Μια πολιτική, για να είναι δίκαιη, πρέπει να υπηρετεί την κοινωνική δικαιοσύνη, χωρίς να παραβιάζει τις αρχές του πολιτικού φιλελευθερισμού. Το νεοφιλελεύθερο δόγμα, υποστηρίζει ότι, επιλέγει την υπεροχή των ατομικών ελευθεριών, έναντι κάθε συλλογικής ή κοινοτικής οντότητας, γιατί θεωρεί ότι, δεν μπορεί να υπάρξει κίνητρο παραγωγής πλούτου, χωρίς το άτομο να γνωρίζει ότι κανένα κράτος δεν θα παρέμβει για να του αφαιρέσει με οποιοδήποτε τρόπο, μέρος του πλούτου του. Γιαυτό, η συνεχής μείωση του κράτους και των δημόσιων δαπανών, ακόμη και για τα ανελαστικά κοινωνικά αγαθά, όπως είναι η υγεία και η παιδία, είναι η απόλυτη προτεραιότητά του.

Όμως, όσο λάθος είναι, «η κοινωνία», δηλαδή ουσιαστικά οι ισχυρές οικονομικά ομάδες, να απορροφούν το κράτος, που πρεσβεύει η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, άλλο τόσο λάθος είναι, το κράτος να απορροφά την κοινωνία, που πρεσβεύει κάθε αυταρχική και κρατικίστικη ιδεολογία.

Τις τελευταίες δεκαετίες, κάθε μέρα και περισσότερο, με την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών, η υπερσυγκέντρωση του κεφαλαίου γίνεται μεγαλύτερη, Η μεσαία παραγωγική τάξη συρρικνώνεται δραματικά, δημιουργώντας πρόβλημα στο βασικό κοινωνικό υποκείμενο της φιλελεύθερης δημοκρατίας, δηλαδή στην ίδια την φιλελεύθερη δημοκρατία. Σήμερα, σχεδόν όλοι μιλούν για την κλιματική κρίση και την πράσινη ανάπτυξη. Σίγουρα οι πολυεθνικές και οι τεχνολογικές πλατφόρμες, μπορούν να προσφέρουν, σε μια πράσινη μετάβαση, μόνο που αυτή η μετάβαση, δεν θα έχει κοινωνικό παραγωγικό υπόβαθρο, ούτε θα εγγυάται την κοινωνική συνοχή και την περιφερειακή σύγκλιση. Η υπερσυγκέντρωση οικονομικής εξουσίας, στρεβλώνει το φιλελεύθερο πολιτικό σύστημα, γιατί ενισχύονται οι δυνατότητες των κατόχων της να επηρεάζουν το εκλογικό σώμα και κατ’ επέκταση τα κόμματα και, πρόσωπα μέσα στα κόμματα. Σήμερα στην χώρα μας, μετά την υπερδεκαετή οικονομική και κοινωνική κρίση και την επέκταση και εμβάθυνσή της, λόγω της πανδημίας, βρισκόμαστε σε μια οριακή στιγμή. Ουσιαστικά πρέπει να επαναδιαταχθεί το παραγωγικό δυναμικό, με την αξιοποίηση και των Κοινοτικών πόρων, επιλέγοντας την βιώσιμη πράσινη ανάπτυξη, που θα αποτρέπει, όσο είναι δυνατόν, την ακόμη μεγαλύτερη συγκέντρωση των βασικών παραγωγικών τομέων της οικονομίας. Πρέπει να υιοθετηθεί μια στρατηγική, που θα δημιουργεί την νέα μεσαία τάξη στην οικονομία της γνώσης, θα ενισχύει την παραγωγικότητα και την εξωστρέφεια, και θα υποστηρίζει την περιφερειακή ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή.

Η κυβέρνηση δυστυχώς, αξιοποιεί την παρατεταμένη κρίση και με τον σχεδιασμό που έχει κάνει για την αξιοποίηση των Κοινοτικών και των δημόσιων πόρων γενικότερα, στο όνομα του επείγοντος, προωθεί την όποια παραγωγική αναδιάρθρωση, με την ενίσχυση των διεθνών ολιγομονοπωλιακών ομίλων, σε μερικές περιπτώσεις και με την σύμπραξη και των εγχώριων.

Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που ορθώς καταγγέλλουν αυτές τις επιλογές της κυβέρνησης, με τις ολέθριες συνέπειες για την οικονομία, την κοινωνία, αλλά και την ουσία της δημοκρατίας, δεν έχουν παρουσιάσει μια ολοκληρωμένη ανάλυση για την σημερινή πραγματικότητα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και, πως η παρατεταμένη κρίση σε συνδυασμό με την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών των υπερεθνικών ομίλων, οδηγεί στην ακόμη μεγαλύτερη συγκέντρωση της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, σε δραματικές ανισότητες, κρατικές, γεωγραφικές και κοινωνικές, που δημιουργούν τις στρεβλώσεις της δημοκρατίας στην Δύση, και ενισχύουν τα δεσποτικά και απολυταρχικά καθεστώτα στον κόσμο.

Τα φαινόμενα αυτά, μπορεί σύντομα να μην είναι αντιστρεπτά. Μόνο η αφύπνιση των κοινωνιών μπορεί να αναχαιτίσει αυτές τις εξελίξεις. Τα κόμματα, που τοποθετούνται, διακηρυκτικά τουλάχιστον, απέναντι σε αυτές τις επιλογές, πρέπει να βρουν νέα ερμηνευτικά εργαλεία, που θα μπορούν να ερμηνεύσουν τις αντιφάσεις της κυβερνητικής στρατηγικής, θα μπορούν να τεκμηριώσουν πειστικά τα επικίνδυνα αδιέξοδα που δημιουργεί στην χώρα, την οικονομία και στο μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας. Να μπορούν να αποκαλύψουν στις παραγωγικές και κοινωνικές δυνάμεις, στους νέους, που σήμερα δοκιμάζονται, αλλά ελπίζουν ότι κάτι υπάρχει και γιαυτούς στα κυβερνητικά σχέδια, πως η μόνη σίγουρη εξέλιξη για τους περισσότερους, είναι η μεγαλύτερη οικονομική υποχώρηση και τελικά η περιθωριοποίηση, χωρίς επιστροφή.

Αυτά τα κόμματα, για να κερδίσουν το ενδιαφέρον των απογοητευμένων πολιτών, πρέπει να αποδείξουν ότι οι προτάσεις τους αποβλέπουν στο «κοινό αγαθό», και όχι στις δικές τους μικροκομματικές και προσωπικές επιδιώξεις. Πάνω στον προσδιορισμό του «κοινού αγαθού», και των τρόπων επίτευξης, με αποδεκτές τις εύλογες διαφορές, πρέπει να αναπτύσσεται ο απροσχημάτιστος και εξαντλητικός διάλογος, για την δημιουργία των μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών, που θα μπορέσουν να αμφισβητήσουν αποφασιστικά την κυβερνητική στρατηγική και, ταυτόχρονα θα προσφέρουν μια αξιόπιστη, οραματική και ρεαλιστική πρόταση, στην σημερινή συγκυρία.