Μπροστά στο θάνατο είμαστε όλοι ίσοι· στη ζωή όμως όχι. Σε αυτή τη γωνιά του πλανήτη κάτι καταλάβαμε στα χρόνια της δημοσιονομικής κρίσης της Ευρωζώνης και ο θάνατος του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, του grand seigneur της γερμανικής πολιτικής, ήταν μια καλή αφορμή για να το ξαναθυμηθούμε. Σύμφωνοι, η Ιστορία πάντα θα φτάνει αργοπορημένη στα ραντεβού της και όταν θα εμφανιστεί σε εκείνο με τον Γερμανό πρώην Υπουργό Οικονομικών θα κρατά στα χέρια λουλούδια και ένα κουτί πάστες, δώρα από τον Ορμπάν, τη Μελόνι, τον Βίλντερς, τη Λεπέν. Η δογματική εμμονή του στις πολιτικές λιτότητας έφερε την «άνοιξη» της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, έτσι όπως συστηματικά καταγράφεται στα εκλογικά αποτελέσματα των τελευταίων ετών.

Από την άλλη, τα DMs και οι ομαδικές συνομιλίες μας έχουν τους δικούς τους, διαφορετικούς χρόνους. Κι εκεί, ένας θάνατος έγινε ξανά η αφορμή για να γεμίσουν οι ειδοποιήσεις μας με τα θαμπά στιγμιότυπα μιας παλιότερης ζωής. Κι αν στην περίπτωση δύο άλλων, μα εντελώς διαφορετικής τάξης, θανάτων όπως αυτών του Μάθιου Πέρι και του Βασίλη Καρρά, βυθιστήκαμε αγκαλιά της νοσταλγίας και στην καθησυχαστική πεποίθηση ότι όλα στο τέλος θα πηγαίνουν καλά, εδώ τα πράγματα λειτούργησαν αντίστροφα. Μέσα σε ένα πρωινό, ήταν σαν να αποχαιρετήσαμε ξανά φίλους μας στα αεροδρόμια, ακουμπήσαμε το αυτί μας στις μεσοτοιχίες των σπιτιών και κρυφακούσαμε το τηλέφωνο από την εισπρακτική ή εκείνη την ιστορία του συγγενή που κοιμήθηκε με 67% αναπηρία και ξύπνησε με 50%, γίναμε χλωμοί κάτω από τη λάμπα φθορίου στο διάδρομο ενός δημόσιου νοσοκομείου περιμένοντας να εξυπηρετηθούμε.

«Ο θάνατος του Σόιμπλε άναψε ξανά τα φώτα της μαρκίζας και φώτισε την καθηλωτική συνειδητοποίηση ότι τα καλύτερα μας χρόνια έχουν περάσει οριστικά».

Μια ζωή κάπως μακρινή, όχι επειδή είναι ολότελα διαφορετική σε σχέση με την τωρινή, μα επειδή ακριβώς τότε έμοιαζε με εξαίρεση και σήμερά είναι απόλυτα κανονικοποιημένη, καθώς συνοψίζεται στην έλλειψη προοπτικής και στο ασφυκτικό κυνήγι της επιβίωσης. Η φετινή έρευνα της Delloite για τους millenials και την Gen Z αποκαλύπτει ότι η βασικότερη ανησυχία των σημερινών νέων είναι το κόστος ζωής, η ανεργία και η υποαμοιβόμενη εργασία.

Κυρίως όμως για εμάς του millennials που το 2010 ήμασταν λίγο πριν ή ακριβώς 30, ο θάνατος του Σόιμπλε άναψε ξανά τα φώτα της μαρκίζας και φώτισε την καθηλωτική συνειδητοποίηση ότι τα καλύτερα μας χρόνια έχουν περάσει οριστικά μέσα στη δίνη ενός ιλιγγιώδους καθοδικού σπιράλ εσωτερικής υποτίμησης, περικοπών και βίαιης φτωχοποίησης. Εργαζόμαστε για να βιοποριζόμαστε όχι για να δημιουργούμε. Ταξιδέψαμε άλλα όχι όσο θα επιθυμούσαμε, πιθανόν να συντηρούμε ένα σπίτι, όχι αυτό  που κάποτε είχαμε ή θα θέλαμε να έχουμε διότι εκεί φιλοξενούνται τουρίστες που κάνουν city break. Πλέον στα 40 μας (ή και λίγο μετά από αυτά) γνωρίζουμε καλά πού θα βρούμε πολλές από αυτές τις προσδοκίες, στο νεκροταφείο. Βρεθήκαμε αργοπορημένοι και ακάλεστοι σε ένα πάρτι που όταν μας άνοιξαν την πόρτα βρήκαμε τους τελευταίους καλεσμένους μεθυσμένους στους καναπέδες και κάποιος μας έδωσε μια σκούπα για να συμμαζέψουμε το χώρο.

«Η γραμμή μάλλον ήταν ξεκάθαρη για τους περισσότερους: κανένα δάκρυ, μόνο ανακούφιση και για κάποιους μια άγρια χαρά».

Με μια γενναία μα όχι αυθαίρετη αφαίρεση, ήταν το χέρι το Σόιμπλε που μας έσυρε πίσω στο πατρικό μας, στην περιορισμένη επικράτεια του εφηβικού δωματίου. Ο αρχιτέκτονας μιας οικονομικής πολιτικής που πλέον και ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με τη διαχείριση της «ελληνικής εξαίρεσης» έχει στηλιτευθεί από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Οι NYT στη νεκρολογία τους το έγραψαν με αφοπλιστική ειλικρίνεια (όταν τα ζητήματα δεν αφορούν υποθέσεις των ΗΠΑ): έπαιζε τον «κακό μπάτσο» στο πλευρό της φαινομενικά πιο ανεκτικής Μέρκελ.

Όσο και μια απώλεια γεννά σχετικοποιήσεις και στρογγυλοποιήσεις, εδώ η γραμμή μάλλον ήταν ξεκάθαρη για τους περισσότερους: κανένα δάκρυ, μόνο ανακούφιση και για κάποιους μια άγρια χαρά. Το φαινόμενο έχει καθιερωθεί στη διεθνή ορολογία με μια -τι ειρωνεία!- γερμανική λέξη, Schadenfreude. Θα το μεταφράζαμε και χαιρεκακία αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Μια από τις πιο κλασσικές περιπτώσεις ήταν αυτό που βιώσαν πολλοί Βρετανοί στο άκουσμα του θανάτου της Μάργκαρετ Θάτσερ: βγήκαν στους δρόμους να πανηγυρίσουν.

Στην Ελλάδα ευτυχώς δεν είχαμε τέτοια, παρά μόνο ελάχιστα σημερινά κιτς memes και εξώφυλλα που κρεμάστηκαν στα περίπτερα. Θα έκαναν κάποια κεφάλια να κουνηθούν με ικανοποίηση, πριν βυθιστούν ξανά σε μια οθόνη για να επιλέξουν το χρώμα τιμολογίου που τους συμφέρει να έχουν στους ρεύμα ή για να ανοίξουν στο μέιλ μια νέα αγγελία για ένα διαμέρισμα 50 τμ, του ’83, ισόγειο, με ενοίκιο στα 550 ευρώ/μήνα.