Πριν από μερικές μέρες ήμουν στον προθάλαμο ενός γιατρού, ο οποίος τυχαίνει να είναι και φίλος. Οσο περίμενα τη σειρά μου, τον άκουσα στο τηλέφωνο να μιλάει με κάποιον γνωστό του. Από τα συμφραζόμενα κατάλαβα ότι ο γνωστός ήταν αντιεμβολιαστής και ο φίλος μου γιατρός προσπαθούσε να τον πείσει να κάνει το εμβόλιο. Τα επιχειρήματά του ήταν λογικά, ποτέ δεν ανέβαζε τον τόνο, αλλά μου ήταν φανερό ότι ο άλλος ήταν αμετάπειστος. Κάποια στιγμή ο φίλος μου είπε: «Μα αν το κάνεις αυτό, δεν θα μπορείς να δουλέψεις πια!». Ακολούθησε μια παύση και ύστερα το τηλέφωνο έκλεισε με έναν τυπικό αποχαιρετισμό.

Αργότερα, ο φίλος γιατρός μού είπε ότι μιλούσε με έναν συνεργάτη του γιατρό με πείρα σαράντα ετών στον χώρο που δραστηριοποιούνται και οι δύο. Εναν άνθρωπο που στο συνάφι θεωρούνταν «σοφός», σπουδαίος γιατρός και σεβαστός στον χώρο. Τα τελευταία χρόνια είχε όμως λίγο κουραστεί, άρχισε να διαβάζει διάφορα στο Δίκτυο και εν τέλει έγινε φανατικός αντιεμβολιαστής. Οταν ο φίλος μου του είπε πως αν αρνηθεί να εμβολιαστεί δεν θα μπορεί να δουλέψει πουθενά, ο «σοφός γιατρός» απάντησε: «Ε, και; θα γίνω αγρότης. Εγώ τις αξίες μου δεν τις διαπραγματεύομαι».

Μια ιστορία που μας δείχνει ότι στις τάξεις των αντιεμβολιαστών δεν υπάρχουν μόνο οι γραφικοί: οι ακραίοι συνωμοσιολόγοι, οι φανατικοί χριστιανοί, οι νοσταλγοί της χούντας, οι πρώην μητροπολίτες που προτείνουν ψέκασμα με αγιασμό. Υπάρχουν και άνθρωποι που όχι μόνον έχουν ζήσει μια ζωή μέσα στην επιστήμη και τον ορθό λόγο, αλλά έχουν διαπρέψει κιόλας.

Το ζήτημα που ενσκήπτει πλέον δεν είναι να χωριστεί η χώρα σε δύο στρατόπεδα. Η πανδημία όχι μόνο δεν παραδίδεται, αλλά βρίσκει νέα μονοπάτια. Η ρεαλιστική λύση είναι μονόδρομος: να πεισθεί ένα σημαντικό ποσοστό των αρνητών να κάνει το εμβόλιο. Μπορούμε λοιπόν να αλλάξουμε γνώμη στους αρνητές της επιστήμης;

«Η κλιματική αλλαγή είναι φάρσα – το ίδιο και ο κορωνοϊός. Τα εμβόλια δημιουργούν προβλήματα». Πολλοί συμπολίτες μας απορρίπτουν την επιστημονική εμπειρία προκρίνοντας ανερμάτιστες ιδεολογίες σε αντίθεση με την εμπειρική επιστήμη και τα γεγονότα. Δεν είναι απλώς ανενημέρωτοι και παραπληροφορημένοι. Επικαλούνται στοιχεία που έχουν επιλεγεί έτσι ώστε να βολεύουν το ζωτικό τους αφήγημα, βασίζονται σε ψευδο-ειδικούς και πιστεύουν στις θεωρίες συνωμοσίας. Πώς μπορούμε να πείσουμε αυτούς τους ανθρώπους, που φτάνουν να ρισκάρουν και την ίδια τους τη ζωή, ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι; Πώς μπορούμε να τους κάνουμε να αλλάξουν γνώμη και να αποδεχτούν γεγονότα όταν δεν πιστεύουν στα γεγονότα; Στο πρόσφατο βιβλίο του, «How to Talk to a Science Denair» ο ερευνητής Lee McIntyre υποστηρίζει ότι ο καθένας μας μπορεί να αντιμετωπίσει τους αρνητές της επιστήμης και είναι εξαιρετικά σημαντικό να το κάνει. Η άρνηση της επιστήμης μπορεί να σκοτώσει.

Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, το «γιατί» πίσω από τη διστακτικότητα του εμβολιασμού δεν είναι απλό θέμα. Τα τελευταία χρόνια, οι επιδημιολόγοι έχουν συνεργαστεί με κοινωνιολόγους και ψυχολόγους για να το εξετάσουν πιο βαθιά. Ο στόχος είναι να βρεθεί εάν υπάρχουν κοινά στοιχεία μεταξύ των σκεπτικιστών των εμβολίων προκειμένου να καταλάβουν καλύτερα πώς να τους πείσουν. Στη ρίζα του ζητήματος βρίσκονται ενσφηνωμένες ηθικές αξίες και ένα ισχυρό ένστικτο, δήλωσε ο Jeff Huntsinger, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο Loyola του Σικάγο: «Είναι πολύ δύσκολο να τους παρακάμψεις με στοιχεία και πληροφορίες. Δεν μπορείς να συνεννοηθείς με αυτόν τον τρόπο».

Σύμφωνα με μια μελέτη του 2018, οι θεωρίες συνωμοσίας είναι ένας σημαντικός προγνωστικός παράγοντας που οδηγεί στην άρνηση. Οι θεωρίες αυτές μπορεί να είναι παρηγορητικές, παρέχοντας αφηγήσεις που ανακουφίζουν. Βρίσκουν εύφορο έδαφος λόγω της μακρόχρονης πτώσης της εμπιστοσύνης στις κυβερνήσεις.

Οταν όμως σκέφτεται κανείς κάποιον δικό του – παιδί, πατέρα, μητέρα, παππού – να λαχανιάζει για να αναπνέει ασφυκτικά σε αναπνευστήρα, μόνος, χωρίς κανέναν γύρω του, τα επιχειρήματα των αρνητών μοιάζουν από άλλο πλανήτη. Ωστόσο ο διχασμός δεν οδηγεί πουθενά. Εάν θέλουμε αποτελέσματα πρέπει να λειτουργήσουμε με πειθώ. Οχι, δεν «ζούμε με τον φόβο» του ιού, θέλουμε απλώς να είμαστε μέρος της λύσης, όχι του προβλήματος.

Πώς όμως μπορούμε να πείσουμε τους αρνητές να δεχτούν τη ρεαλιστική λύση; Πώς μπορούμε να τους κάνουμε να αλλάξουν γνώμη και να αποδεχτούν τα γεγονότα όταν δεν πιστεύουν στα… γεγονότα; Στo βιβλίο, ο Lee McIntyre υποστηρίζει ότι το πρόβλημα είναι συνυφασμένο με την ταυτότητα. Οι ανεμβολίαστοι παίζουν με τη ζωή τους επικαλούμενοι ένα είδος ελευθερίας. Δεν έχουν εμπιστοσύνη σε οποιαδήποτε πηγή δεν ακολουθεί το δικό τους αφήγημα. Να προσθέσουμε πως οι αντιεμβολιαστές «απήγαγαν» την «επαναστατικότητα» υιοθετώντας μια φαινομενικά αντισυστημική δράση που έχει και πολιτικές προεκτάσεις. Το εγώ είναι οχυρωμένο, θωρακισμένο, ενώ στο ψυχικό υπόστρωμα είναι έκδηλος ο φόβος.

Αρχικά λοιπόν πρέπει να υπάρξει ενσυναίσθηση, μια προσπάθεια να χτιστεί εμπιστοσύνη. Μια ερώτηση θα μπορούσε να είναι: «Τι στοιχεία μπορείτε να μου προσκομίσετε για να μου αποδείξετε ότι έχετε δίκιο;». Ετσι θα ακουστεί η άποψη του άλλου. Είναι σημαντικό το πώς θα τον πλησιάσεις, πώς δεν θα τον υποτιμήσεις. Και φυσικά δεν θα πρέπει να χρησιμοποιήσεις τη λέξη «αρνητής» όταν θα συζητάς μαζί του.

Οταν κάποιος δεν έχει πρόβλημα να κάνει ένα χειρουργείο ή να ανεβεί σε αεροπλάνο και αρνείται να κάνει μια ένεση, υπάρχει αρκετό έδαφος για ολοκληρωμένα επιχειρήματα που θα περνούν μέσα από τη δική του λογική για να του ανοίξουν τα μάτια.

Υπάρχουν όμως δύο αλήθειες που είναι διαχρονικές. Η επιστήμη είναι η μεγαλύτερη εφεύρεση του ανθρώπινου νου και η φύση της ανθρωπότητας καταδεικνύει ότι είμαστε τραγικοί. Πώς θα βρεθεί μια ισορροπία μεταξύ του ορθού λόγου και του θυμικού που έχει καταληφθεί από φόβο; Ενα δύσκολο στοίχημα που πρέπει απαραίτητα να κερδηθεί.

*Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας.