Η Ελλάδα πρέπει να είναι από τις ελάχιστες χώρες στον κόσμο στις οποίες ο ανασχηματισμός λαμβάνει χαρακτηριστικά σίριαλ. Αυτό το σίριαλ ξεκινά συνήθως από τα μέσα ενημέρωσης, τα οποία αρχίζουν και διακινούν σενάρια εκεί που δεν πρέπει να υφίστανται, ή, εναλλακτικά, από δυσαρεστημένους βουλευτές και κομματικά στελέχη που ορέγονται υπουργικά οφίτσια. Φυσικά, κάποια στιγμή, οι ανασχηματισμοί καθίστανται αναγκαίοι – εκ των συνθηκών. Οι πιέσεις όμως έχουν ήδη διαμορφώσει «εύφλεκτο» υλικό για ίντριγκες.

Είναι αλήθεια ότι ο πρόσφατος κυβερνητικός ανασχηματισμός δεν εντυπωσίασε. Ορισμένοι μίλησαν για «χαμένη ευκαιρία», άλλοι για «φιάσκο». Ιστορικά πάντως, ποτέ οι ανασχηματισμοί δεν μεταβάλλουν δραματικά τα δεδομένα. Η κρίσιμη συγκολλητική ουσία, σε όλα τα σοβαρά δυτικά κράτη, που διασφαλίζει την ομαλότητα της διακυβέρνησης δεν εντοπίζεται στα πρόσωπα. Αφορά τη διαμόρφωση και την ενίσχυση δομών που δεν θα αλλάζουν με βάση τους «πολιτικούς ανέμους», θα ριζώνουν και θα «δείχνουν τον δρόμο» στην εξεύρεση λύσεων και στην επίτευξη μεταρρυθμίσεων.

Σε όλους όσοι παρατηρούν τα πολιτικά πράγματα από κοντά, είναι αντιληπτό ότι έχει αναπτυχθεί την τελευταία διετία μια «ένταση» μεταξύ των υπουργείων και του επονομαζόμενου επιτελικού κράτους που εισήγαγε η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ο Πρωθυπουργός είναι πεπεισμένος για την αναγκαιότητα του νέου μοντέλου και δεν θα κάνει πίσω. Η δε σκληρή πραγματικότητα είναι ότι η ελληνική δημόσια διοίκηση χαρακτηρίζεται, σε πληθώρα περιπτώσεων, από βραδύτητα στη λήψη αποφάσεων και έλλειψη συγκεκριμένων δεξιοτήτων σε βασικούς τομείς.

Παράλληλα όμως, η θεσμική συγκρότηση του κράτους εμφανίζει κενά και το επιτελικό κράτος πρέπει να ενισχυθεί δομικά ώστε να ευδοκιμήσει. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η υπόθεση συγκρότησης ενός Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας που, αν και έχει πλέον καταστεί απόλυτα αναγκαίο λόγω των συνθηκών και αποτελεί κοινό τόπο σε πολλά κράτη, έχει καθυστερήσει δραματικά και το μέλλον του μοιάζει άδηλο. Χωρίς εκ βάθρων αναδιαμόρφωση του ίδιου του Μεγάρου Μαξίμου, οι αρρυθμίες θα συνεχιστούν. Την εποχή των Μνημονίων, οι γάλλοι εμπειρογνώμονες της ευρωπαϊκής Task Force είχαν καταθέσει ορισμένες ιδέες για την ενίσχυσή του. Ισως να είναι ακόμη χρήσιμες ως βάση συζήτησης και προβληματισμού.

Η «υπόθεση Αποστολάκη» και τα απόνερα αυτής επισκίασαν το δομικό θεσμικό πρόβλημα της ελληνικής διοίκησης και διακυβέρνησης ευρύτερα. Δυστυχώς, μετέτρεψε την πολιτική αντιπαράθεση επί του ανασχηματισμού σε αρένα μέσα στην οποία ο υπουργός Ανάπτυξης και αντιπρόεδρος του μεγαλύτερου κόμματος της ελληνικής Βουλής Αδωνις Γεωργιάδης χαρακτήρισε τον πρώην υπουργό Εθνικής Αμυνας και Α/ΓΕΕΘΑ «καφετζή». Επρόκειτο για μια κίνηση ανεπίτρεπτη και αξιοθρήνητη που θα έπρεπε να αποδοκιμαστεί από την ίδια την κυβέρνηση – πόσω μάλλον που η ίδια επιμένει να ζητεί από τον Αλέξη Τσίπρα να αποπέμψει τον Παύλο Πολάκη, έναν βουλευτή που σχεδόν καθημερινά μάς προκαλεί με τον πολιτικό πρωτογονισμό του. Η «εποχή των τσιτάτων» όμως προς τέρψιν των social media έχει περάσει και αυτό θα ήταν καλό να το καταλάβουν όλοι.