Δεν νομίζω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύει να διασπαστεί. Για μια διάσπαση χρειάζονται δύο μέρη κάπως ισοδύναμα και η πλευρά Τσίπρα είναι σήμερα καταφανώς ισχυρότερη. Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως κινδυνεύει να απαξιωθεί. Προ δεκαπέντε μηνών ηττήθηκε συντριπτικά σε τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις και έκτοτε οι δημοσκοπικές επιδόσεις του φθίνουν σταθερά. Ο εκλογικός πυρήνας κινείται πλέον γύρω από το 20%.

Αυτό όμως δεν είναι απαραιτήτως το χειρότερο. Το χειρότερο είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προσκρούει ακόμη και σήμερα σε μια ευρεία αρνητική και απορριπτική διάθεση της ελληνικής κοινωνίας. Οι αρνητικές γνώμες για τη δράση του φθάνουν και στο 77,1% (MARC, 13/9) ενώ συνήθως κινούνται πάνω από 65%.

Η γενική αυτή αξιολόγηση ισχύει και για τον ίδιο τον Τσίπρα. Οι αρνητικές γνώμες κινούνται σε όλες τις μετρήσεις σταθερά στο 60%-65% – με εξαίρεση την MRB, που κι αυτή τις μέτρησε πάνω από 50% (24/9). Δεν χρειάζεται να σταθώ στα επιμέρους ποιοτικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν αυτή την εκτίμηση. Για την ακρίβεια, δεν υπάρχει ούτε ένα στοιχείο που να τη διαψεύδει.

Το βέβαιο είναι ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας εξακολουθούν να έχουν σήμερα απέναντί τους τα 2/3 της ελληνικής κοινωνίας. Πράγμα που σημαίνει ότι δεκαπέντε μήνες μετά τις εκλογές το κατ’ ευφημισμό «αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο» δεν φαίνεται να έχει υποχωρήσει ούτε ελάχιστα.

Σε αυτή λοιπόν τη γενικότερη εικόνα εγγράφεται και η εσωτερική σύγκρουση στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Μια σύγκρουση αναντιστοιχίας με την κοινή γνώμη αλλά κυρίως μια σύγκρουση ταυτότητας και φυσιογνωμίας. Ευλόγως. Κανείς δεν μπορεί να πει σήμερα τι είναι και τι ζητάει ο ΣΥΡΙΖΑ, εκτός ίσως από την επιστροφή του στην εξουσία – «όχι αύριο, χθες» όπως είπε στη Θεσσαλονίκη κι ο Τσίπρας. Ούτε αυτό όμως είναι τυχαίο, αν αναλογιστεί κανείς ότι δεκαπέντε μήνες στην αντιπολίτευση το μεγαλύτερο θέμα που ανέδειξε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι… η «λίστα Πέτσα»! Εχει καταφέρει να ασκεί μια πολιτική με πολλές φωνές και ελάχιστη σημασία.

Το πρόβλημα φυσικά δεν είναι επικοινωνιακό, όπως φαίνεται να διαπιστώνει ο πρόεδρός του. Είναι βαθύτατα πολιτικό. Σε δύο επίπεδα.

Πρώτον, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να απαλλαγεί από τις αρνητικές πλευρές της διακυβέρνησής του και να αναδείξει τις αξιοσημείωτες. Οι αρνητικές γνώμες για τη διακυβέρνησή του ξεπερνούν το 80%! Σύρθηκε να απολογηθεί για την υπερφορολόγηση και το Μακεδονικό, για τον Παπαγγελόπουλο και το παραδικαστικό, για το Μάτι και τον Καμμένο. Σύντομα θα πρέπει να απαντήσει για τον Παππά και τον Πετσίτη, μόλις η υπόθεσή τους φτάσει στη Βουλή.

Δεύτερον, αντί να ανανεωθεί στην αντιπολίτευση και να αφομοιώσει έναν σύγχρονο πολιτικό λόγο, προσχωρεί όλο και περισσότερο σε έναν «παλαιο-πασοκισμό» ο οποίος και φθείρει την πολιτική του φυσιογνωμία και δεν πείθει. Αυτά τα περί «απατεώνα» Μητσοτάκη αγγίζουν τη σφαίρα του ξεκατινιάσματος.

Για να το πω παραστατικά, ο Πολάκης είναι παρωχημένο και απωθητικό στοιχείο της κοινωνίας μας. Δικαίως ή αδίκως. Μέσα στη γενική εικόνα, το τελευταίο που χρειαζόταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια εσωτερική σύγκρουση. Η οποία προέκυψε (κι αυτό είναι το βασικό δίδαγμά της) όχι επειδή ο Τσίπρας αμφισβητείται αλλά επειδή αποδεικνύεται ανήμπορος να χειριστεί επιμέρους αντιδικίες και αντιθέσεις.

Κι αν σε μια παράταξη έχει πρόβλημα ο αρχηγός, το λύνει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ο ίδιος. Αν όμως σε μια παράταξη το πρόβλημα είναι ο αρχηγός, τότε ποιος θα το λύσει;

Δικαίωμα
Η υπουργός Παιδείας κατέθεσε τροπολογία ότι οι εκλογές για τα υπηρεσιακά συμβούλια των εκπαιδευτικών θα γίνονται Σάββατο, ακόμα και με ηλεκτρονική ψηφοφορία, ώστε να μη διαταράσσεται η λειτουργία των σχολείων.
Λογικό. Μια χαρά μέρα είναι το Σάββατο και οι εκπαιδευτικοί θα μπορούν να ασκούν τα συνδικαλιστικά καθήκοντα απερίσπαστοι από την εργασία τους.
Η ΑΔΕΔΥ όμως έβγαλε ανακοίνωση ότι «δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να αποδεχτούμε διαδικασίες ευνουχισμού του συνδικαλιστικού κινήματος» και ότι η τροπολογία δεν πρόκειται να εφαρμοστεί.
Αναρωτιέμαι γιατί το Σάββατο ευνουχίζει τον συνδικαλισμό. Μήπως όταν το δικαίωμα στην κοπάνα δεν ασκείται σε ώρα δουλειάς, δεν μετράει για κοπάνα;

Το πρόβλημα του αιώνα

Ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Κ. Αρβανίτης χαρακτήρισε το σχέδιο της Κομισιόν για τη Μετανάστευση και το Ασυλο «πολιτική γραμμή Βίζεγκραντ». Δεν ξέρω τι εννοούσε ο ποιητής. Υποθέτω ότι δεν του άρεσε το σχέδιο ή κάτι τέτοιο.
Πριν λαλήσει όμως ο πετεινός, οι τέσσερις «χώρες του Βίζεγκραντ» (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία και Σλοβακία) συναντήθηκαν με την πρόεδρο της Επιτροπής και απέρριψαν το σχέδιο.
Συνεπώς είτε οι Βίζεγκραντ δεν ξέρουν την «πολιτική γραμμή» του Βίζεγκραντ. Είτε ο ευρωβουλευτής δεν ξέρει τι λέει.
Πήρα το παράδειγμα διότι είναι χαρακτηριστικό της βαρύγδουπης ασχετοσύνης με την οποία κάποιοι εκπρόσωποί μας προσεγγίζουν τα ζητήματα της Ευρώπης.
Να θυμίσω ότι ο συγκεκριμένος ευρωβουλευτής είχε ζητήσει παλαιότερα εξηγήσεις από την Κομισιόν για τη φύλαξη των ελληνικών συνόρων επικαλούμενος πηγές της… Αγκυρας και αμφιλεγόμενων ΜΚΟ.
Δεν ξέρω αν ο άνθρωπος έχει κάποια ευαισθησία με το Μεταναστευτικό. Τη σέβομαι απολύτως. Απλώς η ευαισθησία είναι ένα ευγενές συναίσθημα το οποίο δεν πρέπει να συγχέεται με την ανοησία. Κι αυτό συμβαίνει όταν κάποιοι προσπαθούν να περιορίσουν τη μεταναστατευτική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης σε μια άσκηση εύκολου κι ανέξοδου ανθρωπισμού.
Είναι προφανώς ένα ανθρωπιστικό ζήτημα, κυρίως σε ό,τι αφορά τους πρόσφυγες. Είναι όμως επίσης ζήτημα εθνικής ασφάλειας, δημόσιας τάξης και κοινωνικής συνοχής. Συνεπώς πολύ πιο σύνθετο από κουβέντα σε τηλεοπτικό πρωινάδικο.
Δεν ξέρω ποια θα είναι η τύχη του σχεδίου της Κομισιόν. Θα έλεγα ότι περιλαμβάνει και θετικά και άτολμα και ανεφάρμοστα στοιχεία. Προφανώς στην πορεία των διαβουλεύσεων θα υποστεί αλλαγές.
Αλλά θα ήταν κρίμα να μην προχωρήσει η αναθεώρηση μιας παρωχημένης κοινοτικής νομοθεσίας επειδή αντιτίθενται οι «τέσσερις» του Βίζεγκραντ ή επειδή διαφωνεί ένας ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ.
Προς το παρόν περιμένω να τοποθετηθούν τα εθνικά κόμματα. Με ευθύνη, ρεαλισμό και σοβαρότητα.
Ούτως ή άλλως, η μετανάστευση είναι «το πρόβλημα του 21ου αιώνα» για την Ευρώπη. Παράγει σεισμικά πολιτικά αποτελέσματα, αλλά δεν θα έπρεπε να έχει πολιτικό χρώμα ή οπαδικά χαρακτηριστικά.
Κυρίως όμως δεν θα έπρεπε να την αφήσουμε στους δημαγωγούς και τους καλαμπουρτζήδες.