Πολιτικό «σεισμό» προκάλεσε η έρευνα Τσιόδρα – Λύτρα, οδηγώντας σε μια οξύτατη πολιτική αντιπαράθεση που θυσίασε στον βωμό των εντυπώσεων το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών εν μέσω πανδημίας. Στο επιστημονικό πεδίο πάλι, τα ευρήματα δεν αποτέλεσαν «κεραυνό εν αιθρία». Το θέμα της υψηλής θνητότητας απασχολεί ούτως ή άλλως την ιατρική κοινότητα, επιμένοντας στα πάγια αιτήματα για την άμεση… θεραπεία του ΕΣΥ από τις χρόνιες ασθένειές του.

Παρ’ όλα αυτά, η κλιμακούμενη πολιτική ένταση φαίνεται να προκάλεσε νευρικότητα και αμηχανία στον επιστημονικό κόσμο, διαπιστώνοντας ότι τα ερευνητικά δεδομένα μεταφράζονται «α λα καρτ» και θολώνοντας την ουσία.

Αύξηση έως 87% στη θνητότητα

Πιο συγκεκριμένα, η επίμαχη έρευνα ανέδειξε τους νοσοκομειακούς «σκληρούς δείκτες» που φαίνεται να επιδρούν στην έκβαση των διασωληνωμένων ασθενών. Οι συγγραφείς αντλώντας και αναλύοντας τα διαθέσιμα στοιχεία από την 1η Σεπτεμβρίου 2020 έως και την 6η Μαΐου 2021 (εστιάζοντας δηλαδή στο δεύτερο και στο τρίτο κύμα που ξέσπασαν στα νοσοκομεία της χώρας) καταλήγουν πως η διασωλήνωση εκτός ΜΕΘ φαίνεται να αυξάνει τη θνητότητα έως και 87%.

Τα συμπεράσματα όμως δεν σταματούν εδώ: η πίεση που δέχονται οι Εντατικές αποτελεί έναν ακόμα επιβαρυντικό παράγοντα, με τους ερευνητές να διαπιστώνουν ότι ο κίνδυνος για περισσότερες απώλειες ανά ημέρα νοσηλείας αυξάνεται κατά 25% όταν οι κατειλημμένες κλίνες ΜΕΘ COVID ξεπερνούν τις 400 στην επικράτεια. Μάλιστα, το αντίστοιχο ποσοστό αγγίζει το 57% όταν το σύνολο των διασωληνωμένων ξεπερνά τους 800.

Γεωγραφικές ανισότητες

Παράλληλα όμως καταγράφονται και οι γεωγραφικές ανισότητες στον υγειονομικό χάρτη, γεγονός που αποτυπώνεται από το εύρημα ότι η διασωλήνωση εκτός Αττικής σχετίζεται με αύξηση 35%-40% στη θνητότητα.

Είναι ενδεικτικό ότι κατά τη χρονική περίοδο στην οποία εστιάζει η ίδια έρευνα, από τους συνολικά 2.811 ασθενείς που διασωληνώθηκαν στα νοσοκομεία της Αττικής το 57% προκύπτει πως απεβίωσε. Ωστόσο το ποσοστό αυτό φτάνει το 66% στη Θεσσαλονίκη (σε σύνολο 1.492 διασωληνωμένων) και στην υπόλοιπη Ελλάδα το 70% (σε σύνολο 1.979 διασωληνωμένων).

Οι περιορισμοί της μελέτης αναγνωρίζονται σε κάθε περίπτωση από τους συγγραφείς της έρευνας, την ώρα που αρκετοί συνάδελφοί τους τονίζουν ότι οι όποιες ερμηνείες οφείλουν να είναι προσεκτικές εν απουσία των ποιοτικών χαρακτηριστικών των ασθενών που παρέμειναν εκτός ΜΕΘ.

Δύο αστερίσκοι από τους συγγραφείς

Στο πλαίσιο αυτό, οι συνυπογράφοντες βάζουν αστερίσκο στα ευρήματα που αφορούν την αυξημένη θνητότητα των διασωληνωμένων ασθενών εκτός Μονάδων για δύο σημαντικούς λόγους: Αφενός, ο αριθμός των διασωληνωμένων εκτός ΜΕΘ αφορά ένα μικρό δείγμα (της τάξεως του 5%) επί του συνόλου. Αφετέρου, η συσχέτιση αυτή πιθανόν να οφείλεται στη διαλογή των ασθενών που επιλέγονται να εισαχθούν σε ΜΕΘ, με τα αυστηρά επιστημονικά κριτήρια να επιτάσσουν (ιδίως σε συνθήκες όπου τα αποθέματα κρεβατιών εξαντλούνται) προτεραιότητα σε εκείνα τα περιστατικά που θα ωφεληθούν περισσότερο.

Η πρακτική αυτή άλλωστε δεν αποτελεί ελληνικό φαινόμενο. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι το ημερήσιο κόστος νοσηλείας ανά ασθενή ΜΕΘ στην Ευρώπη κυμαίνεται από 2.000 έως 6.000 ευρώ, απορροφώντας συνεπώς σημαντικούς πόρους από το Σύστημα Υγείας. Σε αυτές δε, και σύμφωνα με τα πρωτόκολλα, εισάγονται εκείνοι οι ασθενείς που η νόσος τους είναι αναστρέψιμη και έχουν προσδόκιμο επιβίωσης.

Ετσι άλλωστε εξηγούνται και οι διακομιδές σοβαρών περιστατικών COVID σε άλλα νοσοκομεία, εντός αλλά και εκτός υγειονομικής περιφέρειας, με τους γιατρούς να στήνουν γέφυρες ζωής όταν υπάρχει ελπίδα. Είναι ενδεικτικό ότι κατά το δεύτερο κύμα το 20%-25% των ασθενών που νοσηλεύονταν στις κλίνες ΜΕΘ COVID του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων προέρχονταν από άλλες ΥΠΕ.

Αντιθέτως, αποτελεί κοινή πρακτική ασθενείς με COVID οι οποίοι συχνά έχουν ανίατες ασθένειες (π.χ. μεταστάσεις ήπατος, εγκεφάλου ή νοσηλεύονται σε φυτική κατάσταση ύστερα από εγκεφαλικά ή χρόνιες νευρολογικές νόσους, όπως άνοια) να μην εισάγονται σε ΜΕΘ.

«Η δουλειά της Μονάδας δεν είναι να παρατείνει τον θάνατο. Είναι να καταφέρει έναν άρρωστο να τον επιστρέψει στην κοινωνία. Διεθνή στοιχεία που βασίζονται σε 48.000 περιστατικά – πρόκειται για μετανάλυση 69 μελετών από όλον τον κόσμο – δείχνουν ότι η θνητότητα σε ασθενείς COVID άνω των 70 ετών, οι οποίοι διασωληνώνονται σε ΜΕΘ, είναι 77,1%. Τα αντίστοιχο ποσοστό σε ασθενείς άνω των 80 ετών φτάνει το 85%. Αντίστοιχα, είναι τεκμηριωμένο διεθνώς ότι ο μεγάλος αριθμός εισαγωγών στη Μονάδα θα αυξήσει και τη θνητότητα» υπογραμμίζει μιλώντας στο «Βήμα» ο καθηγητής Εντατικής Θεραπείας και Πνευμονολογίας, διευθυντής της Μονάδας Εντατικής Θεραπείας του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Ηρακλείου, Δημήτρης Γεωργόπουλος.

ΜΕΘ με κρεβάτια αλλά χωρίς προσωπικό

Από την άλλη, τα δεδομένα καθρεφτίζουν τις χρόνιες και βαθιές παθογένειες του συστήματος, οι οποίες παρά τις προσπάθειες εν μέσω πανδημίας δεν αντιμετωπίστηκαν. Η τοποθέτηση του Βασίλειου Μπέκου, διευθυντή ΜΕΘ του Ναυτικού Νοσοκομείου, κατά την έκτακτη συνέντευξη Τύπου της Ελληνικής Εταιρείας Εντατικής Θεραπείας την προπερασμένη Παρασκευή (με θέμα τότε τις VIP κλίνες) είναι ενδεικτική.

Υπενθύμισε εκείνο το φορτισμένο απόγευμα ότι επί σειρά ετών η Εταιρεία Εντατικολόγων προσπαθούσε να στελεχώσει τα 500 κρεβάτια ΜΕΘ που είχε η χώρα μας. Τα κρεβάτια αυτά – όπως είπε – έχουν γίνει 1.280, χωρίς όμως να έχει υπάρξει ανάλογη αύξηση του προσωπικού.

«Οταν έχεις 100 επαγγελματίες στρατιώτες και γίνεται μάχη, στην οποία χρειάζεσαι 500, οι επιπλέον 400 είναι έφεδροι και τους εκπαιδεύεις τη στιγμή της μάχης. Δεν θα γίνουν ετοιμοπόλεμοι σαν τους 100, άρα είναι φυσικό να έχεις περισσότερες απώλειες. Είναι πράγματα που όλοι μας καταλαβαίνουμε» είχε περιγράψει με γλαφυρότητα.

Επιπλέον, τότε είχε επισημανθεί ότι οι διεθνείς νόρμες προβλέπουν 6 νοσηλευτές ανά κρεβάτι ΜΕΘ σε κάθε βάρδια, στην Ελλάδα όμως αναλογούν 10 νοσηλευτές για 5 κρεβάτια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Παράλληλα, το ζήτημα της αυξημένης θνητότητας εκτός Αττικής την περίοδο της υγειονομικής κρίσης δεν είναι «κεφάλαιο» που ανοίγει αιφνιδιαστικά. Αντιθέτως, η ηγεσία του υπουργείου Υγείας επιμένει στην ανάγκη ανασχεδιασμού του υγειονομικού χάρτη.

 

Το αυτονόητο και ο αδύναμος κρίκος

Την ίδια ώρα, γιατροί που βρίσκονται στην «πρώτη γραμμή» καθ’ όλη την περίοδο της κρίσης του SARS-CoV-2 επιμένουν ότι η επίμαχη έρευνα κατέληξε στο αυτονόητο. «Την καταγραφή των δεδομένων δεν μπορεί να την αμφισβητήσει κανείς. Αντίστοιχη είναι η εικόνα που έχω αποκομίσει και εγώ. Τα ευρήματα εν τούτοις επιδέχονται μερικών διευκρινίσεων και διορθώσεων» σημειώνει μιλώντας στο «Βήμα» ο καθηγητής Πνευμονολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και διευθυντής της Πνευμονολογικής Κλινικής του ΠΓΝ της Λάρισας, Κωνσταντίνος Γουργουλιάνης.

Ο ίδιος εντοπίζει ως «αδύναμο κρίκο» στην αλυσίδα των υγειονομικών υπηρεσιών την… αναιμική παρουσία της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. «Η μελέτη δεν καταγράφει την πορεία των ασθενών πριν καταλήξουν στη Μονάδα. Λόγω ελλείψεων σε πρωτοβάθμιο επίπεδο, αρκετά περιστατικά καταφτάνουν στα νοσοκομεία καθυστερημένα. Ορισμένοι ασθενείς καταλήγουν μέσα σε λίγες ώρες, με την κατάστασή τους να είναι μη αναστρέψιμη».

Διαφοροποιήσεις ανά νοσοκομείο

Και συνεχίζει: «Δεν πρέπει να χρεώνονται οι Μονάδες θανάτους συλλήβδην. Επιπλέον, εντός των ίδιων γεωγραφικών περιφερειών διαπιστώνονται διαφοροποιήσεις στην υγειονομική περίθαλψη ανάλογα με το νοσοκομείο. Τα πανεπιστημιακά νοσοκομεία έχουν άλλον προσανατολισμό και κατά κανόνα καλύτερη στελέχωση. Αντιθέτως, γενικά νοσοκομεία της Περιφέρειας στερούνται γιατρούς βασικών ειδικοτήτων, όπως για παράδειγμα πνευμονολόγους και εντατικολόγους».

Ο καθηγητής, αναλύοντας τα δεδομένα του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας, σημειώνει πως η θνητότητα στους ασθενείς COVID υπολογίζεται χαμηλότερη από τα δεδομένα στα οποία καταλήγει η μελέτη.

Μάλιστα, με τους συνεργάτες διεξάγουν έρευνα ώστε να μελετηθούν σε βάθος τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των θανόντων και άλλα επιμέρους διαθέσιμα και σημαντικά δεδομένα, με στόχο την καταγραφή ασφαλών επιστημονικών συμπερασμάτων. «Μια πρώτη ερμηνεία είναι η ορθή αντιμετώπιση των ασθενών COVID από την επιστημονική ομάδα του νοσοκομείου μας. Ζητούμενο είναι η χορήγηση της φαρμακευτικής αγωγής να γίνει την κατάλληλη στιγμή, όπως και η διασωλήνωση. Δεν ακολουθείται όμως ένα συγκεκριμένο πρωτόκολλο, παντού».

Θεόδωρος Λύτρας

«Το αυτονόητο χρειάζεται να τεκμηριωθεί»

Τα ευρήματα της επίμαχης μελέτης είναι ανάλογα με αντίστοιχες παρατηρήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο τα χρόνια της πανδημίας, «όμως καμιά φορά το αυτονόητο χρειάζεται να τεκμηριωθεί και να αναδειχθεί», υπογραμμίζει μιλώντας στο «Βήμα» ο καθηγητής Δημόσιας Υγείας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου Θεόδωρος Λύτρας.

Απτόητος και αμέτοχος όσον αφορά πολιτικές αντιπαραθέσεις και σκοπιμότητες, διευκρινίζει σε κάθε ευκαιρία πως οι τοποθετήσεις του είναι καθαρά επιστημονικές. Επιπλέον, επιμένει ότι τα δεδομένα είχαν γνωστοποιηθεί σε πρόσωπα που «αναλαμβάνουν τις αποφάσεις σε ανώτατο επίπεδο», καθώς διαφορετικά τόσο ο ίδιος όσο και ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας θα ήταν «υπόλογοι».

Την κριτική των συναδέλφων του τη δέχεται χαρακτηρίζοντας την «καλοπροαίρετη», περιγράφοντας τη διεξοδική αυτή συζήτηση που βρίσκεται σε εξέλιξη ως βασικό κύτταρο της επιστημονικής διαδικασίας. Τονίζει όμως ότι όλες οι μελέτες έχουν περιορισμούς (με την τελευταία που συνυπογράφει με τον κ. Τσιόδρα να μην αποτελεί εξαίρεση), ενώ προσθέτει με νόημα ότι είχε προηγηθεί αυστηρός έλεγχος από ανεξάρτητους αξιολογητές (συγκεκριμένα, από τρεις) προτού δοθεί το «πράσινο φως» για τη δημοσίευσή της σε επιστημονικό περιοδικό.

Τι απαντά για τις «αδυναμίες»

Αναφορικά με τις «αδυναμίες» της μελέτης – χαρακτηρισμό που απέδωσε η υφυπουργός Υγείας κυρία Γκάγκα –, γίνεται πολύς λόγος, μεταξύ άλλων, και για την απουσία καταγραφής των γεωγραφικών διακυμάνσεων στην ένταση της πίεσης που δέχθηκε στο σύστημα κατά τα πανδημικά κύματα. Μάλιστα, στο πλαίσιο αυτό αμφισβητείται η «κόκκινη γραμμή» των 400 διασωληνωμένων ως «όριο» στις αντοχές του Συστήματος Υγείας.

«Εξετάσαμε τον συνολικό αριθμό των διασωληνωμένων σαν δείκτη της συνολικής επιβάρυνσης στο Σύστημα Υγείας. Ασφαλώς, υπάρχουν επιμέρους γεωγραφικές διαφορές, επιλέξαμε όμως η σύγκριση να γίνει σε σχέση με τον μέσο όρο της συνολικής επιβάρυνσης και νομίζω ότι είναι λογικό όταν η ίδια η ηγεσία είχε ορθά δηλώσει ότι όλη η χώρα είναι μία υγειονομική περιφέρεια» απαντά ο κ. Λύτρας.
Σε ό,τι δε αφορά το «τσουβάλιασμα» των νοσοκομείων της Περιφέρειας, διευκρινίζει πως ο σκοπός της μελέτης δεν ήταν αυτός. «Τα στοιχεία ανά μικρές γεωγραφικές περιοχές δεν αρκούσαν ώστε να προκύψουν σημαντικά στατιστικά συμπεράσματα. Προφανώς εντός της ταμπέλας “υπόλοιπη Ελλάδα” προκύπτουν διαφοροποιήσεις. Παρ’ όλα αυτά η θνητότητα σε σχέση με την Αττική τα λέει όλα».
Σύμφωνα δε με τον ερευνητή, η ανισότητα αυτή θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο προβληματισμού και περαιτέρω μελέτης. Επιχειρώντας μια πρώτη ανάλυση επικαλείται τις σημαντικές διαφορές στην επάνδρωση των Μονάδων, στα διαθέσιμα μέσα και στην κλινική εμπειρία.

Τα κριτήρια εισόδου των ασθενών σε ΜΕΘ

Η Ελληνική Εταιρεία Εντατικής Θεραπείας έχει συντάξει οδηγίες σχετικά με την προτεραιότητα εισαγωγής ασθενών στη ΜΕΘ. Σύμφωνα με ένα γενικό περίγραμμα, ιδανικός στόχος είναι να εισέρχονται στη ΜΕΘ ασθενείς για τους οποίους θεωρείται ότι έχουν πιθανότητες να ωφεληθούν, ενώ μικρότερες πιθανότητες εισαγωγής θα έχουν οι ασθενείς με πτωχό λειτουργικό status και αυτοί οι οποίοι, σε προγενέστερο χρόνο, είχαν εκφράσει την αντίθεσή τους σε ενδεχόμενη συνολική ή συγκεκριμένη κλιμάκωση της ιατρικής τους φροντίδας.

Με βάση τα ανωτέρω προτείνεται η ιεράρχηση των εισαγωγών στις ΜΕΘ να γίνεται ως εξής:

1η (άμεση) προτεραιότητα αποτελούν οι βαριά πάσχοντες ασθενείς που παρουσιάζουν οξεία ανεπάρκεια οργάνων/συστημάτων και χρειάζονται υποστήριξη της ζωής με θεραπευτικές παρεμβάσεις που γίνονται μόνο σε περιβάλλον ΜΕΘ.

2η προτεραιότητα αποτελούν οι ασθενείς ως οι ανωτέρω, με σημαντικά όμως μικρότερη πιθανότητα αποκατάστασης ή/και προσδόκιμο επιβίωσης (π.χ. οι ασθενείς με μεταστατικό καρκίνο), με την προϋπόθεση ότι πάσχουν από δυνητικά αναστρέψιμες οξείες παθολογικές καταστάσεις.

3η προτεραιότητα αποτελούν οι ασθενείς με δυσλειτουργία οργάνων που χρήζουν εντατικής θεραπευτικής παρέμβασης. Τέτοιοι είναι οι μετεγχειρητικοί ασθενείς οι οποίοι χρειάζονται εντατική μετεγχειρητική φροντίδα ή παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο επιδείνωσης ή ασθενείς με αναπνευστική ανεπάρκεια.

4η προτεραιότητα αποτελούν οι ασθενείς ως οι ανωτέρω, με σημαντικά όμως μικρότερη πιθανότητα αποκατάστασης (εάν το νοσοκομείο διαθέτει ΜΑΦ ή ΜΜΑΦ, οι ασθενείς των περιπτώσεων 3 και 4 θα πρέπει να νοσηλεύονται εκεί).

5η προτεραιότητα αποτελούν ασθενείς σε τελικό στάδιο της νόσου. Για τους ασθενείς οι οποίοι βρίσκονται στο τελικό στάδιο της νόσου τους, ή τελούν σε προθανάτια κατάσταση και για τους οποίους δεν υπάρχει προοπτική ανάρρωσης, η εισαγωγή στη ΜΕΘ δεν θεωρείται δόκιμη επιλογή. Ειδικότερα, για τους υπερήλικους ασθενείς με σοβαρή εγκεφαλική βλάβη ή για ασθενείς σε προχωρημένο στάδιο καρκίνου και χωρίς προοπτική εναλλακτικής θεραπευτικής αντιμετώπισης, πρέπει να συναποφασίζεται μετά από συζήτηση των ιατρών της ΜΕΘ με τους θεράποντες κλινικούς γιατρούς, τον ασθενή και τους συγγενείς του εάν έχει νόημα να διασωληνωθεί και να υποστηριχθεί μηχανικά ο ασθενής. Επισημαίνεται ότι η μεγάλη ηλικία ή η ύπαρξη κακοήθειας δεν αποτελούν αναγκαστικά αποτρεπτική παράμετρο εισαγωγής ενός ασθενούς στη ΜΕΘ.

Δέλτα και Ομικρον φουσκώνουν το 5ο κύμα, ανάσα αισιοδοξίας από τη Νότια Αφρική

Νέα δεδομένα φέρνει η Ομικρον, δίνοντας τη σκυτάλη της πανδημίας στο νέο έτος όπως όλα δείχνουν. Και παρότι το «κλειδί», σύμφωνα τουλάχιστον με τα τελευταία επιστημονικά συμπεράσματα, φαίνεται να είναι οι τρίτες δόσεις, παραμένει αμφίβολο εάν τις επόμενες τέσσερις εβδομάδες θα έχει διανυθεί η απαραίτητη απόσταση ώστε να χτιστεί το ενισχυμένο «τείχος ανοσίας».

Υπό τις εξελίξεις αυτές ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας στο LSE Ηλίας Μόσιαλος απευθύνει νέα έκκληση στους διστακτικούς να ξεπεράσουν τους φόβους και τις αμφιβολίες τους, υπογραμμίζοντας πως «ο εμβολιασμός μας δίνει ένα προβάδισμα έναντι του ιού και η τρίτη δόση είναι μια δωρεάν χρονοκάρτα ανανέωσης της ανοσίας. Να κλείσετε ραντεβού και να προσέχετε».

Την ίδια ώρα, οι επιδημιολόγοι «βλέπουν» το 5ο κύμα να σηκώνεται μετά το πρώτο δεκαήμερο του Ιανουαρίου, περίοδος που αναμένεται να αποτυπωθούν οι επιπτώσεις της κινητικότητας την εορταστική περίοδο.

Παράλληλα, η άφιξη της νέας μετάλλαξης στη χώρα μας και ο εντοπισμός της σε τρεις διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές της χώρας (Αθήνα, Κρήτη και Πελοπόννησο) αποτελούν ισχυρή ένδειξη ότι είναι θέμα χρόνου η Δέλτα με την Ομικρον να διασταυρωθούν δίνοντας τη δική τους μάχη για το ποια θα επικρατήσει.

Καλά νέα από τη Νότια Αφρική

Εν τω μεταξύ, θετικά είναι τα νέα που καταφθάνουν από τη Νότια Αφρική, όπου το ποσοστό εισαγωγής νέων κρουσμάτων στα νοσοκομεία μειώθηκε κατά 91% τη δεύτερη εβδομάδα του τρέχοντος κύματος μόλυνσης που προκαλείται από την παραλλαγή Ομικρον, σε σύγκριση με την ίδια εβδομάδα του τρίτου κύματος.

Πιο συγκεκριμένα και από τα ίδια στοιχεία προκύπτει ότι μόνο το 1,7% των λοιμώξεων από COVID-19 τη δεύτερη εβδομάδα του τέταρτου κύματος λοιμώξεων εισήχθησαν στο νοσοκομείο, σε σύγκριση με 19% την ίδια εβδομάδα του τρίτου κύματος, το οποίο είχε προκληθεί από τη μετάλλαξη Δέλτα.

Εν τούτοις τα δεδομένα αυτά δεν καθησυχάζουν την επιστημονική κοινότητα, με τον επίκουρο καθηγητή Επιδημιολογίας Γκίκα Μαγιορκίνη να προειδοποιεί ότι δεν πρέπει να υποτιμηθεί η δυναμική του νέου στελέχους να προκαλέσει αύξηση της πίεσης του Συστήματος Υγείας.

Ο ειδικός περιγράφοντας τα όσα θα συμβούν στο κοντινό μέλλον σημειώνει ότι «η έλευση του στελέχους αναμένεται να δημιουργήσει μία ραγδαία αύξηση του αριθμού των διαγνώσεων, η οποία στη συνέχεια θα σταθεροποιηθεί σε υψηλά επίπεδα. Το ύψος της σταθεροποίησης θα εξαρτηθεί από τον εμβολιασμό των κοινωνικά ενεργών ομάδων, δηλαδή των νεότερων. Αυτό θα οδηγήσει και στη σταθεροποίηση του επιπέδου σε υψηλά, προβλέπουμε, επίπεδα. Ωστόσο, η δυναμική στο Σύστημα Υγείας θα εξαρτηθεί κυρίως από τα επίπεδα εμβολιασμού στους άνω των 60».