Τις δυνατότητες απεγκλωβισμού από το διπλωματικό ναυάγιο στο οποίο οδηγήθηκαν οι ατυχείς απόπειρες διαμεσολάβησης στα ελληνοτουρκικά αναζητεί η κυβέρνηση του Βερολίνου.

Κατά το διάστημα των τελευταίων δυόμισι μηνών και έπειτα από αλλεπάλληλες συναντήσεις, τηλεφωνικές επικοινωνίες και παρασκηνιακές συζητήσεις, η γερμανική διπλωματία βρέθηκε πολλαπλώς εκτεθειμένη.

Η στάση την οποία τήρησε και οι ίσες αποστάσεις μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας δεν απέφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Αντιθέτως, όπως διαπιστώνεται τις τελευταίες ημέρες, έδωσαν τη δυνατότητα στον Ταγίπ Ερντογάν να θέσει σε δοκιμασία τα όρια της ελληνικής κυβέρνησης, την αξιοπιστία της γερμανικής και τη δυνατότητα της ίδιας της ΕΕ να αντιμετωπίσει μία πρωτόγνωρη για εκείνη συνθήκη.

Πολλαπλώς εκτεθειμένο

Εξ αρχής, οι διπλωματικοί παράγοντες στο Βερολίνο και η ίδια η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ ενήργησαν με προφανή ανεκτικότητα απέναντι στα παιχνίδια του Ερντογάν. Αποτέλεσμα ήταν να βρεθεί το Βερολίνο εκτεθειμένο σε τουλάχιστον τρεις περιπτώσεις.
Η πρώτη ένδειξη που όπως φάνηκε δεν αξιολογήθηκε σοβαρά, καταγράφηκε όταν ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου «έκαψε» την υποτιθέμενη μυστική τριμερή συνάντηση Ελλάδας, Γερμανίας, Τουρκίας στο Βερολίνο, δημοσιοποιώντας τις παρασκηνιακές συζητήσεις για την προπαρασκευή της.

Το δεύτερο άδειασμα από τον Ερντογάν ήλθε προ ημερών, με το άνοιγμα του παραλιακού δρόμου στα Βαρώσια της Κύπρου. Μία κίνηση με την οποία προφανώς επιδίωξε να προκαλέσει το σύνολο της διεθνούς κοινότητας.

Η τρίτη μεγάλη πρόκληση εκδηλώθηκε με την έκδοση της τελευταίας NAVTEX για το «Oruc Reis» στην ελληνική υφαλοκρηπίδα και στα όρια των χωρικών υδάτων, μόλις λίγες ημέρες έπειτα από τη γερμανική διαμεσολάβηση για τη συνάντηση Δένδια – Τσαβούσογλου στην Μπρατισλάβα. Εκεί όπου υποτίθεται ότι είχε συμφωνηθεί η ανακοίνωση της ημερομηνίας για την έναρξη των διερευνητικών επαφών.

Ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας

Η αμήχανη θέση του Χάικο Μάας

Η τελευταία αυτή πρόκληση σημειώθηκε ενώ ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας ετοιμαζόταν για ένα νέο ταξίδι-αστραπή σε Αθήνα, Λευκωσία και Αγκυρα. Αναγκαστικά και αμήχανα ακύρωσε εν τέλει την επίσκεψη στην τουρκική πρωτεύουσα και έφτασε στην Ελλάδα και στην Κύπρο, σε ένδειξη (όψιμης) συμπαράστασης.

Η περιφρονητική αυτή στάση του Ερντογάν απέναντι στην κυβέρνηση του Βερολίνου έχει ερείσματα, τα οποία φάνηκε ότι η γερμανική διπλωματία και πολιτική ηγεσία δεν εκτίμησε εγκαίρως και με βάση τα νέα δεδομένα. Ενα από αυτά είναι η γνωστή πολιτική επιρροή των περίπου 4 εκατομμυρίων τουρκογενών ψηφοφόρων της Γερμανίας, ένα άλλο οι γερμανικές επενδύσεις στην Τουρκία, ένα τρίτο η έκθεση ευρωπαϊκών τραπεζών και ασφαλιστικών ταμείων στο κατά τα άλλα χαμηλό, αλλά ακριβό, τουρκικό χρέος. Την ίδια στιγμή, σημαντική επίδραση στη γερμανική στάση έχει και η εκκρεμότητα των εξαγωγών οπλικών συστημάτων στην Τουρκία, η οποία έχει παγώσει εξαιτίας του εμπάργκο, έπειτα από την τουρκική εισβολή στη Σύρια.

Πέραν των αντικειμενικών παραμέτρων και των συμφερόντων τα οποία καθορίζουν πολιτικές στάσεις και συμπεριφορές, η γερμανική πολιτική εν γένει κατατρύχεται από κάποια σοβαρά ελλείμματα.

Πολιτικοί παράγοντες στην Αθήνα, με μακρά διπλωματική εμπειρία και γνώση των χαρακτηριστικών της γερμανικής πολιτικής ζωής, επισημαίνουν την παράμετρο της διαχρονικής διπλωματικής απειρίας του Βερολίνου. «Δεν έχουν εμπειρία διαχείρισης της ίδιας της δύναμής τους» σημειώνει κορυφαίο πολιτικό στέλεχος και προσθέτει κάποια επιπλέον στοιχεία. Μεταξύ αυτών, η εμμονική προσκόλληση των Γερμανών στην οικονομική ισχύ, η οποία όμως δεν παρέχει και τη δυνατότητα δυναμικών διπλωματικών παρεμβάσεων, αντίστοιχων με εκείνων των Αμερικανών.

«Η Γερμανία δεν είναι στρατιωτική δύναμη»

Η ίδια πηγή αναφέρει και τον εγκλωβισμό των Γερμανών «στα ιστορικά τους συμπλέγματα», αλλά και μία καθοριστική παράμετρο η οποία περιορίζει εκ των πραγμάτων την αποτελεσματικότητα των διπλωματικών παρεμβάσεων του Βερολίνου: «Η Γερμανία δεν είναι στρατιωτική δύναμη και αυτό τους περιορίζει σημαντικά, σε σχέση με τους Γάλλους». Επιπλέον, επιδρά η ρηχή γνώση ως προς τη διαχείριση των ανισορροπιών στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, αλλά και το γεγονός ότι ακόμη και έμπειροι πολιτικοί συχνά θεωρούν αξιόπιστο τον κάθε συνομιλητή (εν προκειμένω τον Ερντογάν) και παίρνουν τα λόγια του τοις μετρητοίς.

Στο πλαίσιο αυτής της ανάλυσης, το ίδιο πολιτικό πρόσωπο εκτιμά ότι «στο Βερολίνο πρέπει έπειτα από όλα αυτά να έχουν πάθει κάποιου είδους σοκ».

Υπό αυτό το πρίσμα, το ερώτημα προς απάντηση είναι ποια είναι η διέξοδος από τη σημερινή κατάσταση.

Κατά τα όσα υπογραμμίζουν οι ίδιοι συνομιλητές, ο Ερντογάν μπορεί αυτή τη στιγμή να εξευτελίζει κάθε έννοια διπλωματίας και μαζί την ίδια την Ευρώπη συνολικά, πλην όμως εξακολουθεί να έχει ανάγκη την Ενωση, ακόμη και έπειτα από τη σταδιακή απομάκρυνσή του από τη συζήτηση περί ένταξης.


Η ατζέντα που θα ενδιέφερε τον Ερντογάν

Ενα ενδεχόμενο λάθος, τόσο της Γερμανίας όσο και άλλων εταίρων, ήταν ότι στην κρίσιμη περίοδο δεν φρόντισαν να δείξουν στον Ερντογάν ότι είναι διατεθειμένοι να βάλουν στο τραπέζι της συζήτησης κάποια ζητήματα, τα οποία για εκείνον είναι κομβικής σημασίας.

Κατά την ίδια συλλογιστική, θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί ο εγκλωβισμός της Ενωσης στην ελληνοτουρκική διένεξη και η αμήχανη στάση της. Κάτι τέτοιο θα ήταν εφικτό αν στην κατάλληλη χρονική συγκυρία είχαν περιληφθεί στο «πακέτο» της συζήτησης με την Τουρκία ζητήματα όπως η τελωνειακή ένωση και το Προσφυγικό, υπό όρους και προϋποθέσεις. Στο σημείο που βρίσκονται σήμερα τα πράγματα, το ζητούμενο παραμένει ως προς την εξεύρεση τρόπων αποκλιμάκωσης.

Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, η διεύρυνση των συζητήσεων με τον Ερντογάν και η ένταξη της ελληνοτουρκικής διαφοράς σε μία διευρυμένη ατζέντα ευρωτουρκικής συζήτησης, θα μπορούσε να έχει κάποια ουσιαστικά αποτελέσματα.