Πολύ στενός και γεμάτος εμπόδια είναι ο δρόμος που οδηγεί προς την ΕΕ για τις χώρες των δυτικών Βαλκανίων και, κυρίως, για την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία. Κι αυτό διότι στην πράξη αποδεικνύεται ότι παρά τις επίσημες διακηρύξεις, αρκετοί από τους «27» όχι απλώς έχουν σοβαρές ενστάσεις, αλλά δεν διστάζουν και να προβάλλουν βέτο όταν το θέμα της διεύρυνσης έρχεται στην ημερήσια διάταξη.

Το αποτέλεσμα είναι να πολλαπλασιάζονται οι πολιτικές αναταράξεις στις πρωτεύουσες των άμεσα ενδιαφερόμενων, καθώς τα βασικά κόμματα έχουν ποντάρει πολλά στην ένταξη στην ΕΕ. Τα όσα συμβαίνουν στα Τίρανα εδώ και αρκετούς μήνες, όπου κυβέρνηση, αντιπολίτευση και πρόεδρος δεν τα βρίσκουν ούτε για τις επόμενες εκλογές ούτε για τα στοιχειώδη, ενώ αλληλοκατηγορούνται για υπονόμευση της «ευρωπαϊκής πορείας» της Αλβανίας, αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.

Ούτε στα Σκόπια είναι καλύτερα τα πράγματα. Μπορεί ο Ζόραν Ζάεφ και οι Σοσιαλδημοκράτες να σχημάτισαν εκ νέου κυβέρνηση με οριακή πλειοψηφία μετά τις τελευταίες εκλογές, με τη βοήθεια των αλβανικών κομμάτων, δύσκολα όμως θα μπορέσουν να αντέξουν για πολύ χωρίς ένα σαφές σήμα από τις Βρυξέλλες. Κανείς δεν ξεχνά, άλλωστε, ότι η ένταξη στην ΕΕ (και το ΝΑΤΟ) ήταν το βασικό επιχείρημα προς τους πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας για να δεχτούν την Συμφωνία των Πρεσπών και τη συνακόλουθη συνταγματική μεταρρύθμιση και την αλλαγή του ονόματος της χώρας τους.

Γαλλία και Βουλγαρία

Τα γεγονότα, σε κάθε περίπτωση, έχουν καταγραφεί και δεν επιδέχονται αμφισβήτησης. Αρχικά η Γαλλία ήταν εκείνη που αρνούνταν κατηγορηματικά, με βασικό επιχείρημα ότι πρέπει πρώτα η ΕΕ να ξεκαθαρίσει τα του οίκου της και μετά να ανοίξει τις πόρτες της σε νέα μέλη. Ακόμη και όταν εμφανίστηκε πιο διαλλακτική, κυρίως μετά τις περυσινές ευρωεκλογές και το Brexit, φρόντισε ώστε το πλαίσιο που υιοθετήθηκε να είναι τόσο αυστηρό ώστε να κάνει τη ζωή κυριολεκτικά δύσκολη στους υποψήφιους προς ένταξη – ενδεχομένως και να τους κάνει να ξανασκεφτούν εάν αξίζει τον κόπο και την προσπάθεια.

Στη συνέχεια και ενώ όλοι πίστευαν πως όλα έμπαιναν στην τελική ευθεία, ήρθε η Βουλγαρία να «παγώσει» τη διαδικασία. Η κυβέρνηση Μπορίσοφ το έκανε σκεπτόμενη απλά και κυνικά: Αφού ο Ζάεφ και τα Σκόπια έκαναν τις αναγκαίες υποχωρήσεις στην περίπτωση της Ελλάδας, γιατί να μην απαιτήσουμε και εμείς με τη σειρά μας κάτι ανάλογο, σε αντάλλαγμα για το «ναι» στην έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων; Κάτι που, εκτός των άλλων, θα τονώσει και το πατριωτικό αίσθημα των Βούλγαρων και θα αμβλύνει τη δυσαρέσκειά τους προς τους κυβερνώντες;

Τσεχία και Σλοβακία

Τα εμπόδια, όμως, δεν εξαντλούνται εκεί. Χθες, Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου, οι περισσότεροι είδαν με έκπληξη τους υπουργούς Εξωτερικών Τσεχίας και Σλοβακίας – δύο εκ των τεσσάρων της «Ομάδας του Βίσεγκραντ» – να απορρίπτουν το κείμενο των συμπερασμάτων αναφορικά με τη διεύρυνση της ΕΕ. Κι αυτό, παρά το ότι την αμέσως προηγούμενη ημέρα, την Τετάρτη, τόσο οι μόνιμοι αντιπρόσωποί τους στις Βρυξέλλες όσο και οι υπουργοί Περιβάλλοντος το είχαν αποδεχθεί ομόφωνα και χωρίς ενστάσεις!

«Το κείμενο ως έχει, περιλαμβάνει στοιχεία, όπως η έννοια της παραποίησης της ιστορίας, που κατά την άποψή μας θα ήταν εξαιρετικά επιζήμια για τη διαδικασία διεύρυνσης και θα μπορούσε ενδεχομένως να προκαλέσει περαιτέρω επιπλοκές στην πορεία», γράφουν οι κυβερνήσεις των δύο χωρών σε κοινή τους επιστολή.

Δεν χωράει αμφιβολία, ότι υπάρχει κάτι που ζητούν σε αντάλλαγμα – και όχι κατ’ ανάγκη από Αλβανία και Β. Μακεδονία, αλλά από την ίδια την ΕΕ, καθώς υπάρχουν πολλές… εκκρεμότητες. Μέχρι να λυθούν, οι δύο χώρες πρέπει να βολευτούν στην αίθουσα αναμονής.