Χωρίς να έχω πολύ καθαρή εικόνα για τους «εθνικούς μύθους» με τους οποίους θρέφονται άλλοι λαοί – όλοι έχουν ανάγκη τις ντόπες τους – νομίζω πως στην Ελλάδα είμαστε σε περίοπτη θέση.

Δεν αναφέρομαι στους ιστορικούς μύθους, που παρά το γεγονός πως έχουν αποκαλυφθεί από έγκριτους ιστορικούς εμείς συνεχίζουμε να ταΐζουμε με αυτούς τα σχολικά μας βιβλία και τις ομιλίες των επετείων. Αναφέρομαι στους σύγχρονους, που έχουν να κάνουν με μία εκούσια προσπάθεια τύφλωσης και διαστρέβλωσης γιατί δεν αντέχουμε τους καθρέφτες.

Το παραμύθι περί «βαριάς βιομηχανίας» του τουρισμού τρέμει και ψυχορραγεί κάθε φορά που ένας εξωγενής παράγοντας κλονίζει τα πήλινα πόδια του. Μια πανδημία, ένας κοντινός πόλεμος, κάποιες αλλαγές σε συναλλαγματικές ισοτιμίες, και η βαριά βιομηχανία μετατρέπεται σε συνοικιακή βιοτεχνία. Κάπως έπρεπε όμως να δικαιολογήσουμε την αποβιομηχάνιση, τη γεωργία των επιδοτήσεων και των απαγορεύσεων, την πλήρη υποταγή του πρωτογενούς τομέα στους κεντρικούς ευρωπαϊκούς σχεδιασμούς και τον νέο καταμερισμό. Οι σιτοβολώνες της Ουκρανίας αποδεικνύονται, όπως είναι φυσικό, σημαντικότεροι από το συνάλλαγμα που θα φέρει η Μύκονος και η Σαντορίνη στις καλές τους χρονιές.

Η κατασυκοφάντηση οτιδήποτε δημόσιου, ανάμεσά τους η Υγεία και η Παιδεία, έχει ποτίσει τη νεοελληνική νοοτροπία, ένα κράμα φόβου, κέρδους και νεοπλουτίστικης ξιπασιάς, αλλά ήρθε η πανδημία να αποδείξει πως είναι πολύ καλοί στις θεωρίες και εγκληματικά ανεπαρκείς στην πράξη. Η ιδιωτικοποίηση ακόμη και της Ενέργειας, θυμίζει σώμα που ζει με πνευμόνια δανεικά, εκτός του σώματός του. Δεν έχει κανέναν έλεγχο επάνω τους, δεν θέλει να έχει, οι ιδιωτικές εταιρείες ξέρουν καλά την Αγορά, το Δημόσιο όχι. Ε, καθίστε να τη μάθετε κι εσείς, αυτή είναι η δουλειά σας, εκλεγμένοι από τον Δήμο είστε.

Οσο για τις χοντροκομμένες μπουκιές περί χώρας που είναι ισχυρός και υπολογίσιμος παίκτης στη διεθνή σκακιέρα, δεν ξέρω πραγματικά ποια στομάχια χορταίνουν και ξεγελάνε την πείνα τους από το έλλειμμα στην πραγματική ζωή τους. Ταΐζουμε το φαντασιακό μας με σκέτο αέρα, όμως η Ιστορία αλλά και η ψυχολογία έχουν αποφανθεί τελεσίδικα πια πως τα συλλογικά παραμύθια τα έχουν ανάγκη όσοι τρώνε πόρτες τη μία μετά την άλλη στον προσωπικό τους βίο. Δεν αντέχεται τόση ήττα, κάπου μακριά θα πρέπει να νικάμε και λίγο…

Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και την εξόχως ανιστόρητη – πλην ελαχίστων εξαιρέσεων – πεποίθηση περί ξένης βοήθειας στα ζόρια μας, το έχουμε στήσει μια χαρά το παραμύθι μας, το οποίο δεν μας περιλαμβάνει όμως, δεν έχει απαιτήσεις από εμάς, όλες οι λύσεις έρχονται από αλλού.

Και επειδή ο μηδενισμός είναι επίσης αγαπημένο εθνικό άθλημα, αλλά όχι για όλους, δεν έχουμε καταφέρει και λίγα στα τελευταία διακόσια χρόνια. Φυσικά έχουμε και τις νίκες μας. Αλλά δεν τις φροντίζουμε ή δεν τις εκτιμάμε. Πάντα ζαχαρώνουμε τους απέναντι που φαίνεται πως έχουν καλύτερα διαφημισμένες ζωές από τις δικές μας. Πιστεύουμε ως πραγματικότητα εκείνο που θα θέλαμε να ήμαστε.

Δεν είναι κακό να φανταζόμαστε την καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας – είναι κινητήριος δύναμη -, κακό είναι να την έχουμε εκχωρήσει σχεδόν οριστικά, να έχουμε παραιτηθεί από τη διεκδίκησή της και να νομίζουμε πως νικάμε. Και οι αληθινές νίκες δεν είναι απέναντι στους άλλους, αλλά πάντα στον εαυτό μας.