Η υπόθεση της Πάτρας  με τον θάνατο των τριών παιδιών και η σύλληψη της μητέρας τους ως κατηγουρουμένης για ανθρωποκτονία, φέρνει στο φως παλαιά εγκλήματα που είχαν σοκάρει το πανελλήνιο.

Μια τέτοια υπόθεση ήταν και η υπόθεση της «Μήδειας του Καλαμακίου». Έτσι αποκάλεσαν, το 1961, την αμερικανίδα Νίτα Μπέικερ που θέλοντας να εκδικηθεί τον σύζυγό της, δολοφόνησε τα τρία ανήλικα παιδιά τους.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 30.5.1961, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Γράφει «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 30ης Μαΐου 1961:

«Όλοι εκείνοι που αντίκρυσαν τα τρία ανήλικα παιδιά της Νίτας Μπέικερ αγκαλιά με τα παιχνίδια τους, στα κρεβατάκια τους, στραγγαλισμένα με βρόχο από τα χέρια της ίδιας της μητέρας τους, αναρρίγησαν. (…)

»Στραγγαλισμένα και ύστερα σκεπασμένα με στοργή από τα ίδια τα χέρια της φόνισσας για να τα προφυλάξη από τη νυκτερινή ψύχρα, με εξέχοντα μόνο τα κεφάλια τους από το σεντόνι»

Μια «ευτυχισμένη» οικογένεια

«Η τραγωδία εξετυλίχθη μία ή δύο ώρες πριν από τα μεσάνυχτα και απεκαλύφθη από τον τραγικό πατέρα, τον Τζόελ Μπέικερ, που υπηρετεί ως λοχίας στην αμερικανική βάσι του Ελληνικού στις 12:30, την ίδια νύκτα όταν επέστρεφε αμέριμνος σπίτι.

»Στο ισόγειο το σπιτιού αυτού είχαν εγκατασταθή πριν από εννέα μήνες ο Τζόελ, ηλικίας 36 ετών, η γυναίκα του Νίτα, ετών 35, και τα τρία παιδιά τους. Ο Τζόελ τζούνιορ, 8 ετών, η Σουζάνα, 5 ετών, και η Κίτυ, 2 ½ ετών. Μια ευτυχισμένη οικογένεια μάς λένε οι γείτονες.

(…) “Tα βλέπαμε κάθε μέρα να τα βγάζη περίπατο, να τα πηγαίνη στη θάλασσα, περιποιημένα, χαρούμενα, ευτυχισμένα. Και η ίδια άλλωστε, έδειχνε τόσο ευτυχισμένη!»

»Αυτή όμως η “ευτυχισμένη” σύζυγος στραγγάλισε τη νύχτα του Σαββάτου με βρόχο τα τρία αγγελούδια της, για να εκδικηθή τον άπιστο λοχία που είχε σχέσεις με άλλες γυναίκες.

(…)

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 30.5.1961, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Το ειδεχθές έγκλημα

»Όταν στις 12:30 τα μεσάνυχτα της Κυριακής επέστρεψε (…) καθώς μπήκε στο κυρίως υπνοδωμάτιο, είδε πρώτη την γυναίκα του. Ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι με τα νυχτικά της μέσα σε μια λίμνη αίματος. Ένα φοβερό τραύμα έχαινε στο λαιμό της, αλλά ανάπνεε. Δίπλα της, ένα μαχαίρι της κουζίνας με μια λεπίδα είκοσι πόντων ματωμένη. Απόπειρα αυτοκτονίας που έμεινε στη μέση.

» [Ο Μπέικερ] έτρεξε στην κούνια της Κίτυ, στην άλλη γωνία της κάμαρας. Η μικρή κορούλα του ήταν νεκρή με φανερά τα σημάδια του βρόχου στο λαιμό. Δίπλα ήταν η κάμαρη των δύο άλλων παιδιών. Έφτασε λαχανιασμένος και άνοιξε την πόρτα.

»Εκεί το θέαμα ήταν πιο τραγικό. Στο αριστερό μέρος της κάμαρης ήταν το κρεβάτι του γυιού του. Ο Τζόελ, με ματωμένο πρόσωπο, τον κύτταζε χωρίς να τον βλέπη.

»Ρίχτηκε απάνω του. Το παιδί ήταν νεκρό με ένα βρόχο από καφετί κορδόνι στο λαιμό.

Όπως απεδείχθη ο 8χρονος Τζόελ, όταν η μητέρα του αποπειράθηκε να τον στραγγαλίσει αντιστάθηκε, με αποτέλεσμα να δεχθεί από εκείνη ισχυρά χτυπήματα στο κεφάλι με σκληρό αντικείμενο.

»Απέναντι ήταν το κρεβάτι της Σουζάνας. Η μικρή κόρη του δεν ανέπνεε. Το σημάδι του βρόχου διακρινόταν καθαρά στο λεπτό λαιμό της…

» Ήταν τρελλός πια όταν βγήκε στην αυλή και άρχισε να βγάζη άναρθρες κραυγές ο Τζόελ Μπέικερ, καλώντας βοήθεια. Στο επάνω πάτωμα μένει ένας συμπατριώτης του, υπολοχαγός, που υπηρετεί στην ίδια με αυτόν υπηρεσία.

(…)

Οι γιατροί, αφού διεπίστωσαν τον θάνατον των τριών παιδιών, παρέλαβαν την μητέρα – φόνισσα που ήταν τραυματισμένη αλλά όχι θανάσιμα και τον λοχία Μπέικερ, που είχε καταληφθή από μιαν άγρια νευρική κρίσι, και τους μετέφεραν στο νοσοκομείο της αμερικανικής βάσεως.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 30.5.1961, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

«Ελπίζω να είσαι ευτυχισμένος»

«Επάνω στο τραπέζι της κουζίνας βρέθηκε μία επιστολή της Μπέικερ, γραμμένη με μολύβι. Εις το ίδιο τραπέζι βρέθηκε ακόμη μία ιερά Βίβλος με υπογραμμισμένες δύο – τρεις παραγράφους, αναφερόμενες στη μοιχεία, από ένα ευαγγέλιον κατά Ματθαίον.

»Δίπλα στη Βίβλο ήσαν οι δύο βρόχοι από καφετί κορδόνια αλεξιπτώτου που χρησιμοποιήθηκαν διά τον στραγγαλισμόν των δύο κοριτσιών. Ο τρίτος είχε βρεθή λίγο νωρίτερα στο λαιμό του αγοριού.

»Η επιστολή της παιδοκτόνου, που έφερνε σε φως τα αίτια της τραγωδίας και απηυθύνετο προς τον σύζυγον της έγραφε τα εξής:

“Ελπίζω τώρα να είσαι ευχαριστημένος, έγραφε το γράμμα. Βαρέθηκα κάθε βράδυ όργιά σου. Είναι βρωμερή ντροπή για μένα που αναγκάζομαι να αφαιρέσω τη ζωή απ’ αυτά τα τόσο όμορφα και καλά παιδιά, αλλά δεν πρόκειται να τ’ αφήσω να μεγαλώσουν για να μάθουν τι έκανες.

Κάθε βράδυ μου λες και από ένα άλλο ψέμα. Θα έπρεπε να τα σκεφθής τα παιδιά σου, όταν άρχιζες τα όργιά σου.

Τούτο εδώ θα έπρεπε να το είχα κάνει πριν από 9 χρόνια. Τότε θα ήταν πολύ πιο εύκολα. Το ήξερα ότι κάποια μέρα θα άρχιζες το γυναικοκυνήγι. Το πιστό μπορώ να το ανθέξω, όχι όμως και τα όργιά σου. Αν εκείνη είναι τόσο (μια λέξις προφανώς υβριστική, είναι δυσανάγνωστη), τότε ας σε κρατήση. Ας σου πλένει εκείνη τα κοκκινάδια από το πουκάμισό σου. Εγώ βαρέθηκα πια. Κάτι έπρεπε να γίνη. Δεν μπορούσα να γυρίσω με τα παιδιά στην Αμερική.

Έχω γι’ αυτά ένα καλό χριστιανικό σπίτι. Αλλά εσύ είσαι τόσο παράλογος, ώστε αυτό δεν θα ωφελούσε σε τίποτα. Τα καταφέρνεις να τα κάνεις όλα με το μαλακό και τα έχεις κανονίσει μια χαρά για τον εαυτό σου. Εδώ και αρκετό καιρό ξέρω το τι κάνεις κάθε βράδυ. Τώρα μπορείς χα! χα! χα! να (μια λέξις δυσανάγνωστη) να συνεχίσης…»

 Το δικαστήριο έκρινε ότι η Ν. Μπέικερ διέπραξε τους φόνους σε βρασμό ψυχικής ορμής σε μέτρια σύγχυση και της επέβαλε ποινή κάθειρξης 16 ετών.

Δύο χρόνια όμως αργότερα η Μπέικερ αποφυλακίστηκε και επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.