεν τις έπραξε, με φυσικό επακόλουθο την αποξένωση του από το ζωτικό χώρο της αποκαλούμενης κεντροαριστεράς.
Η κρίση ηγεσίας που σήμερα αντιμετωπίζει, είναι ευθέως συνυφασμένη με την κρίση ταυτότητας του. Και αυτό γιατί δεν έπραξε τα αυτονόητα, αναζητώντας μια νέα φυσιογνωμία που θα το καθιστά επίκαιρο. Με παλιές ιδέες, με προσεγγίσεις άλλων εποχών, με ξύλινο κομματικό λόγο, με ηγεσίες που αδυνατούσαν να ενσαρκώσουν μια νέα στρατηγική πρόταση με καθαρή κεντροαριστερή και σοσιαλδημοκρατική σήμανση, ήταν εύλογο να μη μπορεί να ανακτήσει το χαμένο έδαφος. Το ΠαΣοΚ μετατράπηκε σε συνδικάτο και το χειρότερο εκφυλίστηκε σε παρέες και σε μηχανισμούς που ερίζουν για την κομματική εξουσία. Η απώλεια της απήχησης και της αποδοχής του, μόνο με ένα ισχυρό ιδεολογικοπολιτικό σοκ μπορεί να μπει σε τροχιά υποχώρησης.
Η αλλαγή ηγεσίας δεν επαρκεί. Η αναβάπτιση και η διεύρυνση του ΠαΣοΚ και κατ’ επέκταση του ευρύτερου κεντροαριστερού χώρου, σε καμιά περίπτωση δεν επιτυγχάνεται με τα κλισέ, τις μονομέρειες και τα στερεότυπα. Ή θα αλλάξει ριζικά ή θα μείνει στο περιθώριο των πολιτικών εξελίξεων. Το κεντροαριστερό ακροατήριο, δεν έλκεται από πολιτικές που αποπνέουν μούχλα. Εξ ου και ένα σημαντικό τμήμα του, αναζήτησε έστω και προσωρινά, άλλες πολιτικές εκφράσεις.
Η ανασύνθεση της κεντροαριστεράς για την οποία γίνεται πολύς λόγος, είναι ένα εγχείρημα εξαιρετικά δύσκολο και απαιτητικό. Και ασφαλώς δεν θα προκύψει από την οποιαδήποτε συνεύρεση και συμπόρευση του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε με δημοψηφίσματα που κάποιοι προτείνουν. Αλλά ούτε βέβαια με τα αποκαΐδια των δύο αυτών κομμάτων, που αναζητούν πολιτικές καριέρες. Άλλωστε σηκώνει συζήτηση, αν σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη είναι προοδευτική δύναμη.
Πριν πολλά χρόνια είχα υποστηρίξει ότι το ΠαΣοΚ χρειάζεται ρεκτιφιέ, και νέους μηχανοδηγούς, που θα πρεσβεύουν τη στρατηγική του πραγματισμού, έχοντας στο επίκεντρο της το πρόταγμα της κοινωνικής δικαιοσύνης και την ζωτική αναγκαιότητα της οικονομικής ανάπτυξης. Μια επιδίωξη που επαναχαράσσει τα όρια μιας εκσυγχρονιστικής κεντροαριστεράς, προσδίδοντας της εμβέλεια και ξεχωριστή δυναμική.
Θεωρώ ότι η επιδίωξη αυτή παραμένει επίκαιρη, προκειμένου να αποκτήσει την απαιτούμενη ελκυστικότητα, αλλά και να προσελκύσει το ενδιαφέρον της ευρύτερης κοινής γνώμης. Και κάτι άλλο εξίσου σημαντικό: Να αναχαιτίσει την κυριαρχία της κεντροδεξιάς, που εμφανίζεται ως μια δύναμη προσαρμογής στο νέο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον, υποστηρίζοντας ότι εκφράζει τις ανάγκες και απαιτήσεις της εποχής.
Μια προσεκτική και διεισδυτική αξιολόγηση των ανακατατάξεων στο κοινωνικό σώμα, μας βοηθά να αποκρυπτογραφήσουμε τις πολιτικές αντιστοιχίες και αναδιατάξεις. Η αποκρυστάλλωσή τους απαιτεί ψυχρή ματιά αλλά και χρόνο. Πάντως φαίνεται καθαρά ότι το εγχώριο πολιτικό σύστημα, παραμένει μπλοκαρισμένο με δυνάμεις που βρίσκονται σε δυσαρμονία με την ανάγκη υπέρβασης της υστέρησης της χώρας.
Η αναζωογόνηση του, δεν θα επέλθει με τις συνταγές του παρελθόντος. Ούτε με συγκερασμούς και μέσους όρους. Απαιτούνται τολμηρές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, στο ίδιο το πολιτικό εποικοδόμημα. Μέχρι τότε, ο τόπος θα βιώνει την πολιτική αποξήρανση, καθώς και το κοινωνικό και ιδεολογικό αποστράγγισμα των αποκαλούμενων κομμάτων εξουσίας.
Ο Γιώργος Πανταγιάς είναι Σύμβουλος Στρατηγικής και Επικοινωνίας