Οτι η Ελλάδα έχει αλλάξει σελίδα πλέον δεν αμφισβητείται.

Σειρά γεγονότων και εξελίξεων, από τις δυναμικές επιδόσεις της ανάκαμψης, τους ισχυρούς πόρους που τη συνοδεύουν και την παρέλαση των ξένων επενδυτών, μέχρι τις υψηλές αποτιμήσεις αποκρατικοποιούμενων επιχειρήσεων και τις υπερκαλύψεις των ομολογιακών εκδόσεων διακεκριμένων ελληνικών ναυτιλιακών εταιρειών, επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές.

Η εμπιστοσύνη είναι προφανές ότι έχει ανακτηθεί σε μεγάλο βαθμό και οι ξένοι αντιμετωπίζουν πια την Ελλάδα με άλλο μάτι.

Κοινή είναι επίσης η πεποίθηση ότι η διεθνής παρουσία της χώρας αναβαθμίζεται διαρκώς.

Ο τρόπος που η Ελλάδα διαχειρίζεται τις διαφορές της με την Τουρκία, οι αμυντικές συμφωνίες που συνήψε με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ, οι πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει άλλοτε για την προστασία των αλιευμάτων της Μεσογείου και άλλοτε για την ανάπτυξη νέων καυσίμων που θα χρησιμοποιεί η ισχυρή ελληνική ποντοπόρος ναυτιλία, αλλά και η ηλεκτρική διασύνδεση της Ευρώπης με την Αίγυπτο μέσω ημών, φανερώνουν δυναμισμό και δυνατότητες σε τούτο τον τόσο ταραγμένο και επισφαλή κόσμο.

Ωστόσο, βρισκόμαστε ακόμη στο μεταίχμιο της νέας εποχής. Οι κίνδυνοι παραμονεύουν, όπως και οι απειλές παραμένουν ενεργές και ικανές να ανατρέψουν μια ολοκληρωμένη δυναμική ελληνική επιστροφή.

Η ελληνική οικονομία έχει να σηκώσει βουνά από χρέη, που συσσωρεύθηκαν τα προηγούμενα χρόνια, να καλύψει το επενδυτικό και παραγωγικό κενό της τελευταίας δεκαετίας και βεβαίως να επανέλθει σε καθεστώς δημοσιονομικής ισορροπίας μετά την αναγκαία, εκ των συνθηκών, πανδημική εκτροπή.

Επιπλέον, καλείται να αντιμετωπίσει τις πληθωριστικές πιέσεις που η νέα ενεργειακή κρίση γεννά και η υγειονομική ακόμη δημιουργεί και οι οποίες κλονίζουν την εσωτερική αγορά και πληγώνουν τα πενιχρά εισοδήματα των περισσοτέρων πολιτών.

Επιβάλλεται επίσης να επιμείνει στο μεσοδιάστημα να πορεύεται τη δύσκολη οδό των μεταρρυθμίσεων και των μεγάλων διαρθρωτικών αλλαγών στο κράτος και στις επιχειρήσεις του, ώστε να ανακτήσει και πάλι τη θέση που της αρμόζει στις διεθνείς αγορές, να αποκτήσει δηλαδή ξανά επενδυτική βαθμίδα, να καταστεί και πάλι επενδύσιμη και έτσι να απαλλαγεί από το βάρος της καχυποψίας και της επιφύλαξης που συνεχίζει να την καταδιώκει παρά την πρόοδο και τα πολλά σημάδια ανάκαμψης.

Κοινώς, τίποτε δεν έχει κριθεί ακόμη. Μέχρι το 2023 τουλάχιστον, οπότε και θα επιτευχθεί σύμφωνα με τον προγραμματισμό η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, η πορεία της χώρας πρέπει να μείνει εν πολλοίς αδιατάρακτη, χωρίς πολιτικές ή άλλες περιπλοκές.

Πράγμα καθόλου εύκολο για μια χώρα πολιτικά ευμετάβλητη και κοινωνικά ευάλωτη. Πολύ περισσότερο δε όταν εντός της ευδοκιμούν θεωρίες συνωμοσίας και αναπτύσσονται με ευκολία περισσή δυνάμεις καθυστέρησης και οπισθοδρόμησης, όπως φανερώθηκε ευθέως, μέσω του κύματος των επικίνδυνων αντιεμβολιαστών, στη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης.

Τούτων δοθέντων, απέναντι σε αυτό το πλήθος υποχρεώσεων, απαιτήσεων και διεκδικήσεων το εσωτερικό μέτωπο επιβάλλεται να μείνει αρραγές και προστατευμένο από δυνάμεις αλλοπρόσαλλες και υπερφίαλες.

Η Ελλάδα έχει μια μεγάλη ευκαιρία να αναγεννηθεί και να υπερβεί με τους καλύτερους δυνατούς όρους την προηγούμενη κρίση.

Σε τούτη την ιδιαίτερη μεταιχμιακή περίοδο έχει ανάγκη από στέρεες δυνάμεις και από συγκροτημένες ηγεσίες, που θα δύνανται να κατανοούν τη θέση της χώρας στον κόσμο, να διαθέτουν επεξεργασμένο σχέδιο εξόδου και να είναι πειθαρχημένες και ικανές να το ακολουθήσουν με συνέπεια και συνέχεια, αναλαμβάνοντας και το απαιτούμενο κάθε φορά πολιτικό κόστος.

Δεν υπάρχει πια χώρος ούτε χρόνος για λαοπλάνους και λαϊκιστές της κακιάς ώρας. Εκείνοι οι καιροί παρήλθαν οριστικά και αμετάκλητα…

 

ΤΟ ΒΗΜΑ