Ας υποθέσουμε ότι με ένα μαγικό τρόπο ο ΣΥΡΙΖΑ καταφέρνει να «ξεφορτωθεί» τον Κασσελάκη. Και λοιπόν; Τι θα γίνει μετά; Θα εκτοξευτούν τα ποσοστά του κόμματος; Θα αποκτηθεί (ξανά) δυναμική εξουσίας; Θα φτιάξουν τα πράγματα ή θα εξακολουθούμε να παρακολουθούμε «ωραίες ατμόσφαιρες» όπως αυτές των τελευταίων ημερών;

Η εκδοχή που πλασάρεται από κορυφαία και μη στελέχη ότι το πρόβλημα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ο νέος του αρχηγός, λέει τη μισή αλήθεια. Και είναι και μια βολική εκδοχή. Γιατί η άλλη μισή αλήθεια είναι ότι το πρόβλημα είναι ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ.

Πότε προέκυψε ο Κασσελάκης; Μετά την απόφαση του Αλέξη Τσίπρα να εγκαταλείψει την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν μια απόφαση μονόδρομος. Δεν την ήθελε αλλά δεν μπορούσε να κάνει και διαφορετικά. Ποτέ, δεν έχω ξαναδεί κόμμα της αντιπολίτευσης να έχει μεγαλύτερη φθορά από το κόμμα που κυβερνά. Και δεν θυμάμαι εκλογές που οι πολίτες αποδοκίμασαν τόσο έντονα το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τον αρχηγό του.

Για όσους στην Κουμουνδούρου δεν θυμούνται ή θέλουν να ξεχάσουν στις εκλογές του 2019 ο ΣΥΡΙΖΑ έλαβε ποσοστό 32%. Μετά από 4 χρόνια στην αντιπολίτευση και με αντίπαλο «τη χειρότερη κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης» κατάφερε να ρίξει τα ποσοστά του κατά, περίπου 14 μονάδες. Έπεσε στο 17%. Έχασε κοντά 900 χιλιάδες ψηφοφόρους. Αυτή η κατρακύλα δεν είχε την υπογραφή του Κασσελάκη. Ήταν έργο Τσίπρα.

Πώς προέκυψε ο Κασσελάκης; Και αυτό, όπως όλα δείχνουν, έργο Τσίπρα ήταν. Αλλιώς τα υπολόγιζε αλλιώς του βγήκαν (για μια ακόμα φορά).  Ήθελε, υποστηρίζουν οι γνωρίζοντες πρόσωπα, πράγματα και παρασκήνιο να εμποδίσει μια θριαμβευτική εκλογή της κυρίας Αχτσιλόγλου στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Εκτίμησε ότι ο Στέφανος Κασσελάκης θα περιόριζε το ποσοστό της εκλογής της. Δεν περίμενε ότι θα εκλεγόταν και μάλιστα με τόσο εμφατικό τρόπο. Έπεσε έξω.

Και τώρα; Θα μπορούσε κάποιος να πει καλά ξεμπερδέματα. Αλλά τα ξεμπερδέματα στην πολιτική δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Ο Κασσελάκης δεν έχει την εμπιστοσύνη των καλούμενων κορυφαίων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι αμφίβολο αν διατηρεί και την απήχηση που είχε στη βάση του κόμματος. Αλλά είναι βέβαιο ότι δεν πρόκειται να καταθέσει τα όπλα. Να πέσει αμαχητί. Να αφήσει το «μαγαζί» σε αυτούς που το θεωρούν δικό τους και βλέπουν τον ίδιο ως αλεξιπτωτιστή. Το ξεκαθάρισε με δηλώσεις και επιστολές.

Είναι άγνωστο τι θα συμβεί τις επόμενες μέρες, τα σενάρια που φτάνουν στα δημοσιογραφικά γραφεία δεν αποκλείουν να υπάρξει και νέα ρήξη. Σε κάθε περίπτωση, για τον ΣΥΡΙΖΑ ισχύει η φράση που είχε πει για το ΠαΣοΚ η Μελίνα Μερκούρη. «Δεν αρέσουμε πιά». Και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αρέσει. Γιατί δεν τον βαραίνουν μόνο τα έργα και τις (κυβερνητικές) ημέρες του. Τον βαραίνει η  αδυναμία του να εκπέμψει ένα ξεκάθαρο πολιτικό στίγμα. Δεν ξέρει κανείς τι ακριβώς πρεσβεύει. Ιδεολογικά και πολιτικά.  Ψάχνεται, με ερωτηματολόγια; Έίναι αριστερό; Είναι κεντροαριστερό; Είναι λίγο από όλα; Πρέπει να αλλάξει όνομα; Αλήθεια πώς μπορεί ο πολίτης να εμπιστευθεί ένα κόμμα που δεν ξέρει που θέλει να πάει;

Τα (πραγματικά) δύσκολα για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν βρίσκονται στις μέρες που έρχονται. Τα δύσκολα για τον ΣΥΡΙΖΑ, αν υποθέσουμε ότι δεν θα διαλυθεί στο συνέδριο, θα ξεκινήσουν τη Δευτέρα, μετά τις Ευρωεκλογές. Αν πάρει τα ποσοστά που δείχνουν οι δημοσκοπήσεις θα έχει, οριστικά, γίνει ένα μικρό κόμμα. Που δεν θα έχει η πορεία προς την εξουσία αλλά προς τα μονοψήφια ποσοστά με τα οποία, ήδη, φλερτάρει.