Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχασαν 15 μήνες ύστερα από τη συμφωνία του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ με τους Ταλιμπάν τον Φεβρουάριο του 2020 για να προετοιμαστούν για την αποχώρησή τους από το Αφγανιστάν, τονίζει στην αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα» ο Ντάγκλας Λουτ.

Ο αμερικανός αντιστράτηγος ε.α. διετέλεσε από το 2007 ως το 2013 αναπληρωτής σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας για τους πολέμους στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ – εξ ου και το προσωνύμιο «τσάρος του πολέμου» (war czar) που του είχαν αποδώσει οι «New York Times».

Ο κ. Λουτ, ο οποίος διορίστηκε στη θέση αυτή από τον Τζορτζ Μπους τον νεότερο και διατηρήθηκε σε αυτήν από τον Μπαράκ Ομπάμα, μας επισημαίνει, στην τηλεφωνική συνομιλία που είχαμε μαζί του την περασμένη Τετάρτη, ότι ένα από τα βασικά μαθήματα που πρέπει να πάρουν οι Ηνωμένες Πολιτείες από την υπόθεση του Αφγανιστάν είναι πως δεν πρέπει να θέτουν στόχους πέραν των δυνατοτήτων τους, ενώ παραδέχεται ότι η Ουάσιγκτον ανέχθηκε επί μακρόν τη διαφθορά στους κόλπους της αφγανικής εξουσίας.

Καμία προετοιμασία

«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σημείο-κλειδί για όσα συμβαίνουν σήμερα ήταν η συμφωνία του πρώην προέδρου Τραμπ με τους Ταλιμπάν τον Φεβρουάριο του 2020. Αυτή προέβλεπε την αποχώρηση όλων των στρατευμάτων από το Αφγανιστάν την 1η Μαΐου 2021. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των 15 μηνών που ακολούθησαν ως τον Μάιο του 2021, δεν έγινε καμία προετοιμασία για την αποχώρηση» μας εξηγεί ο κ. Λουτ.

«Οταν ο Μπάιντεν ανέλαβε την εξουσία, προχώρησε σε μια επισκόπηση της κατάστασης και ανακοίνωσε, τον Απρίλιο του 2021, δηλαδή 14 μήνες αργότερα, ότι θα σεβαστεί τη συμφωνία του προκατόχου του. Οι Ηνωμένες Πολιτείες όμως βρίσκονταν ήδη  πολύ πίσω από την άποψη της προετοιμασίας να αποχωρήσουν» σημειώνει.

Τι έπρεπε να γίνει

Τι θα μπορούσε όμως να γίνει διαφορετικά; «Κατ’ αρχάς», συνεχίζει, «θα έπρεπε να φροντίσουμε να διατηρήσουμε την ικανότητα (σ.σ.: capacity) ανάληψης αντιτρομοκρατικών επιχειρήσεων εκτός Αφγανιστάν. Δεύτερον, ίσως έπρεπε να διαπραγματευθούμε τη δημιουργία στρατιωτικών βάσεων γύρω από τη χώρα, πιθανότατα σε χώρες της Κεντρικής Ασίας. Τρίτον, οφείλαμε να επιταχύνουμε την έξοδο των ευάλωτων Αφγανών, π.χ. όσων συνεργάστηκαν μαζί μας, μέσω της χορήγησης βίζας (Special Immigrant Visa Program). Και, τέταρτον, εκτιμώ ότι έπρεπε να έχουμε μειώσει ταχύτερα το προσωπικό της πρεσβείας μας».

Ο κ. Λουτ υπογραμμίζει πάντως το εξής: «Η απόφαση αποχώρησης που έλαβε ο πρόεδρος Μπάιντεν είναι σωστή. Υπήρξε όμως ανεπαρκής προετοιμασία».

Η επιχείρηση στο Αφγανιστάν διήρκεσε μία 20ετία, ύστερα από τις τρομοκρατικές επιθέσεις της Αλ Κάιντα την 11η Σεπτεμβρίου 2001. Ενα από τα ερωτήματα που αναδύεται βασανιστικά είναι αν άξιζε να αφιερωθούν τόσοι υλικοί και ανθρώπινοι πόροι. «Καταφέραμε πολλά, μην το υποτιμούμε αυτό» μας λέει.

«Πριν από όλα, είμαστε πλέον ένας πολύ δυσκολότερος στόχος για τους τρομοκράτες. Οι αντιτρομοκρατικές μας δυνατότητες είναι παγκόσμιας εμβέλειας, ταχείες και ακριβείς, ενώ και η συνεργασία σε θέματα πληροφοριών έχει βελτιωθεί. Μπορούμε πλέον πολύ ευκολότερα να εντοπίσουμε και να στοχεύσουμε τρομοκράτες» προσθέτει.

Εχει όμως νικηθεί η Αλ Κάιντα; «Οχι, δεν έχει νικηθεί ολοκληρωτικά», παραδέχεται ο συνομιλητής μας, «αλλά έχει κατασταλεί σημαντικά η δράση της. Ο πυρήνας του δικτύου της έχει εξολοθρευθεί. Ας θυμηθούμε ότι η τελευταία μεγάλη επίθεση της Αλ Κάιντα ήταν αυτή στο Λονδίνο το 2005! Πλέον, τα παρακλάδια της στη Βορειοδυτική Συρία, στην Υεμένη, στη Σομαλία και στο Σαχέλ είναι πολύ πιο επικίνδυνα».

Υψηλοί στόχοι

Γιατί έπρεπε να φθάσουμε όμως στη σημερινή κατάσταση; Τι έφταιξε και όλα όσα διαμορφώθηκαν τα τελευταία 20 χρόνια κατέρρευσαν σαν χάρτινος πύργος σε λιγότερο από έναν μήνα; «Θέσαμε πολύ υψηλούς στόχους για τους εαυτούς μας» απαντά με αφοπλιστική ειλικρίνεια ο κ. Λουτ.

«Η αλήθεια είναι ότι προσπαθήσαμε να οικοδομήσουμε ένα κράτος από το μηδέν. Επρεπε να συνυπολογίσουμε καλύτερα τις συνθήκες στο Αφγανιστάν, το περιφερειακό περιβάλλον και να αντιληφθούμε ότι δεν μπορούσαμε να συγκεντρώσουμε τους μαζικούς πόρους που απαιτούνταν για αυτόν τον σκοπό» προσθέτει. Επιπλέον, ο κ. Λουτ θεωρεί ότι «οι πόροι που συγκεντρώσαμε ήταν κυρίως στρατιωτικοί και όχι πολιτικοί. Και ήταν το πολιτικό σκέλος που κυρίως κατέρρευσε στο Αφγανιστάν» παρατηρεί, αν και η παράδοση του αφγανικού στρατού στην επέλαση των Ταλιμπάν υπήρξε εξίσου εντυπωσιακή.

Ο συνομιλητής μας δεν φείδεται της σκληρής κριτικής για την πολιτική τάξη του Αφγανιστάν. «Ανεχθήκαμε για πάρα πολύ καιρό την εκτεταμένη διαφθορά και τις συνεχείς φιλονικίες μεταξύ των ηγετών, όπως ο Καρζάι, ο Αμπντάλα και ο Γκάνι. Αυτό προσέφερε δυστυχώς στους Ταλιμπάν τον χρόνο και τη δυνατότητα να ανασυγκροτηθούν. Ιδιαίτερα στις περιοχές στις οποίες η κυβέρνηση εμφανιζόταν αδύναμη, όπως σε εκείνες στις οποίες κατοικούν οι Παστούν, οι Ταλιμπάν κέρδισαν».

Θέλοντας πάντως να δώσει και έναν θετικό τόνο, ο κ. Λουτ θεωρεί ότι «δεν πρέπει να διαγράψουμε με μία μονοκοντυλιά τη συνεργασία μας με τους συμμάχους μας και το γεγονός ότι, υπό την ομπρέλα του ΝΑΤΟ, είχαμε έναν συνασπισμό 30 διεθνών εταίρων. Αυτό δείχνει πόση αξία έχουν οι συμμαχίες μας».

Η παγκόσμια εικόνα

Και η δημόσια, η παγκόσμια εικόνα των Ηνωμένων Πολιτειών; Δεν ρίχνουν οι εικόνες από το Αφγανιστάν μια βαριά κηλίδα στη διεθνή θέση της υπερδύναμης, σε μια περίοδο μάλιστα που η Κίνα αναδύεται ως δυναμικός ανταγωνιστής;

«Η διεθνής φήμη των Ηνωμένων Πολιτειών στηρίζεται διαχρονικά σε δύο πράγματα: στις αξίες μας και στην ικανότητά μας να είμαστε αποτελεσματικοί. Επομένως», υπογραμμίζει ο κ. Λουτ, «η εικόνα μας θα κριθεί από τον τρόπο που θα χειριστούμε την επιχείρηση εκκένωσης, αν δηλαδή αυτή εκτελεστεί αποτελεσματικά και με σεβασμό στις αξίες που πρεσβεύουμε. Η αλήθεια είναι ότι το αφήγημα των τελευταίων 10-15 ημερών είναι αρνητικό. Και η εκκένωση θα εξαρτηθεί από τη συνεργασία με τους Ταλιμπάν», προσθέτει, αν και είναι δύσκολο να υπάρχει εμπιστοσύνη σε όσα λένε δημοσίως.