Στο Forum του δικού μας «Οικονομικού Ταχυδρόμου» ο Πρωθυπουργός θέλησε να ξεκαθαρίσει, σε τούτη την τόσο ασταθή πολεμική και απολύτως μεταβατική περίοδο για ολόκληρο τον κόσμο, τις πολιτικές του προθέσεις, προσδιορίζοντας με σαφήνεια τον χρόνο και τους όρους διεξαγωγής των επόμενων εκλογικών αναμετρήσεων.

Δεσμεύτηκε με τόλμη και χωρίς επιφυλάξεις ότι θα εξαντλήσει την τετραετία και δήλωσε καθαρά ότι οι εκλογές θα διεξαχθούν στο τέλος της άνοιξης του 2023. Επιπλέον, δήλωσε καθαρά ότι δεν πρόκειται να αλλάξει τον εκλογικό νόμο και μαζί έλαβε αποστάσεις από τον διακηρυγμένο μέχρι πρότινος στόχο της αυτοδυναμίας, ανοίγοντας παράθυρο ευκαιρίας σε κυβερνήσεις συνεργασίας.

Με την επιλογή του ο κ. Μητσοτάκης αναγνώρισε την κρισιμότητα των περιστάσεων, θέτοντας τη χώρα και τη σταθερότητά της υπεράνω των όποιων κομματικών στόχων και επιδιώξεων.

Κατά βάση αποδεσμεύτηκε από τα συνήθη παίγνια της ελληνικής πολιτικής, αποδέχθηκε ότι σε τούτες τις ξεχωριστές συνθήκες μόνο ευθύνη αρμόζει και ανέλαβε πλήρως το κόστος που γεννά η διεθνής αστάθεια, θεωρώντας ότι ο ελληνικός λαός θα εκτιμήσει τη στάση του.

Ουσιαστικά με την επιλογή του άλλαξε σελίδα επαναπροσδιορίζοντας τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού σε τούτες τις τόσο ξεχωριστές συνθήκες. Τώρα ουδείς πια μπορεί να μένει οχυρωμένος πίσω από τα ξύλινα τείχη του κόμματός του και να παριστάνει τον διεκδικητή της απόλυτης εξουσίας. Οταν ο ηγέτης του πρώτου κόμματος ανοίγει ζήτημα συνεργασιών, δεν μπορούν οι υπόλοιποι να υπεκφεύγουν και να σφυρίζουν κλέφτικα.

Το δίλημμα της διακυβέρνησης είναι πλέον κοινό για όλες τις πολιτικές δυνάμεις, ουδεμία μπορεί να εξαιρεθεί από τη συγκεκριμένη βάσανο. Και αυτό γιατί απλούστατα η χώρα δεν μπορεί να μείνει ακυβέρνητη, ιδιαίτερα στο παρόν πολεμικό περιβάλλον. Αυταπάτες λοιπόν δεν χωρούν. Κατά πάσα βεβαιότητα η απλή αναλογική δεν μπορεί να δώσει βιώσιμη κυβέρνηση. Θα απαιτηθεί η σύμπραξη τουλάχιστον τριών κομμάτων και μάλλον των τριών πρώτων. Πράγμα απίθανο, καθώς οι διαφορές είναι θεμελιακές και εν πολλοίς αγεφύρωτες. Οπότε το πιθανότερο είναι ότι στο τέλος της άνοιξης του 2023 θα χρειαστεί η διεξαγωγή δεύτερης εκλογικής αναμέτρησης με τους ευνοϊκότερους για το πρώτο κόμμα όρους. Το ζήτημα που έθεσε ο κ. Μητσοτάκης είναι ότι δεν επιτρέπεται στις παρούσες συνθήκες διεθνούς αστάθειας να αποδειχθεί άγονη και η δεύτερη κάλπη και να οδεύσει η χώρα εν μέσω εντάσεων σε μια τρίτη, αγνώστου εκβάσεως. Επ’ αυτού καλούνται να τοποθετηθούν εγκαίρως οι πολιτικές δυνάμεις, ιδιαιτέρως οι συγγενείς μεταξύ τους, ώστε να διευκολυνθούν οι προγραμματικές συγκλίσεις και οι εκλογείς να γνωρίζουν τα πιθανά σχήματα που θα κυβερνήσουν τη χώρα.

Κακά τα ψέματα, ο Πρωθυπουργός προσβλέπει κατά βάση στη συνεργασία με το αναγεννημένο ΚΙΝΑΛ. Θεωρεί το κόμμα του κ. Ανδρουλάκη πιο συγγενές και επιπλέον πιστεύει ότι διαθέτει εμπειρίες διακυβέρνησης.

Αλλωστε τα δύο κόμματα συμμετείχαν σε κυβερνήσεις στο πρόσφατο παρελθόν και διαχειρίστηκαν από κοινού τα προβλήματα της χώρας σε κρίσιμες περιόδους. Επιπλέον, στην Ευρώπη φιλελεύθερα και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα συνυπάρχουν σε πολλές κυβερνήσεις.

Ο κ. Μητσοτάκης δεν θέλει σε καμία περίπτωση – θα το διακηρύξει κιόλας – να περιπέσει στην ανάγκη εθνικιστικών-λαϊκιστικών σχημάτων και δυνάμεων. Η πρώτη αντίδραση του κ. Ανδρουλάκη στην έμμεση πρόσκληση του Πρωθυπουργού μόνο θερμή δεν ήταν. Αντιθέτως, εμφανής ήταν η επιφύλαξη και η καχυποψία. Δικαίως μπορεί να πει κανείς. Ωστόσο όσο θα περνά ο καιρός η πίεση προς αυτόν θα πολλαπλασιάζεται. Αναγκαστικά, εκ των συνθηκών, το δίλημμα θα το αντιμετωπίσει, δεν θα το αποφύγει. Ο κ. Μητσοτάκης θα διεκδικήσει το Κέντρο, είτε διά της συμπράξεως με το ΚΙΝΑΛ είτε διά της διεκδικήσεως των ψηφοφόρων του στην περίπτωση που ο κ. Ανδρουλάκης κλείσει την πόρτα στον κ. Μητσοτάκη και ανοίξει παράθυρο στον κ. Τσίπρα.

Οπως και να έχει, η σχεδόν ακίνητη μέχρι πρότινος πολιτική σκηνή άρχισε πλέον να κινείται. Στους επόμενους 16 μήνες όλοι θα κριθούν και όλοι θα αξιολογηθούν.

ΤΟ ΒΗΜΑ