Τροχιοδεικτική βολή για το τι μέλλει γενέσθαι με τις κυρώσεις κατά της Τουρκίας στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ την Πέμπτη 24 και Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου αποτελεί η σημερινή Σύνοδος των Ευρωπαίων υπουργών Εξωτερικών.

Φορτωμένη η ατζέντα – υποβαθμίζεται η συζήτηση για τις κυρώσεις

Το γεγονός ότι η Κύπρος αναγκάστηκε να θέσει βέτο σε κυρώσεις κατά της Λευκορωσίας αν δεν επιβληθούν και στην Τουρκία, τη στιγμή που η τελευταία κλιμακώνει τις προκλήσεις και τις επιθετικές της ενέργειες στην Κυπριακή ΑΟΖ, δείχνουν ότι είναι σαφώς υποβαθμισμένη η συζήτηση για κυρώσεις σε βάρος της Άγκυρας για τις προκλήσεις της έναντι της Αθήνας.

Οι σημερινές εξελίξεις από τις Βρυξέλλες σε συνδυασμό με το όλο κλίμα που φέρνει την Ελλάδα και την Τουρκία να μετρούν αντίστροφα το χρόνο για να καθίσουν στο τραπέζι του διαλόγου, καταδεικνύουν ότι προτεραιότητα της ΕΕ δεν είναι η επιβολή κυρώσεων αλλά η προώθηση του απευθείας διμερούς διαλόγου Ελλάδας και Τουρκίας.

Μάλιστα αυτό το κλίμα επιβεβαιώθηκε περίτρανα σήμερα από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Στέλιο Πέτσα καταδεικνύοντας έτσι και τις προτεραιότητες της ελληνικής πλευράς.

«Το ζητούμενο που θα πρέπει να εξετάσουν οι ηγέτες είναι με ποιον τρόπο ενεργοποιούνται πιθανές κυρώσεις, εάν η Τουρκία δεν συνεχίσει αυτή τη συμπεριφορά που δείχνει τις τελευταίες εβδομάδες για αποκλιμάκωση» τόνισε χαρακτηριστικά ο Στέλιος Πέτσας.

Άλλωστε το ζήτημα σε αυτή τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου το θέμα των ευρωτουρκικών σχέσεων αυτόματα υποβαθμίζεται καθώς η ατζέντα έχει υπερφορτωθεί με σειρά άλλων ζητημάτων. Πέραν της Λευκορωσίας στην ατζέντα βρίσκονται οι σχέσεις ΕΕ και Κίνας, η μετανάστευση και το άσυλο καθώς και ένα πλέγμα θεμάτων που άπτονται της οικονομίας, κάτι που αποτυπώθηκε και στις δηλώσεις του Νίκου Δένδια μετά το τέλος της συνόδου των ΥΠΕΞ της ΕΕ.

Γερμανική «έκκληση» για ελληνοτουρκικές συνομιλίες

Στην κατεύθυνση αυτή αξίζει να επισημανθεί το σήμα που έστειλε εκ νέου το Βερολίνο και η Άγκελα Μέρκελ δια του κυβερνητικού εκπροσώπου της Γερμανίας για απευθείας διάλογο Ελλάδας και Τουρκίας.

Σε ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο Στέφεν Ζάιμπερτ αναφέρθηκε στην διαμεσολάβηση της καγκελαρίου Άγκελας Μέρκελ ενόψει της Συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου την Πέμπτη, και επεσήμανε:

«Η έκκλησή μας παραμένει, για αποκλιμάκωση, διάλογο, επίλυση των επίμαχων προβλημάτων με απευθείας συνομιλίες. Αυτό στηρίζει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και προσωπικά η καγκελάριος με συζητήσεις που διεξάγει».

Επιπλέον σε ό,τι αφορά την προοπτική επιβολής κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ο Γερμανός κυβερνητικός εκπρόσωπος περιορίστηκε σε μισόλογα λέγοντας ότι δεν θα δώσει «ενδιάμεσο αποτέλεσμα» ενόψει της Συνόδου.

Κληθείς δε, μάλιστα να αναφερθεί σε ενδεχόμενη τριμερή συνάντηση υπηρεσιακών παραγόντων, τόνισε ότι ούτως ή άλλως συναντήσεις σε υπηρεσιακό επίπεδο δεν ανακοινώνονται.

Τριμερής Μέρκελ και Μισέλ με Ερντογάν…

Ενώ ανάλογη ήταν η απάντηση του Στέφεν Ζάιμπερτ και όταν ρωτήθηκε σχετικά με τα δημοσιεύματα που κάνουν λόγο για τηλεδιάσκεψη, αύριο Τρίτη, της καγκελαρίου Άγγελα Μέρκελ με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ και τον Πρόεδρο της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν.

«Δεν επιβεβαιώνω κανένα προγραμματισμένο ραντεβού και μιλάω για συνομιλίες αφού έχουν πραγματοποιηθεί», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Ζάιμπερτ.

Επισημαίνεται ότι η εφημερίδα Sabah στην ηλεκτρονική της έκδοση σημειώνει ότι στις διεργασίες είχε αναφερθεί σε χθεσινή του συνέντευξη ο εκπρόσωπος της τουρκικής προεδρίας Ιμπραήμ Καλίν επισημαίνοντας ότι ο Τ. Ερντογάν είχε συνομιλίες με τους πρωθυπουργούς Ιταλίας και Ισπανίας, αρκετές επαφές με την κυρία Μέρκελ και τον κ. Μισέλ.

«Στόχος αυτών των επαφών είναι να μειωθεί η ένταση στην περιοχή. Έχουμε εκφράσει ξεκάθαρα ότι είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε όλα τα θέματα με την Ελλάδα χωρίς προϋποθέσεις» πρόσθεσε ο κ. Καλίν.

Το γερμανικό προξενιό και ο …διαλλακτικός Μακρόν

Από τα παραπάνω προκύπτει αβίαστα η ισχύς του ρεπορτάζ ότι αυτό που ενδιαφέρει τη Γερμανία, αλλά και άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις είναι να αποφευχθεί η επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία. Γι’ αυτό και η Γερμανίδα καγκελάριος ανέλαβε πρωτοβουλίες λειτουργώντας ως «προξενήτρα» για να εκκινήσει ο 61ος γύρος των συνομιλιών Ελλάδας και Τουρκίας που είχαν διακοπεί το 2016.

Επισημαίνεται παράλληλα και τα τελευταία μηνύματα της Γαλλίας και προσωπικά του Εμμανουέλ Μακρόν ουσιαστικά έκλειναν το μάτι στην προοπτική του διαλόγου Ελλάδας και Τουρκίας, θέτοντας σε δεύτερο πλάνο το ζήτημα των κυρώσεων για την περίπτωση των τουρκικών προκλήσεων κατά της Ελλάδας.

Είμαστε κοντά στην επανάληψη των διερευνητικών επαφών

Μάλιστα σήμερα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος σχεδόν προανήγγειλε την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών, επιβεβαιώνοντας το ρεπορτάζ των τελευταίων ημερών ότι είναι θέμα χρόνου Αθήνα και Άγκυρα να καθίσουν στο τραπέζι του διαλόγου και πως η μόνη ουσιαστικά εκκρεμότητα είναι το αν θα αυτό θα συμβεί πριν ή μετά τη Σύνοδο Κορυφής των ηγετών της ΕΕ.

«Θα κάνουμε ανακοινώσεις όταν πραγματικά κλειδώσει αυτό το ενδεχόμενο. Είμαστε, όμως, σε ένα καλό κλίμα. Είμαστε κοντά στην επανάληψη διερευνητικών επαφών. Αλλά το πόσο σύντομα θα γίνει αυτό, εξαρτάται και από τους δύο -και από την Ελλάδα και από την Τουρκία. Είμαστε σε ένα καλό κλίμα συζητήσεων. Όταν θα έχουμε κάτι έτοιμο, θα το ανακοινώσουμε» δήλωσε σήμερα ο Στέλιος Πέτσας.

Βεβαίως η στάση της Κύπρου στο σημερινό συμβούλιο των ΥΠΕΞ ενδεχομένως να διαφοροποιήσει τα πράγματα. Ωστόσο πρέπει να επισημανθεί ότι ο κατάλογος των κυρώσεων κατά της Τουρκίας είναι διαφορετικός για την περίπτωση της Ελλάδας και διαφορετικός για την περίπτωση της Κυπριακής Δημοκρατίας για την οποία άλλωστε υπάρχει και σχετική απόφαση της ΕΕ από το 2019.

Από ότι φαίνεται στη στρατηγική της ΕΕ είναι να αντιμετωπίζει διαφοροποιημένα τις έκνομες ενέργειες της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας και έναντι της Κύπρου και άλλωστε και η ίδια η Τουρκία κάνει το ίδιο.

Μάλιστα αυτή την επισήμανση έκανε και ο Κύπριος υπουργός Εξωτερικών Νίκος Χριστοδουλίδης πριν από λίγες ημέρες σε συνέντευξή του στο iefimerida, λέγοντας ότι «στην περίπτωση της Κύπρου, (σ.σ. η Τουρκία) επιλέγει την περαιτέρω κλιμάκωση, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση του Oruc Reis».

Εμπλέκονται με δισ. ευρώ

Πάντως η δυστοκία της ΕΕ να προχωρήσει σε πιο αποφασιστική στάση στο ζήτημα των κυρώσεων ουσιαστικά αποτυπώνει την έκθεση ευρωπαϊκών τραπεζών στην τουρκική οικονομία.

Με τίτλο «Ο Ερντογάν έχει ειδικά στην Ευρώπη ισχυρούς συμμάχους», η γερμανική εφημερίδα Welt σημειώνει πως τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της ΕΕ φοβούνται την κατάρρευση της Τουρκίας.

Πολλά εξ αυτών εξακολουθούν να εμπλέκονται στη χώρα με δισ. ευρώ και η Δύση έχει πολλά να χάσει. Αυτό καθιστά πιο δύσκολη την επιβολή κυρώσεων – και ενισχύει τη θέση του Ερντογάν.

Όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, υπάρχουν ισχυροί παίκτες που υποστηρίζουν έμμεσα την Τουρκία – γιατί πρέπει να το κάνουν.

Πρόκειται για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, οι οποίες, ακόμη και μετά από τέσσερα χρόνια συνεχιζόμενης τουρκικής κρίσης, εξακολουθούν να εμπλέκονται στην Τουρκία με επενδύσεις δισεκατομμυρίων ευρώ.

Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Δύσης θα πρέπει να φοβούνται σοβαρές αποσβέσεις, εάν η χώρα εισέλθει πραγματικά σε εκτεταμένη κρίση ισοζυγίου πληρωμών, όπως προειδοποίησε πρόσφατα η Moody`s.

Τα οικονομικά προβλήματα της Τουρκίας μπορεί να οφείλονται μεν στην ίδια, αλλά θα μπορούσαν να εξαπλωθούν στην Ευρώπη και να καταστούν πρόβλημα της Δύσης.

Στις δικές τους τράπεζες

Έτσι, οι Ευρωπαίοι πιθανότατα θα έχουν την προσοχή τους στις δικές τους τράπεζες, ενόψει των συζητήσεων για πιθανές κυρώσεις κατά της Αγκυρας κατά τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στα τέλη Σεπτεμβρίου, γεγονός που με τη σειρά του ενισχύει τη θέση του Eρντογάν.

Οι αριθμοί ακούγονται απειλητικοί και απολύτως ικανοί να θέσουν σε κίνδυνο τη σταθερότητα του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα.

Ναι μεν η συμμετοχή ξένων χρηματοπιστωτικών ινστιτούτων στην Τουρκία έχει μειωθεί κατά τα τελευταία χρόνια.

Ωστόσο, οι παγκόσμιες τράπεζες είχαν στο τέλος του πρώτου τριμήνου δάνεια προς την Τουρκία ή τις τουρκικές επιχειρήσεις που κυμαίνονταν ακόμα στα 182 δισ. δολάρια, λίγο κάτω από 154 δισ. ευρώ.

Αυτό προκύπτει από στοιχεία της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS), η οποία καταγράφει τις παγκόσμιες χρηματοοικονομικές και πιστωτικές ροές.

Τί ποσά διακυβεύονται

Κυρίως τα ισπανικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να ελπίζουν ότι η κατάσταση στην Τουρκία θα σταθεροποιηθεί.

Για αυτά διακυβεύονται 62 δισ. δολάρια, περίπου 52 δισ. Ευρώ. Οι γαλλικές τράπεζες ενέχονται με 29 δισ. δολάρια (σχεδόν 25 δισ. ευρώ), οι βρετανικές τράπεζες καταγράφουν στους ισολογισμούς τους δάνεια στην Τουρκία άνω των 12 δισ. δολαρίων, ενώ οι γερμανικές τράπεζες εμπλέκονται με περίπου 11 δισ. δολάρια. Οι ιταλικές τράπεζες έχουν επενδύσει περίπου 8,7 δισ. δολάρια.

Η μεγάλη ισπανική τράπεζα BBVA, έχει επενδύσει σημαντικά ποσά στην Τουρκία. Κατέχει σχεδόν το 50% της Garanti Bank, του τρίτου μεγαλύτερου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος στη χώρα.

Η μετοχή έχει από τις αρχές του έτους χάσει το ήμισυ της αξίας της και έπεσε την Τετάρτη στο χαμηλότερο επίπεδο από το 1995.

Θα φανούν στους ισολογισμούς

Μια άλλη τράπεζα με τουρκικό παράρτημα είναι η γαλλική BNP Paribas. Η τιμή της μετοχής της είναι 30% κάτω από το επίπεδο στις αρχές Ιανουαρίου.
Υπάρχουν ήδη οι πρώτοι επενδυτές οι οποίοι στοιχηματίζουν ανοιχτά ότι οι αναταράξεις στην αγορά της Τουρκίας θα αντικατοπτριστούν σύντομα στους ισολογισμούς των ευρωπαϊκών τραπεζών.