Θεωρητικά, η εξελικτική πορεία του Ανθρώπου είναι στην κατεύθυνση της προόδου. Και, σε κοινωνικό επίπεδο (εξαιρώντας, δηλαδή, την επιστήμη και την τεχνολογία) θεμελιώδες συστατικό της προόδου είναι η διεύρυνση των ατομικών δικαιωμάτων και της ατομικής ελευθερίας.

Τον 21ο αιώνα, εν τούτοις, εμφανίζονται ανησυχητικά σημάδια οπισθοδρόμησης, με κοινό παρονομαστή τη θρησκεία (στις διάφορες εκδοχές της). Ένας αναδυόμενος θρησκευτικός φονταμενταλισμός που, σε κάποιες περιπτώσεις, προσεγγίζει τον ακραίο ριζοσπαστισμό, δείχνει να απειλεί ανοιχτά τον φιλελεύθερο κόσμο (κυρίως τον Δυτικό), θέτοντας σε αμφισβήτηση τα πλέον αυτονόητα ανθρώπινα δικαιώματα. Μεταξύ αυτών, την ελευθερία στη θρησκευτική πίστη (γίναμε μάρτυρες ακόμα και φρικιαστικών δολοφονιών «απίστων» από φανατικούς) και το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του σώματος.

Σε ό,τι αφορά το δεύτερο δικαίωμα, η ασφυκτική πίεση ακραία συντηρητικών θρησκευτικών κύκλων στις ΗΠΑ, σε συνδυασμό με τον κυνικό πολιτικό καιροσκοπισμό του τέως προέδρου της χώρας, Ντόναλντ Τραμπ, απέφεραν καρπούς. Το 2016, μία όχι κολακευτική για την Ιστορία των ΗΠΑ προεδρική εκλογή έφερε στην εξουσία εκείνον που, μεταξύ άλλων (π.χ., περιορισμό στη μετανάστευση και την «πολιτική ορθότητα» [1]) υποσχέθηκε σε ένα νεο-συντηρητικό και θρησκόληπτο τμήμα του εκλογικού σώματος την αλλαγή των ισορροπιών στη Δικαιοσύνη, με στόχο την κατάργηση αυτονόητων, ως τότε, ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ως αποτέλεσμα, το – με προεδρική φροντίδα – ανανεωμένο Ανώτατο Δικαστήριο προέβη στην κατάργηση του δικαιώματος μίας γυναίκας να αρνηθεί να καταστεί αναγκαστικό μέσο αναπαραγωγής, ποινικοποιώντας, ουσιαστικά, την ελευθερία επιλογής της. Αν σκεφτούμε ότι το δικαίωμα αυτό είχε κατοχυρωθεί θεσμικά στις ΗΠΑ μισόν αιώνα πριν, αντιλαμβανόμαστε ότι η χώρα αυτή (η πλέον φιλελεύθερη Δημοκρατία του κόσμου, όπως την γνωρίζαμε κάποτε) έχει αρχίσει να εμφανίζει σημάδια επικίνδυνης οπισθοδρόμησης σε ό,τι αφορά τις ατομικές ελευθερίες.

Ό,τι συνέβη στις ΗΠΑ αποτελεί ξεκάθαρη προειδοποίηση για ολόκληρη την δημοκρατική Δύση, αφού αποδείχθηκε στην πράξη ότι ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός έχει τη δύναμη να επιβληθεί ως δεύτερο επίπεδο εξουσίας ακόμα και στις (θεωρητικά) πιο φιλελεύθερες χώρες, θέτοντας σε κίνδυνο κεκτημένα ατομικά δικαιώματα. Και, η απειλή κατά της Δημοκρατίας δεν προέρχεται, τελικά, από την ανελεύθερη Ανατολή: επωάζεται στο εσωτερικό του ίδιου του δημοκρατικού συστήματος. Είναι, λοιπόν, αναγκαίο να βρεθούν τρόποι περιορισμού της θρησκείας στον πνευματικό της και μόνο ρόλο, έτσι ώστε αυτή να μην είναι σε θέση να επιβάλλει (έμμεσα, έστω) πολιτικές αποφάσεις που επηρεάζουν τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων, ακόμα και εκείνων που δεν την ακολουθούν.

Το πρόβλημα είναι ότι, σε μια εκλογική διαδικασία σε ένα δημοκρατικό καθεστώς, μία κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων με ισχυρούς δεσμούς με τη θρησκεία είναι δυνατό να κάνει πολιτικές επιλογές με βάση τον βαθμό ευθυγράμμισης των υποψηφίων με τις κατευθυντήριες γραμμές εκκλησιαστικών κύκλων. Και είναι επίσης δυνατό κάποιοι υποψήφιοι – ακόμα περισσότερο, κάποια πολιτικά κόμματα – να αναδειχθούν νικητές ή ηττημένοι ανάλογα με το εάν «χαϊδεύουν» ή όχι τα αυτιά των πιο πάνω κύκλων, όταν οι τελευταίοι αξιώνουν την επιβολή μέτρων που περιορίζουν τις ατομικές ελευθερίες. Το φαινόμενο της ωμής παρέμβασης της θρησκείας στην πολιτική το γνωρίσαμε πριν χρόνια και στη χώρα μας, με αφορμή το ζήτημα της αναγραφής του θρησκεύματος στα δελτία ταυτότητας. Η ευθυγράμμιση με τη θρησκεία αποδείχθηκε, τελικά, πολιτικά επικερδής…

Ας έρθουμε στο «σήμερα». Οι πρόσφατες εθνικές εκλογές ανέδειξαν, ως κεραυνό εν αιθρία, ένα ως χθες άγνωστο πολιτικό(;) κόμμα με ισχυρούς δεσμούς με υπερσυντηρητικούς εκκλησιαστικούς κύκλους (αλλά όχι με την επίσημη Εκκλησία της Ελλάδος). Χρησιμοποιώντας μεθόδους «Φιλικής Εταιρείας», το κόμμα αυτό κατόρθωσε να στρατολογήσει ικανό αριθμό ψηφοφόρων ώστε να πλησιάσει απειλητικά το όριο εισόδου στην ελληνική Βουλή. Αν ο στόχος αυτός επιτευχθεί μελλοντικά, το κόμμα θα αποκτήσει το προνόμιο να αρθρώνει τον ακραία οπισθοδρομικό και αντι-φιλελεύθερο λόγο του [2] εντός του ελληνικού κοινοβουλίου. Σημαντικό μέρος του οποίου λόγου αποτελεί η αμφισβήτηση ατομικών ελευθεριών και η απαίτηση συμμόρφωσης της κοινωνίας με κανόνες που δεν απορρέουν από τις θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος, αλλά υπαγορεύονται από τη θρησκεία.

Θα ήταν λάθος εκ μέρους του δημοκρατικού συστήματος να αντιμετωπιστεί το κόμμα αυτό ως πολιτική γραφικότητα (με το σκεπτικό, λ.χ., ότι οι θέσεις του απηχούν, μεταξύ άλλων, σε φανατικούς αντιεμβολιαστές και αφελείς συνωμοσιολόγους) και να υποτιμηθεί, έτσι, η επιρροή που θα μπορούσαν να ασκήσουν τα σκοταδιστικά μηνύματά του σε όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού. Για τον λόγο αυτό, καλό είναι να μην ξεχνούμε πώς εκκολάφθηκε κοινωνικά, και απέκτησε εκρηκτικές διαστάσεις πολιτικά, το φαινόμενο «Τραμπ» στις ΗΠΑ. Ή, ακόμα εφιαλτικότερα, πόσο μεθοδικά και ύπουλα εκτροχιάστηκε από την – σύντομη, έστω – δημοκρατική πορεία της η Γερμανία του Μεσοπολέμου. Και μάλιστα, με την επίφαση δημοκρατικής νομιμότητας ως αφετηρία της εκτροπής…

[1] https://www.tovima.gr/2020/06/23/opinions/politiki-orthotita-kai-amerikanikes-ekloges/

[2] https://www.in.gr/2023/05/24/politics/politiki-grammateia/komma-niki-oi-akraies-theseis-pou-yparxoun-sto-katastatiko-tou/

* Ο Κώστας Παπαχρήστου είναι Φυσικός και εκπαιδευτικός στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.