Δικογραφία σε βάρος 39χρονου Αιγύπτιου σχημάτισε η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία ο οποίος, με αναρτήσεις του στα social media, ζητούσε ένοπλη τζιχάντ στην Ελλάδα. Ο 39χρονος στήριζε τις ενέργειες της Χαμάς και προέτρεπε σε πράξεις βίας σχετικά με τον πόλεμο Ισραήλ και Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας.

Η δικογραφία υποβλήθηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Χανίων, η οποία παρήγγειλε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για παράβαση του άρθρου 187 Α παρ. 6 σε συνδυασμό με το άρθρο 98 του Ποινικού Κώδικα».

Ο 39χρονος, που κατοικεί στα Χανιά τα δέκα τελευταία χρόνια, υποστήριζε μέσα από τα προφίλ του στα κοινωνικά δίκτυα τη δράση των Ταξιαρχιών Αλ Κασάμ, που αποτελούν ένοπλη οργάνωση που υποστηρίζει τον αγώνα της Χαμάς εναντίον του Ισραήλ. Παράλληλα καλούσε τους μουσουλμάνους σε ένοπλη Τζιχάντ.

Ο άνδρας, σύμφωνα με τις πληροφορίες του αστυνομικού συντάκτη του Βήματος και των Νέων, Βασίλη Λαμπρόπουλου στο Live News του Mega, είναι ιμάμης σε άτυπο τζαμί και δίδασκε στους μουσουλμάνους καθώς είχε κάνει θρησκευτικές σπουδές. Προχωρούσε και σε προφορικά κηρύγματα μίσους στο τζαμί, αλλά τον τελευταίο καιρό είχε σταματήσει να διδάσκει καθώς φαίνεται ότι είχε αντιληφθεί ότι είχε μπει στο στόχαστρο των Αρχών, οι οποίες θεωρούν ότι δεν είναι ακραίος και ριζοσπάστης.

Η οργάνωση Ταξιαρχίες του Αλ Κασάμ ιδρύθηκε το 1992, με την ονομασία της να προέρχεται από τον Σύρο ιεροκήρυκα Εζντίν Αλ Κασάμ. Ο Κασάμ στις αρχές του 20ού αιώνα καλούσε σε ένοπλη αντίσταση κατά των «νέων σταυροφόρων» της αποικιοκρατίας και το 1935 σκοτώθηκε σε ανταλλαγή πυρών με τη βρετανική αστυνομία.

Η ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ

«Από την Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία (Δ.Α.Ε.Ε.Β.) σχηματίστηκε δικογραφία σε βάρος 39χρονου υπηκόου τρίτης χώρας, διότι σε αναρτήσεις του σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης τον Οκτώβριο του 2023 αναφερόμενος στον πόλεμο που διεξάγεται στη Λωρίδα της Γάζας, προέτρεπε σε πράξεις βίας.

Η δικογραφία υποβλήθηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Χανίων, η οποία παρήγγειλε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για παράβαση του άρθρου 187 Α παρ. 6 σε συνδυασμό με το άρθρο 98 του Ποινικού Κώδικα».