Ο τίτλος «Το βαθύ λαρύγγι» («Deep Τhroat») έχει μείνει θρυλικός. Η πρώτη πορνογραφική ταινία που διανεμήθηκε επισήμως στις ΗΠΑ – ανοίγοντας πραγματικά την πόρτα όχι μόνο στη σεξουαλική απελευθέρωση αλλά και στην κερδοφόρα αργότερα βιομηχανία του πορνό – προκάλεσε τεράστιο σκάνδαλο όταν τον Ιούνιο του 1972 «άνοιξε» στιςαίθουσεςτης Νέας Υόρκης. Ισως καμία άλλη ταινία στην πρόσφατη ιστορία των ΗΠΑ δεν έχει διχάσει τόσο πολύ την αμερικανική κοινωνία.

Πράγματι, το 1972 η ταινία του Τζέραρντ Νταμιάνο προκάλεσε πανζουρλισμό στα αμερικανικά ήθη. Ενα απλό παράδειγμα: το κοινό στο οποίο απευθυνόταν πήγαινε συχνά να τη δει με… καμουφλάζ – ήταν οι αποκαλούμενοι «θεατές με τις καμπαρντίνες» (raincoaters). Μέσα στους επόμενους μήνες (και παρά την αναπόφευκτη απαγόρευσή της σε διάφορες Πολιτείες ή χώρες του εξωτερικού, που ωστόσο δεν κράτησε πολύ) εκατομμύρια Αμερικανών είχαν απολαύσει την πρωτόγνωρη σεξουαλική αποθέωση που είχε προσφέρει η πρωταγωνίστρια Λίντα Λάβλεϊς σε αυτή την ταινία. Τότε πρωτόγνωρη, σήμερα…πρωτόγονη και εξόχως λυπηρή, υπό το φως αποκαλύψεων για τον τρόπο που γυρίστηκε.

Ανάμεσα στους θεατές αρκετές διασημότητες, τραγουδιστές όπως ο Φρανκ Σινάτρα, ηθοποιοί όπως ο Γουόρεν Μπίτι, πολιτικοί όπως ο Σπίρο Αγκνιου αλλά και συγγραφείς όπως ο Τρούμαν Καπότε. Δείγμα της απήχησης της ταινίας ήταν και το γεγονός ότι ο δημοσιογράφος Χάουαρντ Σίμονς, στέλεχος της «Washington Post» εκείνη την εποχή, θα χρησιμοποιούσε τον τίτλο «Deep Throat» ως παρατσούκλι του μυστικού πληροφοριοδότη Μαρκ Φελτ στο σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ (1972-1974). Κάποιοι υποστήριξαν ότι το «Βαθύ λαρύγγι» είναι μια ταινία που «προσφέρει μια νέα, καθαρή γεύση στην ψυχαγωγία των εφήβων». Και, όπως ήταν φυσικό, ακτιβίστριες και φεμινίστριες σαν την Γκλόρια Στάινεμ και την Ελεν Γουίλις βγήκαν στην αντεπίθεση, ρίχνοντας το «Βαθύ λαρύγγι» στο πυρ το εξώτερον. Αποτέλεσμα: το «Βαθύ λαρύγγι» βρέθηκε στη δεκάδα των εμπορικότερων ταινιών που προβλήθηκαν στις ΗΠΑ το 1972 (και συγκαταλέγεται στις πιο κερδοφόρες όλων των εποχών, με συνολικό τζίρο εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων).

Σήμερα, μισόν αιώνα αργότερα, έχουν γυριστεί εκατοντάδες χιλιάδες πορνοταινίες. Στη δεκαετία του 1990 το «είδος» αποχαιρέτησε για τα καλά τη μεγάλη οθόνη των αιθουσών και έγινε μια κολοσσιαία επιχείρηση σε άλλους κλάδους της βιομηχανίας του θεάματος όπως το βίντεο και αργότερα το DVD, ενώ με την καθιέρωση του Διαδικτύου άρχισε να παράγεται στο άψε σβήσε και να διατίθεται ακόμη και δωρεάν. Κι όμως, το «Βαθύ λαρύγγι» παραμένει ο πιο χαρακτηριστικός τίτλος πορνό στην ιστορία του κινηματογράφου. Ενας τίτλος-σημείο αναφοράς στο αμερικανικό (και όχι μόνο) λεξιλόγιο.

Oσο για την πρωταγωνίστριά του, ο ρόλος του τίτλου μετέτρεψε τη Λίντα Λάβλεϊς σε μια αυθεντική cult μορφή, η οποία στην εποχή της έγινε διασημότητα και μέχρι τον πρόωρο θάνατό της σε δυστύχημα το 2002 (σε ηλικία 53 ετών) δεχόταν σε καθημερινή βάση μηνύματα στην πολυσύχναστη σελίδα της στο Internet…

Βέβαια, έτσι και αποπειραθούμε να παρακολουθήσουμε σήμερα το «Βαθύ λαρύγγι» ίσως γελάσουμε. Η ραγδαία εξέλιξη της πορνογραφίας το μετέτρεψε σε κλασικό κειμήλιο του είδους, μουσειακής πλέον αξίας. Στην εποχή του όμως και για πολλά χρόνια αργότερα αποτελούσε φετίχ.

Η Λάβλεϊς ήταν ίσως η πρώτη γυναίκα που εκτέθηκε με τον πιο ακραίο τρόπο στη μεγάλη οθόνη, δίνοντας σάρκα και οστά στις πιο υγρές ανδρικές φαντασιώσεις, «διδάσκοντας» τον στοματικό έρωτα. «Δεν είμαι η ηθοποιός της χρονιάς» έλεγε εκείνη την εποχή στο περιοδικό «Playboy». «Στο «Βαθύ λαρύγγι» παίζω τον εαυτό μου. Είμαι εγώ…».

Παραδόξως, η καριέρα της Λάβλεϊς στην πορνογραφία σταμάτησε εκεί. Ακολούθησαν και «συνέχειες» του «Λαρυγγιού», που όμως δεν κατάφεραν να πλησιάσουν την επιτυχία του πρωτοτύπου. Αποδείχθηκε ότι η Λάβλεϊς, μια όχι ιδιαίτερα όμορφη και μάλλον κακή ηθοποιός, δεν είχε μέλλον στο επάγγελμα, οπότε σύντομα το εγκατέλειψε. Παντρεύτηκε, έγινε μητέρα δύο παιδιών, χώρισε, έπιασε δουλειά σε εταιρεία υπολογιστών, προσπάθησε να γίνει μέλος της «κανονικής» κοινωνίας. Αλλά δεν τα κατάφερε.

Το δυσάρεστο παρασκήνιο

To 2005 το ντοκιμαντέρ «Μέσα στο βαθύ λαρύγγι» («Inside Deep Throat») των Φέντον Μπέιλι και Ράντι Μπαρμπάτο αποκάλυψε όλο το δυσάρεστο παρασκήνιο πίσω από την ταινία του Νταμιάνο. Το «Βαθύ λαρύγγι» κόστισε πολύ περισσότερα στους ανθρώπους που το έφτιαξαν, κάποιοι από τους οποίους, όπως οι πρωταγωνιστές του, η Λάβλεϊς και ο Χάρι Ριμς, τραυματίστηκαν διά παντός. Οταν το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο του Τενεσί εκδίκασε προσφυγές πολιτών και εταιρειών για χυδαιότητα, ο κλήρος του «αποδιοπομπαίου τράγου» έπεσε στον Ριμς, ο οποίος κινδύνευσε με φυλάκιση. Η Λάβλεϊς «καβάλησε το κύμα» της δημοσιότητας, αλλά όπως το ντοκιμαντέρ επισημαίνει, όταν αργότερα απομακρύνθηκε με σκοπό να φτιάξει οικογένεια, είδε ότι ήταν αδύνατον να ξεφύγει από τη σκιά του «Λαρυγγιού».

Ισως γι’ αυτό οι δηλώσεις της αργότερα άρχισαν να αλλάζουν. Σε μία από τις αυτοβιογραφίες της, με τίτλο «Οrdeal», που έγινε μπεστ σέλερ, αναφέρει ότι στο «Βαθύ λαρύγγι» υπήρξε θύμα βιασμού και πως στις περισσότερες σκηνές ήταν αναγκασμένη να παίζει υπό την απειλή όπλου (με τον ίδιο τον τότε σύζυγό της να κρατά τη σκανδάλη)! Πρώην γνώριμοι της Λάβλεϊς στον χώρο των ταινιών ενηλίκων βάφτισαν με το όνομά της το «φαινόμενο» τόσο της ίδιας όσο και πολλών μεταγενέστερων πορνοστάρ που αποποιήθηκαν το παρελθόν τους – το «Σύνδρομο Λίντα».

Ολόκληρη η βιογραφία της Λίντα Λάβλεϊς, βέβαια, είναι μια κάπως μπερδεμένη και λυπηρή ιστορία, κάτι που υπενθύµισε και η δραµατική ταινία µυθοπλασίας «Lovelace» (Λίντα Λάβλεϊς, το βαθύ λαρύγγι, 2013) µε την Αµάντα Σέιφριντ στον ρόλο της Λάβλεϊς. Κόρη αστυνομικού, η Λίντα Σούζαν Μπόρμαν γεννήθηκε στο Κουίνς της Νέας Υόρκης το 1949 και πέρασε τραυματικά παιδικά χρόνια, καθώς οι γονείς της την ξυλοκοπούσαν άγρια επειδή «έδινα μεγάλη σημασία στα αγόρια της γειτονιάς μου, με αποτέλεσμα να κάνω λάθος στα ψώνια». Η είσοδός της στην πορνογραφία οφείλεται στον σύζυγο-προαγωγό της Τσακ Τρέινορ, ο οποίος τη σύστησε στον Νταμιάνο, πρώην κομμωτή με φιλοδοξία να αναδειχθεί στον χώρο της showbiz. Η συνάντηση – δεν χρειάζεται να αναφερθούμε σε πρόβες – κατέληξε σε ένα φτηνιάρικο πορνό συνολικού κόστους 47.500 δολαρίων, αυτό που επρόκειτο τελικά να αποφέρει εκατοντάδες εκατομμύρια και να θέσει τις βάσεις μίας από τις πιο προσοδοφόρες βιομηχανίες του θεάματος…