Η πλεονεξία και η φιλαρχία, μας διδάσκει ο Θουκυδίδης εδώ και δυόμιση περίπου αιώνες, γεννούν τη δίψα για την εξουσία, ή αλλιώς την εξουσιομανία. Αμφότερα, μάλιστα, τα δύο αυτά πάθη, προσθέτει ο ‘πατέρας’ της μεθοδολογίας της ιστορικής αιτιότητας στη μνημειώδη «Ιστορία» του, εκτρέφουν τον ζήλο για πολιτικές διαμάχες (Βιβλίον Γ’, 82). Σε αυτές τις διαμάχες, πέρα από τους πρωταγωνιστές και τους δευτεραγωνιστές τους, πάντοτε υπάρχουν και εξιλαστήρια θύματα, όπως επίσης και απώλειες ‘άμαχου’ πληθυσμού. Στον τελευταίο ανήκουν οι εκατομμύρια εξ’ ανατολάς και εκ νότου αναξιοπαθούντες, οι οποίοι στον 21ο αιώνα, ξεριζωμένοι από τις πατρίδες τους, αναζητούν απεγνωσμένως την εν Ευρώπη γη της επαγγελίας τους. Την απέλπιδα προσπάθειά τους, πέρα από παντοίου είδους επιτηδείους, τείνουν να εκμεταλλεύονται και αυταρχικές ηγεσίες προς εξυπηρέτηση των ιδιοτελών τους συμφερόντων.

Ό,τι συντελείται σήμερα στα κεντροανατολικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελούν μια προμνησία, ένα απαράδεκτο déjà vu, όλων όσων είχαν εκτυλιχθεί δύο χρόνια νωρίτερα στον Έβρο, αλλά και όσων συμβαίνουν στα θαλάσσια ύδατα από το βορειοανατολικό Αιγαίο μέχρι και τις ακτές του Γιβραλτάρ κατά την τελευταία δεκαετία. Κοινοί τους παρανομαστές, πέρα από τις χιλιάδες απεγνωσμένες ψυχές που χάνονται ετησίως, είναι αφενός η αδρανής, αναποφάσιστη και κατά συνέπεια αναποτελεσματική γραφειοκρατία των Βρυξελλών, όπως και άλλων άβουλων διεθνών οργανισμών (βλ. Ο.Η.Ε.), αφετέρου πλούσια μεν σε ισχύ, ενδεή όμως σε ηθική προαυτοκρατορικά καθεστώτα στην ανατολική πλευρά της γηραιάς ηπείρου.

Ενόσω συστατικά στοιχεία των σύγχρονων κρατικών και υπερεθνικών οντοτήτων οφείλουν να είναι τα τέσσερα «δ» -δημοκρατία, διοίκηση, δίκαιο και δικαιοσύνη-, ως απότοκα των μεγάλων επαναστατικών και ριζοσπαστικών ρευμάτων του 18ου και του 19ου αιώνα, εντούτοις η πραγματικότητα άλλα μαρτυρά. Στα κοινοτικά όργανα μπορεί φαινομενικά να κυριαρχούν οι αξίες της δημοκρατικής διακυβέρνησης και του κράτους δικαίου, εκλείπει, ωστόσο, η αποτελεσματική διοίκηση. Συνεπεία τούτου, χώρες που σήμερα βρίσκονται στο επίκεντρο του προσφυγικού προβλήματος όπως η Πολωνία, μόλις πριν από λίγα έτη, ως επικεφαλής της εθνικιστικής συμμαχίας του Βίσεγκραντ, ύψωναν τείχη, παραβλέποντας όχι μόνο την ανθρώπινη δυστυχία, αλλά και τις προωθούμενες από τις ευρωπαϊκές αρχές οικείες δημόσιες πολιτικές, αδιαφορώντας ταυτόχρονα πλήρως για τις επιπτώσεις που προκαλούσε η εν λόγω στάση στους εταίρους τους στον ευρωπαϊκό νότο. Από την άλλη, ανατολικές μονοκρατορίες, εκμεταλλευόμενες τη διστακτικότητα σε επίπεδο Ε.Ε., όπως και τα διαχρονικά χάδια ορισμένων ηγεσιών της (λ.χ. Γερμανίας), διαιωνίζουν την αυταρχική φύση των καθεστώτων τους, καταπατώντας κάθε έννοια δημοκρατίας και δικαιωμάτων.

Οι Daron Acemoglu και James A. Robinson στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μελέτη τους «Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη;» (εκδ. Α.Α. Λιβάνη, 2013) προτάσσουν ως απάντηση στο εύλογο ερώτημά τους τον «φαύλο κύκλο των κλειστών θεσμών». Όπως επεξηγούν, επειδή ο πλούτος και η οικονομική ισχύς μπορούν να εξαγοράζουν την πολιτική ισχύ, με αυτόν τον τρόπο αναπαράγονται διαρκώς οι κλειστοί πολιτικοί και οικονομικοί θεσμοί, παρεμποδίζοντας την οικονομική μεγέθυνση και την ευημερία των λαών. Ως εκ τούτου, από την στιγμή που όχι μόνο δεν εξασφαλίζεται η δημοκρατική τάξη στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια και Κεντρική Αφρική, αλλά αντιθέτως καθίσταται επιτρεπτή και η ανάπτυξη ενός προαυτοκρατορικού αυταρχισμού ακριβώς έξω από τις θύρες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, αποτελεσματική λύση στο προσφυγικό πρόβλημα σαφώς και δεν μπορεί να δοθεί. Για τον λόγο αυτό, όσες κυρώσεις κι αν επιβάλλονται στους υπαίτιούς του, η αντιμετώπισή του θα παραμένει επιδερμική, εάν απουσιάζουν αποφασιστικές ηγεσίες, ικανές να επιβάλλουν την τάξη, αλλά και να μεριμνούν για την αποκατάσταση των επιζητούντων μιας καλύτερης ζωής. Η υπεροχή, άλλωστε, σε ήθος του δυτικού πολιτισμού δεν έγκειται μοναχά στο «μη βλάπτειν», αλλά και στην εξασφάλιση του «ευ ζην» όλων όσων το δικαιούνται.

*Ο κ. Νίκος Σπ. Ζέρβας είναι Διδάκτορας Διοικητικής Επιστήμης και Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών