Προφυλακιστέος κρίθηκε ο 39χρονος ο οποίος έχει ομολογήσει τη δολοφονία της 63χρονης στην Χαλκίδα. Κατά τη διάρκεια της απολογίας του στον ανακριτή αναφέρθηκε με κάθε λεπτομέρεια σε όσα συνέβησαν.
Σύμφωνα με την εκπομπή «Αλήθειες με τη Ζήνα», αρχικά αναφέρθηκε στην εξάρτησή του από τον τζόγο λέγοντας: «Είμαι ένας καλόκαρδος άνθρωπος που είχα την ατυχία να εθιστώ στον τζόγο. Συγκεκριμένα άρχισα να στοιχηματίζω σε αγώνες πριν περίπου 10 χρόνια. Για μικρά χρονικά διαστήματα προσπαθούσα με τις δικές μου δυνάμεις να ξεκόψω αλλά πάντα ξανακυλούσα στον διαδικτυακό στοιχηματισμό. Υπήρχαν μέρες που μέσα σε λίγες ώρες έχανα τον μισθό μου. Ο τζόγος για εμένα είναι όπως η κατανάλωση καφέ και το κάπνισμα. Δανειζόμουν από γνωστούς και φίλους, είχα δανειστεί και από τη Νάντια και είχα παρακρατήσει και χρήματα από παραγγελίες που της πήγαινα. Θα της αποδοθεί το χρηματικό ποσό που αφαίρεσα από την οικία της».
Έπειτα αναφέρθηκε στη γνωριμία του με την κόρη του θύματος: «Την γνωρίζω από παιδί, ήξερα την μητέρα της και τον μπαμπά της που είχε πεθάνει πριν από ένα χρόνο. Την συγκεκριμένη μέρα είχαμε πάει για καφέ, συζητήσαμε τα νέα μας και μου είπε για τη μαμά της, ότι είχε άτομο να είναι μαζί της και ότι άφηνε το κλειδί σε μία γλάστρα. Μου είχε πει πιο παλιά ότι μάζευε κάτι οικονομίες και τις είχε στο σπίτι».
«Εκείνη φώναζε «βοήθεια, τι κάνεις, σε αγαπάω»»
Έπειτα αναφέρθηκε τι ακριβώς συνέβη εκείνο το μοιραίο μεσημέρι στην Χαλκίδα. «Περίπου στις 2 το μεσημέρι αποφάσισα να πάω και να πάρω τα χρήματα. Επειδή ήξερα ότι ήταν κατάκοιτη θεώρησα ότι θα ήταν εύκολο και δεν θα με καταλάβαιναν. Άφησα το αυτοκίνητο αριστερά από την αυλόπορτα, την άνοιξα, ήταν κλειστή και όχι κλειδωμένη, έψαξα για το κλειδί, το βρήκα, άνοιξα την πόρτα και όταν είδα την κυρία Μαρία όρθια με το πι τα έχασα. Όταν με αντίκρυσε με ρώτησε «τι θες εδώ;» ήμουν σε κατάσταση σοκ και πανικού, το μόνο που πλανήθηκε στο μυαλό μου ήταν ότι με πιάσανε, την τράβηξα, την έσπρωξα, το πι έμεινε έξω από την πόρτα. Εκείνη φώναζε «βοήθεια, τι κάνεις, σε αγαπάω».
Πήγα μέσα, άνοιξα τα συρτάρια πήρα ένα μαχαίρι, ήταν μεγάλο, την έσπρωξα ξανά, μου μίλαγε ακόμα, τη χτύπησα με το μαχαίρι στο λαιμό, στο πλάι αρκετές φορές για να σταματήσει, γιατί φοβόμουν ότι θα μας άκουγαν. Όταν σταμάτησε να μιλάει έψαξα για τα χρήματα. Ήμουν τυχερός και μόλις άνοιξα τη ντουλάπα και έκανα στην άκρη τα ρούχα, τα πήρα και μετά πήγα στο δωμάτιο της κυρίας Μαρίας και άνοιξα το συρτάρι, είδα ότι είχε χαρτιά, χρυσαφικά, τα έβγαλα έξω, πήρα τα λεφτά και έφυγα. Πήρα μαζί μου το μαχαίρι».
«Έψαχνα τρόπους να αυτοκτονήσω στο ίντερνετ»
Στη συνέχεια μίλησε για όσα έγιναν από τη στιγμή που έφυγε από το σπίτι. «Πήγα στο σπίτι μου έκατσα λίγο και κάπνισα, μετά πήγα στο εργοστάσιο του πρώην τσιμεντάδικου δίπλα στην ψηλή γέφυρα, πέταξα το μαχαίρι σε έναν μεγάλο στρογγυλό κάδο, σαν βαρέλι, μετά πήγα για κούρεμα και πήγα και πήρα και την ασφάλεια για το αμάξι» είπε αρχικά.
Τέλος, μιλώντας για τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτό το σημείο ανέφερε: «Δεν μπορώ να καταλάβω τι με ώθησε και έκανα αυτή την αποτρόπαια πράξη που έχω μετανιώσει. Κάθε μέρα περνούσα από τη ψηλή γέφυρα και σκεφτόμουν να αυτοκτονήσω ή με τρόπους αυτοκτονίας που αναζητούσα στο ίντερνετ. Μετά σκεφτόμουν να παραδοθώ, δεν το έκανα γιατί ντρεπόμουν και ευχόμουν να με συλλάβουν, για να πληρώσω για αυτό που έκανα».