Όταν το 1937 η Δημοκρατία της Ιρλανδίας απέκτησε το Σύνταγμα της, δεκαπέντε χρόνια μετά την ανεξαρτησία της από το Ηνωμένο Βασίλειο, η διάταξη που αφορά τις «γυναίκες στο σπίτι» σήκωσε θύελλα συζητήσεων, όπως συμβαίνει και σήμερα, όπου η αναθεώρηση της τίθεται στην κρίση του ιρλανδικού λαού, ανήμερα της Διεθνούς Ημέρας της Γυναίκας.

Ήταν ο θρυλικός Ιρλανδός πρωθυπουργός, Ίμον ντε Βαλέρα, πρωταγωνιστής του αγώνα για την ανεξαρτησία της χώρας που προηγήθηκε, εκείνος ο οποίος πρότεινε το Άρθρο 41.2 του Συντάγματος, ισχυριζόμενος ότι αυτό θα έδινε στις γυναίκες μια προνομιακή θέση στην ιρλανδική κοινωνία. Στην αντίπερα όχθη, οι γυναικείες οργανώσεις της εποχής είχαν αποδοκιμάσει έντονα τη διάταξη η οποία αναφέρει πως: «Το κράτος αναγνωρίζει ότι από τη ζωή της μέσα στο σπίτι, η γυναίκα παρέχει στο κράτος μια υποστήριξη χωρίς την οποία δεν μπορεί να επιτευχθεί το κοινό καλό».

Οι γυναικείες οργανώσεις εκείνης την εποχής ήταν ενωμένες απέναντι στην πρόταση, την οποία θεώρησαν ως επίθεση στο δικαίωμά τους στην εργασία. Ήδη από το 1924 άλλωστε, το ιρλανδικό κράτος, σε μια από τις πρώτες του νομοθετικές πράξεις, είχε εισάγει την περιβόητη απαγόρευση στις παντρεμένες γυναίκες να εργάζονται στο δημόσιο.

Η συγκέντρωση των γυναικών στο Mansion House

Η αντίθεσή των γυναικών της Ιρλανδίας στη συγκεκριμένη διάταξη εκφράστηκε ξεκάθαρα σε συγκέντρωση στο Mansion House στις 21 Ιουνίου 1937, στην οποία σύμφωνα με πηγές της εποχής συμμετείχαν περισσότερα από 1.000 άτομα. Στο πλαίσιο εκείνης της εκδήλωσης, η Δρ. Mary Hayden του Εθνικού Συμβουλίου Γυναικών είχε δηλώσει ότι οι γυναίκες δεν ήθελαν την κολακεία του ντε Βαλέρα, «ήθελαν την ελευθερία να εργαστούν». Οι ομιλητές προέτρεψαν το κοινό να απορρίψει το δημοψήφισμα για το Σύνταγμα, το οποίο θεωρήθηκε από τις γυναικείες οργανώσεις ως διάβρωση των δικαιωμάτων των γυναικών. Το δημοψήφισμα διεξήχθη την 1η Ιουλίου 1937 και εγκρίθηκε από 56,5% έναντι 43,5% που ψήφισαν κατά.

Το σημερινό συμβούλιο των γυναικών της χώρας, που πλέον ονομάζεται Εθνικό Συμβούλιο Γυναικών της Ιρλανδίας (NWCI), ενέκρινε ορισμένες από τις ομιλίες της συνεδρίασης του 1937 ενόψει του σημερινού δημοψηφίσματος, στο οποίο τίθεται προς ψήφιση η κατάργηση του άρθρου 41.2 και η αντικατάστασή του από μια διάταξη που αναφέρεται στη φροντίδα στο σπίτι χωρίς να αναφέρει το φύλο.

Σε πρόσφατη συνέντευξη της, η ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των γυναικών στην Ιρλανδία, Ailbhe Smyth, ανέφερε ότι στόχος του ντε Βαλέρα πίσω από το άρθρο 41.2 ήταν να φέρει μια συνταγματική διάταξη η οποία «θα έβαζε τις γυναίκες στη θέση τους και θα τις κρατούσε εκεί».

Η κ. Smyth πρόσθεσε ότι το άρθρο 41.2 είχε ως αποτέλεσμα το κράτος και η κοινωνία «να αγνοούν τη δουλειά που κάνουν οι γυναίκες, να μας θεωρούν δεδομένες και να μας κάνουν αόρατες». Η Παρασκευή είναι μια μοναδική ευκαιρία για να «τελειώσουμε τη δουλειά των γυναικών που ήρθαν πριν από εμάς. Βαδίζουμε στα βήματά που έκαναν εκείνες στο Mansion House» πρόσθεσε.

Η σταδιακή πρόοδος στον τομέα των γυναικείων δικαιωμάτων

Στην πάροδο των ετών, όπως είναι φυσικό η θέση των γυναικών στην ιρλανδική κοινωνία βελτιώθηκε. Το 1973 άρθηκε η απαγόρευση για την εργασία των παντρεμένων γυναικών στο δημόσιο, ενώ έναν χρόνο αργότερα, την κοινή γνώμη της χώρας μονοπώλησε η υπόθεση της Mary McGee που έφτασε στο Ανώτατο Δικαστήριο της Ιρλανδίας και σχετιζόταν με το Άρθρο 41 του Ιρλανδικού Συντάγματος.

Συγκεκριμένα, η Mary McGee, αντιμετώπιζε σοβαρά γυναικολογικά προβλήματα και ο γιατρός της τη συμβούλεψε ότι αν έμενε ξανά έγκυος θα έθετε σε κίνδυνο η ζωή της. Στη συνέχεια της δόθηκε η ιατρική οδηγία να χρησιμοποιήσει ένα διάφραγμα και ένα σπερματοκτόνο τζελ που της είχαν συνταγογραφηθεί. Ωστόσο, οι συνταγματικές διατάξεις της απαγόρευαν να λάβει τη συνταγή. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε με πλειοψηφία 4 προς 1 υπέρ της, αφού έκρινε ότι τα παντρεμένα ζευγάρια έχουν το συνταγματικό δικαίωμα να λαμβάνουν ιδιωτικές αποφάσεις για τον οικογενειακό προγραμματισμό, ασχέτως των νομικών διατάξεων.

Δύο χρόνια μετά, το 1976, έγινε ένα ακόμη βήμα προς την ισότητα των φύλων, με τον νόμο για την προστασία της οικογένειας. Πριν την ψήφιση του ο σύζυγος μπορούσε να πουλήσει ή να υποθηκεύσει το σπίτι της οικογένειας χωρίς τη συγκατάθεση ή τη γνώση της συζύγου του. Επιπλέον, ο νόμος για την ισότητα στην εργασία του 1977 απαγόρευσε τις περισσότερες διακρίσεις λόγω φύλου στην απασχόληση. Τέλος,  ο νόμος για την υγεία του 1979 επέτρεψε την πώληση αντισυλληπτικών στην Ιρλανδία, με την προϋπόθεση της συνταγογράφησης από κάποιον γιατρό.

Η νομιμοποίηση του διαζυγίου και των αμβλώσεων

Κατά τη δεκαετία του 1980, η Ιρλανδία προσχώρησε στη Σύμβαση για την εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των γυναικών το 1985, ενώ η τροποποίηση του νόμου για την υγεία επίσης το 1985, επέτρεψε την πώληση προφυλακτικών και σπερματοκτόνων σε άτομα άνω των 18 ετών χωρίς να χρειάζεται να προσκομίσουν ιατρική συνταγή.

Χρονιά – ορόσημο για το οικογενειακό δίκαιο στη χώρα υπήρξε το 1996, καθώς τότε τέθηκε σε ισχύ η απόφαση τους δημοψηφίσματος του Νοεμβρίου του 1995, με την οποία ο λαός της Ιρλανδίας κατήργησε τη συνταγματική απαγόρευση του διαζυγίου, η οποία ίσχυε από το 1937 μέχρι τότε.

Η απόφαση αυτή αποτέλεσε τη σημαντικότερη, μέχρι την επόμενη, η οποία έγινε πραγματικότητα στις 25 Μαΐου του 2018: Εκείνη τη μέρα οι Ιρλανδοί με ποσοστό 66,4% έναντι 33,6% κατήργησαν την απαγόρευση των αμβλώσεων, σε ένα δημοψήφισμα, που λαμβάνοντας υπόψιν το γεγονός πως η Ιρλανδία αποτελεί μια βαθιά καθολική χώρα, θεωρήθηκε ένα ιδιαίτερα σημαντικό βήμα προόδου και μια «γροθιά στο στομάχι» των δυνάμεων της οπισθοδρόμησης.

Μετά από όλη αυτή την πορεία, ο Ιρλανδικός λαός αναμένεται σήμερα να ολοκληρώσει και τυπικά την πορεία προς την πλήρη νομοθετική ισότητα, μέσω ενός ακόμα δημοψηφίσματος. Τα αποτελέσματα αναμένονται αύριο το μεσημέρι.