Υπάρχουν κάποιες φορές ή κάποιες στιγμές στη ζωή που συμβαίνει κάτι τόσο αναπάντεχο και μαζί τόσο ισχυρό που μοιάζει σαν να κατακαίει τα πάντα και να ξεκαθαρίζει την όραση. Ο Τζέιμς Τζόις ονόμαζε τη στιγμή αυτή epiphany: «Μια ξαφνική πνευματική φανέρωση είτε στη χυδαιότητα του λόγου ή της χειρονομίας είτε σε μια αλησμόνητη φάση της ίδιας της σκέψης – με την έκρηξη αυτή να μην έχει καμία αναλογία με τη σημασία ή με την αυστηρή λογική συνάφεια οποιασδήποτε αφορμής την έχει παράξει» (μτφρ. Ι. Ανευλαβής).

Τις στιγμές αυτές μπορούμε να τις ονομάσουμε και δοξαστικές. Επιτρέψτε μου ένα προσωπικό παράδειγμα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την «επιφάνεια» που μου συνέβη σε ανύποπτο χρόνο, σ’ έναν ανύποπτο τόπο, πίνοντας μπίρα έξω από μια παμπ στο Λονδίνο της δεκαετίας του ’80. Σε μια στιγμή το αδιάφορο, καθημερινό κάδρο που αντίκριζα μπροστά μου πυρακτώθηκε, αναλήφθηκε σχεδόν και άρχισε να παράγει δυνητικές ιστορίες που εκλύονταν από κάθε του κομμάτι: από τη μισάνοιχτη πόρτα του μπαρ, το καπάκι της Εταιρείας Υδρευσης, ως τον κουστουμαρισμένο άντρα που περίμενε το λεωφορείο. Το τοπίο εκτινάχθηκε μπροστά μου σε σλόου μόσιον και σκόρπισε απλόχερα τα μυστικά του. Μια τέτοια εμπειρία έχει να κάνει φυσικά με τη θερμοκρασία, τις συνθήκες, το momemtum στο οποίο βρίσκεται κανείς. Τις στιγμές αυτές ένας συγγραφέας τις κρατά ως κραταιά ενθύμια της λογοτεχνικής του πορείας. Εκ της φύσεώς τους δεν μπορεί να είναι πολλές, μπορεί να είναι μόνο μία, μπορεί και καμία. Ή ακόμη, υπάρχουν άνθρωποι, καλλιτέχνες και μη, που αν και τους δόθηκε η ευκαιρία δεν «άνοιξαν την πόρτα» προς αυτόν τον κόσμο.

Ο νους, ακόμη και για τους «επαγγελματίες της σκέψης», είναι προγραμματισμένος για να ασκεί κάποιες λειτουργίες. Οι συναψίες που δημιουργούνται μπορεί να μοιάζουν υψηλής στάθμης και ποιότητας, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάτι τέτοιο είναι μάλλον μια ποιητική μεταφορά, μια και η νευρική σύναψη είναι μια μικροσκοπική δομή που επιτρέπει σε έναν νευρώνα, δηλαδή σε ένα νευρικό κύτταρο, να μεταδώσει ένα ηλεκτρικό ή χημικό σήμα σε έναν άλλο νευρώνα ή ένα κύτταρο επιφορέα (το οποίο επιφέρει κάποια μεταβολή κατάστασης) [Foster, M.; Sherrington, C.S. (1897). Textbook of Physiology, volume 3].

Βρισκόμαστε πλέον στην επικράτεια της επιστήμης και της νευρολογίας. Ωστόσο θυμάμαι στη συνέντευξη που είχα πάρει για την «Καθημερινή» από τον Γιώργο Χειμωνά το 1999 (που έμελλε να είναι η τελευταία του), ο σπουδαίος αυτός λογοτέχνης και νευρολόγος μού είχε πει: «Είναι αστείο να πιστεύεις ότι η σχιζοφρένεια ή και ο καρκίνος, ακόμα, προκύπτουν από ένα γονίδιο. Η διαπλοκή των παραγόντων είναι απίστευτα σύμπλοκη. Είναι φοβερά περίπλοκος ο κόσμος, φοβερά».

Οι σημερινές συνθήκες ευνοούν την όσο πιο «λογική», «επιστημονική» και «μαθηματική» σύλληψη του κόσμου. Οι αριθμοί δεν ψεύδονται. Λόγου χάρη, η πανδημία όχι μόνο υπάρχει αλλά σκοτώνει ανελέητα. Η λειτουργία της είναι απλή. Οπου βρίσκει έδαφος, χτυπάει. Για έναν νοήμονα άνθρωπο είναι αφάνταστα δύσκολο να αναζητήσει μια πνευματική κάλυψη, ώστε να αντισταθεί σε κάτι που τον ξεπερνά, το οποίο μπορεί ανά πασά στιγμή να συμβεί στον ίδιο ή στους δικούς του. Ωστόσο, φαίνεται υπάρχουν ακόμη δυο στρατόπεδα. Ενα, όσοι έχουν συλλάβει ότι πρόκειται για κάτι που απειλεί τις ζωές όλων μας και άλλοι που εθελοτυφλούν, συνωμοσιολογούν ή και αρνούνται. Φυσικά η καθημερινότητα που προτείνει το πρώτο κομμάτι είναι πολύ πιο δύσκολη από εκείνη του δεύτερου. Αλλά η όποια θυσία απαιτείται είναι θυσία υπέρ της ζωής. Η αδιαφορία για τη ζωή (ιδίως των άλλων) δεν μπορεί να αποτελεί επιχείρημα επιβίωσης. Το τρελό λούνα παρκ των σόσιαλ μίντια είναι γεμάτο συνωμοσιολογικές δηλώσεις «αρνητών της COVID» τις οποίες συνυπογράφουν και κάποιοι επώνυμοι που επηρεάζουν τον κόσμο.

«Η τεχνολογία είναι ένας τρόπος να σχετιζόμαστε με τον εαυτό μας και τον κόσμο» ισχυρίστηκε ο μέγας Μπένγιαμιν. Κάποια στιγμή προσδοκούμε τη μέσω αυτής μεταμόρφωσή μας. Απόλυτα σωστό. Ο στόχος είναι όχι μόνο η εξωτερική αλλά και η εσωτερική μεταμόρφωση, η εξέλιξη. Στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, ο ένδον άνθρωπος, τόσο πιο πολύπλοκος από τη βιολογική του παρουσία, ομογενοποιημένος, κατακυριευμένος, εθελούσια «ψηφιακός», ποτισμένος από τη μαζική επικοινωνία που ο ίδιος επέλεξε, είναι ο μέγας απών. Κι εδώ επιστρέψτε μου να ξαναγυρίσω στην «επιφάνεια». Με COVID ή χωρίς, η δυνατότητα υπάρχει. Αλλά μόνο εκείνο το κομμάτι του ανθρώπου, το μύχιο, το βαθιά αληθινό, το ανυπέρβλητο και ζωώδες μαζί, είναι εκείνο που μπορεί να δημιουργήσει τους σπινθήρες, το τρεμούλιασμα του νου που οδηγεί σε τέτοιες (καθόλου μεταφυσικές) εμπειρίες. Οδηγεί σε στιγμές όπου η αίσθηση του υπάρχειν λάμπει, αστράφτει, αποβάλλει τους περιορισμούς και βλέπει (όχι κοιτά) έστω και για λίγο το όλον, χωρίς ψιμύθια, δίχως ενοχικά σύνδρομα και παραμορφωτικές λογικές.

Είναι πάρα πολύ νωρίς να μιλάμε για αξιόλογη λογοτεχνία ή έργο τέχνης που να μιλά για την εποχή που ζούμε. Οταν είσαι μέσα δύσκολα ψηλώνεις για να παρατηρήσεις. Δεν μπορείς να γίνεις «χίλιοι εαυτοί» όταν ο βασικός απειλείται. Το εξάμηνο αυτό έχουν υπάρξει, παγκοσμίως, αναρίθμητες ιστορίες που θα μας έκαναν να ανατριχιάσουμε. Κάποιες βρήκαν τον δρόμο τους στα σόσιαλ μίντια, προφανώς εκείνες που «πούλαγαν» περισσότερο. Η συντριπτική πλειοψηφία θα μείνουν απλώς νούμερα και στατιστικές. Δεκάδες, εκατοντάδες χιλιάδες θάνατοι, με αιτία, ένα καπρίτσιο της φύσης. Θάνατοι που θα διεκδικήσουν κάποτε και τη δική τους αναφορά, τη δική τους δικαίωση.

Πιθανόν να επισκεφθεί κάποτε κάποιον η δοξαστική εκείνη στιγμή κατά την οποία θα συλλάβει το «όλον» αυτής της πανδημίας, όχι απλώς ως μια τραγωδία με αριθμούς και στατιστικές, ή μια τραγική συνθήκη που απειλεί την ανθρωπότητα. Κάποιον που θα μπορέσει να μιλήσει με τους όρους του Μεγάλου και όχι του Επίκαιρου για αυτό που μας συνέβη και εξακολουθεί να μας συμβαίνει.

*Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας.