O πρόεδρος της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης Περικλής Μήτκας είναι το πρόσωπο στο οποίο στρέφεται το ενδιαφέρον μετά την ολοκλήρωση της εφετινής εξεταστικής διαδικασίας για τα ΑΕΙ της χώρας. Κι αυτό γιατί στις προτάσεις του θα στηριχθούν το «κόψιμο» τμημάτων, οι συγχωνεύσεις ή οι αλλαγές επιστημονικών αντικειμένων το επόμενο χρονικό διάστημα. «Το Βήμα» τον αναζήτησε και ιδού τι απαντάει στα ερωτήματα των ημερών.

«Το σενάριο που θέλει το κάθε πανεπιστήμιο να επιλέγει τους φοιτητές και τις φοιτήτριες με δικά του κριτήρια μπορεί να εφαρμοστεί μόνο όταν τα ιδρύματά μας θα έχουν κτίσει τη δική τους ακαδημαϊκή παράδοση» τονίζει ο Περικλής Μήτκας

Τα αποτελέσματα των πανελλαδικών εξετάσεων φέρνουν στην επιφάνεια ανατρεπτικές αποφάσεις. Τι θα ζητήσει η Εθνική Αρχή από τα ΑΕΙ;

«Τα αποτελέσματα των εφετινών πανελλαδικών εξετάσεων αποτελούν μια καθαρότερη αποτύπωση των προτιμήσεων των υποψηφίων και επιτρέπουν μια διεισδυτικότερη ματιά στους παράγοντες που καθορίζουν τις επιλογές τους. Οι σημερινοί απόφοιτοι των Λυκείων, μέσα από το Διαδίκτυο και τα κοινωνικά μέσα, τη σχετική συμβουλευτική στο σχολείο αλλά και τις συζητήσεις με συγγενικά τους πρόσωπα που φοιτούν ή φοίτησαν στο πανεπιστήμιο, έχουν καλύτερη πληροφόρηση για την ακαδημαϊκή επάρκεια των πανεπιστημιακών τμημάτων ανά την Ελλάδα και για τις επαγγελματικές προοπτικές των διαφόρων προγραμμάτων σπουδών. Οι τυχόν αδυναμίες ενός τμήματος, π.χ. έλλειψη προσωπικού ή πλημμελής λειτουργία, διαπιστώνονται πιο εύκολα, ενώ ο κορεσμός κάποιων επαγγελμάτων συζητείται δημόσια. Παραμένουν βέβαια κάποιες στρεβλώσεις. Τμήματα με ιστορία, υποδομές και ακαδημαϊκό βάθος παρακάμπτονται επειδή λειτουργούν μακριά από τα μεγάλα κέντρα και νέες επιστημονικές περιοχές με εξαιρετικές προοπτικές, όπως η Μηχανική Περιβάλλοντος, δεν επιλέγονται γιατί δεν έχουν διασφαλίσει ακόμη «επαγγελματικά δικαιώματα». Μολονότι οι αποφάσεις για τη λειτουργία ενός τμήματος δεν πρέπει να βασίζονται σε ένα στιγμιότυπο της ελκυστικότητάς του, οφείλουμε να θυμόμαστε ότι το πανεπιστήμιο λειτουργεί πρωτίστως για τους φοιτητές και τις φοιτήτριές του. Η Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) παρακολουθεί την πορεία όλων των Ιδρυμάτων μέσα από μια σειρά δεικτών και πιστοποιεί την επάρκειά τους. Εχουμε μια καλή εικόνα για τις δυνατότητες και τα προβλήματα του κάθε τμήματος, που δεν συμπίπτει πάντα με την κατάταξή του σύμφωνα με τις βάσεις εισαγωγής.

Αυτό που θα θέλαμε να δούμε είναι κατ’ αρχήν μια συζήτηση εντός των Ιδρυμάτων, ιδιαίτερα εκείνων που έχουν τμήματα με λίγους εισακτέους, για την κατάσταση που διαμορφώνεται μετά την εφαρμογή της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ). Θέλουμε τις προτάσεις τους για τυχόν ακαδημαϊκή ανασυγκρότηση, οι οποίες στη συνέχεια θα συζητηθούν σε εθνικό επίπεδο και θα ενσωματωθούν στις επικείμενες τετραετείς προγραμματικές συμφωνίες που θα συνυπογράψουν με το υπουργείο».

Υπάρχουν σήμερα τμήματα με αλληλοκαλυπτόμενα επιστημονικά αντικείμενα στην ανώτατη εκπαίδευση της χώρας από τις έρευνες που έχετε κάνει; Και πώς θα αντιμετωπιστούν αυτά τα προβλήματα;

«Σε μια εποχή που το ζητούμενο στην ανώτατη εκπαίδευση παγκοσμίως είναι η διεπιστημονικότητα, η αλληλοκάλυψη επιστημονικών αντικειμένων δεν αποτελεί πρόβλημα. Αντιθέτως, θα πρέπει να διερευνήσουμε με ποιον τρόπο μπορεί να χαλαρώσει η αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία μεταξύ τμήματος και προγράμματος σπουδών που ισχύει στην Ελλάδα και οδηγεί στη στεγανοποίηση των επιστημονικών περιοχών. Πρόβλημα υπάρχει στις περιπτώσεις που ένα, όχι ιδιαίτερα δημοφιλές, πτυχίο προσφέρεται από πολλά τμήματα ανά την Ελλάδα. Αυτή η υπερπροσφορά θέσεων, σε συνδυασμό με τη μείωση του συνολικού αριθμού των υποψηφίων λόγω του δημογραφικού προβλήματος, δημιουργεί το φαινόμενο των κενών θέσεων σε ορισμένα τμήματα. Φαινόμενο που πάντα υπήρχε με τη μορφή των φοιτητών που εγγράφονταν μεν, αδιαφορούσαν όμως πλήρως για τις σπουδές τους. Αρκεί να σας αναφέρω ότι το ακαδημαϊκό έτος 2019-20 ο συνολικός αριθμός των πτυχιούχων από τα ελληνικά πανεπιστήμια ήταν περίπου το 50% των νέων εγγραφών. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι ο συνολικός αριθμός των εισακτέων δεν έχει αλλάξει πολύ τα τελευταία 5-6 χρόνια, καθίσταται φανερό ότι κενές θέσεις υπάρχουν στα περισσότερα τμήματα. Η εφαρμογή της ΕΒΕ φωτίζει αυτό το φαινόμενο της αδιαφορίας για τις σπουδές λίγο νωρίτερα, στο στάδιο της εισαγωγής, και αναμένεται να έχει θετική επίδραση στην προσπάθεια αναβάθμισης της ποιότητας της εκπαίδευσης. Οι κενές θέσεις μπορούν να αντιμετωπιστούν είτε με αναδιάρθρωση τμημάτων, που μπορεί να περιλαμβάνει και συγχωνεύσεις ή καταργήσεις, είτε με προσέλκυση αλλοδαπών φοιτητών σε ξενόγλωσσα προγράμματα».

Εάν τα ΑΕΙ δεν καταθέσουν προτάσεις για τη χωροταξική αναδιάρθρωσή τους, θα προχωρήσετε εσείς σε προτάσεις επί του θέματος μόνοι σας στην ΕΘΑΑΕ;

«Η ΕΘΑΑΕ έχει εκ του νόμου εισηγητική αρμοδιότητα για την εθνική στρατηγική της ανώτατης εκπαίδευσης».

Ποιο κρίνετε ως το αδύναμο σημείο της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης;

«Το γεγονός ότι αυτή εξακολουθεί να αποτελεί πεδίο έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης. Ενα μίνιμουμ πολιτικής συναίνεσης για τον τρόπο λειτουργίας των πανεπιστημίων θα δημιουργούσε ένα πιο σταθερό νομικό πλαίσιο και θα επέτρεπε τον καθορισμό μεσομακροπρόθεσμων στόχων, τόσο σε εθνικό όσο και σε ιδρυματικό επίπεδο. Ενώ οι παγκόσμιες εξελίξεις στην ανώτατη εκπαίδευση είναι ραγδαίες, εμείς ακόμη συζητούμε αν η κατάληψη είναι δικαίωμα ή αδίκημα».

Επί των εισαγωγικών εξετάσεων στα ΑΕΙ: Μήπως επί δεκαετίες «μπαλώνουμε» ένα ύφασμα που έχει από καιρό σκιστεί;

«Θα πω το προφανές. Ενα δίκαιο εξεταστικό σύστημα δίνει ίσες ευκαιρίες σε όλους, επιβραβεύει την προσπάθεια και αξιολογεί σωστά τις γνώσεις και ικανότητες των διαγωνιζομένων. Οι πανελλαδικές εξετάσεις έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά, θεωρούνται αδιάβλητες και έχουν κερδίσει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας. Το εναλλακτικό σενάριο που θέλει το κάθε πανεπιστήμιο να επιλέγει τους φοιτητές και τις φοιτήτριες με δικά του κριτήρια μπορεί να εφαρμοστεί μόνο όταν τα Ιδρύματά μας θα έχουν κτίσει τη δική τους ακαδημαϊκή παράδοση, όπως κάποια κορυφαία πανεπιστήμια του κόσμου, που θα γίνεται σεβαστή από την πολιτεία και από την κοινωνία. Οι διαδικασίες επιλογής των φοιτητών στα ξενόγλωσσα προγράμματα σπουδών που αρχίζουν να λειτουργούν ίσως βοηθήσουν προς αυτή την κατεύθυνση».