«Η επέλαση της μετάλλαξης Ομικρον, ή όποιας άλλης ακολουθήσει, καθώς και η αβεβαιότητα για τις συνέπειές τους φοβάμαι ότι θα απορρυθμίσουν ακόμα περισσότερο τη διαταραγμένη ισορροπία της κοινωνίας» τονίζει στο «Βήμα» η καθηγήτρια Πνευμονολογίας, Εντατικής Θεραπείας, διευθύντρια Α’ Πανεπιστημιακής κλινικής του Νοσοκομείου «Σωτηρία», κυρία Αντωνία Κουτσούκου, ενώ επισημαίνει ότι αυτό που θα καθορίσει τις αντοχές του συστήματος Υγείας είναι το ποσοστό των ατόμων που θα μολυνθούν και θα χρειασθούν νοσηλεία και το πόσοι εργαζόμενοι στον τομέα της Υγείας θα χρειασθεί να απουσιάσουν γιατί μολύνθηκαν.

«Δεν καταφέραμε,
χρησιμοποιώντας τη γνώση,
να αμβλύνουμε τον φόβο
και να λύσουμε τις απορίες
των αντιεμβολιαστών» λέει η
κυρία Αντωνία Κουτσούκου

Κυρία Κουτσούκου, δύο χρόνια με την COVID-19 και οι μάχες σε όλα τα επίπεδα συνεχίζονται. Σε ποιο σημείο βρισκόμαστε και τι προοιωνίζεται η νέα χρονιά;

«Ακόμα βρισκόμαστε στην περιδίνηση της πανδημίας! Το σύστημα Υγείας δεν έχει καταρρεύσει, αλλά τα νοσοκομεία αναφοράς είναι σχεδόν γεμάτα, όπως επίσης και οι Μονάδες Εντατικής Θεραπείας. Συγχρόνως, η επέλαση της μετάλλαξης Ομικρον, ή όποιας άλλης ακολουθήσει, καθώς και η αβεβαιότητα για τις συνέπειές τους, φοβάμαι ότι θα απορρυθμίσουν ακόμα περισσότερο τη διαταραγμένη ισορροπία της κοινωνίας. Σίγουρα η νέα χρονιά δεν θα είναι μια κανονική χρονιά όπως θα θέλαμε! Δεν γνωρίζουμε εάν βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πιο δύσκολο κύμα, δεν ξέρουμε εάν και πότε θα υφεθεί η πανδημία, ούτε και τι συνέπειες θα έχει αφήσει».

Οπως είπατε, η Ομικρον επελαύνει, με τις προγνώσεις για τα κρούσματα να τρομάζουν. Τι σημαίνει αυτό για τις αντοχές του συστήματος Υγείας;

«Δύο είναι οι παράμετροι που θα καθορίσουν τις αντοχές του συστήματος Υγείας: Ποιο είναι το ποσοστό των ατόμων που θα μολυνθούν και θα χρειασθούν νοσηλεία και, δεύτερον, πόσοι εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας θα χρειασθεί να απουσιάσουν γιατί μολύνθηκαν. Οσον αφορά το πρώτο σκέλος, τα μέχρι τώρα δεδομένα δείχνουν ότι πιθανώς μικρότερο ποσοστό ασθενών που μολύνθηκαν με τη μετάλλαξη όμικρον χρειάζονται νοσηλεία σε σχέση με τις προηγούμενες παραλλαγές. Θα έλεγα όμως ότι είναι νωρίς να βγάλουμε συμπεράσματα και να εφησυχάσουμε διότι εάν έχουμε τεράστια αύξηση κρουσμάτων σε μικρό χρονικό διάστημα, ακόμα και ένα μικρό ποσοστό αυτών να χρειασθούν νοσηλεία θα επιβαρυνθεί το σύστημα υγείας και θα απειληθούν οι αντοχές του. Οσον αφορά τη δεύτερη παράμετρο, μέχρι σήμερα γνωρίζουμε ότι η μετάλλαξη Ομικρον προσβάλλει και νέες ηλικίες και άρα είναι πολύ πιθανό να βρεθούμε σε ένδεια (έλλειψη) του ήδη ανεπαρκούς και εξαντλημένου προσωπικού».

 Η πίεση που δέχονται τα νοσοκομεία, όμως, εξακολουθεί να είναι μεγάλη και χωρίς «διαλείμματα». Σε τι κατάσταση βρίσκει τα νοσοκομεία και το υγειονομικό προσωπικό το 5ο κύμα;

«Το 2021 έχουμε περισσότερες κλίνες ΜΕΘ, αλλά όχι μεγαλύτερο αριθμό εξειδικευμένου στην εντατική θεραπεία προσωπικού. Ακόμα παρατηρείται έλλειψη προσωπικού σε περιοχές που πιέζονται που επιβάλλει μετακινήσεις εργαζομένων. Υπάρχει τεράστια κόπωση του προσωπικού διότι σχεδόν επί δύο χρόνια όλοι εργάζονται υπό συνθήκες πίεσης με αναστολή αδειών, ενώ τον αρχικό ενθουσιασμό ακολουθεί πιθανή απογοήτευση γιατί δεν υπήρξε κάποια ουσιαστική ανταμοιβή ή αναβάθμιση του ρόλου τους. Προφανώς εάν υπάρξει μεγάλη πίεση θα κινητοποιηθούν οι εφεδρείες του συστήματος Υγείας, αλλά αυτό θα έχει συνέπειες τόσο στην ποιότητα της παρεχόμενης φροντίδας όσο και στη φροντίδα των μη-COVID ασθενών».

Τους τελευταίες μήνες ζούμε τον εφιάλτη του διψήφιου, κάποιες ημέρες και τριψήφιου, αριθμού θανάτων. Είμαστε από τις χώρες της ΕΕ με υψηλά ποσοστά θνησιμότητας και μάλιστα με λιγότερα κρούσματα. Πού νομίζετε ότι οφείλεται;  Οπως και οι θάνατοι εκτός ΜΕΘ, που είναι περισσότεροι από εκείνους εντός των Εντατικών.

«Είναι πολύ  ανησυχητικό το ότι συνηθίσαμε να περιγράφουμε την ανθρώπινη απώλεια με αριθμούς! Για να συγκρίνουμε τη θνητότητα μεταξύ τμημάτων, περιοχών ή κρατών πρέπει να έχουμε και εκτίμηση της βαρύτητας των ασθενών, όπως επίσης και της μεθοδολογίας της καταγραφής των θανάτων που σχετίζονται με τη νόσο COVID-19.

Μία συνήθης παρανόηση, που δράττομαι της ευκαιρίας να επισημάνω, είναι ότι δεν είναι λογικό να θεωρούμε ότι κάθε ασθενής με κρίσιμη νόσο μπορεί να επωφεληθεί από την εισαγωγή στη ΜΕΘ. Επεκτείνοντας τη σκέψη αυτή, δεν είναι λογικό να θεωρούμε ότι κάθε θάνατος ασθενούς οφείλει να συμβεί εντός της ΜΕΘ. Η εισαγωγή στη μονάδα εντατικής θεραπείας ήταν και παραμένει μία ιατρική απόφαση, κατά τον ίδιο τρόπο που ένας χειρουργός αποφασίζει αν θα χειρουργήσει τον ασθενή που βρίσκεται απέναντί του ή ένας ογκολόγος αποφασίζει εάν θα δώσει χημειοθεραπεία ή όχι σε έναν καρκινοπαθή. Ξέρετε, υπάρχουν κατηγορίες ασθενών για τους οποίους οι πιθανότητες να επωφεληθούν από την επίπονη νοσηλεία στη ΜΕΘ είναι μηδαμινές και για τους ανθρώπους αυτούς, ενδεχόμενη εισαγωγή στη ΜΕΘ ή και ο θάνατος εντός της ΜΕΘ αποτελούν παραβίαση του Ιπποκρατικού «ωφελέειν ή μη βλάπτειν» που παραμένει (ή οφείλει να παραμένει) η ηθική μας πυξίδα. Δυστυχώς, ενδεχομένως με ευθύνη και ημών των ιδίων, ο δημόσιος διάλογος σχετικά με το τι λογής εντατική θεραπεία θέλουμε δεν έχει ανοίξει ή, ακόμη χειρότερα, διεξάγεται απλουστευτικά, θεωρώντας την εισαγωγή στη ΜΕΘ σαν μία απλή απόφαση όπου μπορούν να χρησιμοποιηθούν τακτικές «επετηρίδας».

Η αποτελεσματικότητα της Μονάδας Εντατικής Θεραπείας εξαρτάται από τα σωστά κριτήρια εισαγωγής, την κατάλληλη ώρα εισαγωγής, την ύπαρξη σωστά εκπαιδευμένης και αφοσιωμένης ομάδας και του κατάλληλου εξοπλισμού. Εάν κάποια από αυτές τις συνιστώσες λείπει, το αποτέλεσμα δεν θα είναι το επιθυμητό. Επίσης γίνεται σαφές ότι όταν υπάρχει πίεση στο σύστημα Υγείας, μειώνεται η ποιότητα της προσφοράς».

Σε συνέντευξή σας είχατε πεις πως «εκτός από τα μέτρα εναντίον της διασποράς του κορωνοϊού, η πολιτεία πρέπει να πάρει και μέτρα εναντίον της αμάθειας και της έλλειψης εμπιστοσύνης στους επιστήμονες». Βλέποντας τη σημερινή εικόνα και το «κίνημα» των αντιεμβολιαστών νομίζετε ότι έχουν γίνει βήματα προς αυτή την κατεύθυνση;

«Φυσικά και όχι! Ευθύνη για αυτό έχουμε και εμείς! Εμείς ως επιστημονική κοινότητα διότι με την πολυγλωσσία χάσαμε την αξιοπιστία μας και τα ΜΜΕ διότι προβάλλουν τη γνώμη ακόμα και ανθρώπων που δεν έχουν δει ούτε από μακριά ασθενείς με COVID.

Θεωρώ ότι δεν καταφέραμε, χρησιμοποιώντας τη γνώση, να αμβλύνουμε τον φόβο και να λύσουμε τις απορίες των αντιεμβολιαστών, το κίνημα των οποίων γίνεται όλο και πιο συμπαγές, παρά το ότι καθημερινά βιώνουμε την αγωνία νέων ανθρώπων που εμφανίζουν βαριά νόσο και χάνουν τη ζωή τους επειδή έχουν στερήσει από τον εαυτό τους αυτό το προστατευτικό εργαλείο. Δε μπορώ εν τούτοις παρά να σημειώσω ότι, ιστορικά, δεν έχει υπάρξει επιδημία στην οποία να μην υπήρξε κύμα «αρνητών». Θεωρώ δε ότι η βραχυπρόθεσμη αντιμετώπιση του φαινομένου (σαν αυτήν που επί της ουσίας τώρα εφαρμόζουμε) είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Μόνο η Παιδεία, που είναι αλληλένδετη με την πίστη στην επιστήμη, είναι σε θέση να ελαχιστοποιήσει, χωρίς να είναι σε θέση να εξαλείψει, τέτοια φαινόμενα».

Αν σας ζητούσα μία πρόβλεψη και μία συμβουλή για το 2022, ποια θα ήταν;

«Η συμβουλή είναι σαφής: Εμβολιαστείτε! Αντί για πρόβλεψη θα προτιμούσα να κάνω μια ευχή. Παρά την κόπωση, να προσπαθήσουμε όλοι να επιστρατεύσουμε τις δυνάμεις μας ώστε να ανταποκριθούμε στις υποχρεώσεις που μας αναλογούν, να προασπίσουμε την ποιότητα της ζωής μας, ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τον καθένα μας, απέναντι στο κύμα τρόμου που επικρατεί και συναισθανόμενοι τον πόνο της απώλειας να προστατεύσουμε τον διπλανό μας, κάτι που γίνεται πιο επιτακτικό σήμερα με τη μεγάλη διασπορά της νέας μετάλλαξης».