Από τότε που οι αντιπρόσωποι στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση του 1789 αποφάσισαν να πάρουν θέση στα έδρανα με συγκεκριμένο τρόπο, η πολιτική απέκτησε παρατάξεις.

Τη Δεξιά που ήταν οι μοναρχικοί ή νομιμόφρονες. Την Αριστερά που συγκρότησαν οι (μετέπειτα) Γιρονδίνοι και Ιακωβίνοι. Και το Κέντρο που αποτελούσαν οι οπαδοί ενός μετριοπαθούς συνταγματικού καθεστώτος, οι Φεγιάν.

Αυτή ήταν η αρχή. Αλλά οι τρεις παρατάξεις μορφοποιήθηκαν λίγο αργότερα, μετά την Παλινόρθωση. Εκτοτε έχουν επιστρατευτεί αναρίθμητοι ιδεολογικοί προσδιορισμοί, προσωποκεντρικοί σχηματισμοί, κομματικά προσωνύμια ή κοινωνικές αναφορές για να κατονομάσουν τους μεν ή τους δε.

Αλλά, παρά τις διαδρομές, τις μεταλλάξεις και τις μετεξελίξεις, παρά τη χαλάρωση των άκαμπτων διαχωριστικών γραμμών, η βασική ιδέα παραμένει ίδια: κάθε παράταξη είναι ο εαυτός της. Φέρει μια συγκεκριμένη πολιτική ταυτότητα.

Ετσι, «συντηρητικοί», «φιλελεύθεροι» και «ριζοσπάστες» συγκροτούν το ιστορικό τρίποδο της ευρωπαϊκής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

Οι χαρακτηρισμοί «Κεντροδεξιά» και «Κεντροαριστερά» επινοήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες όχι για να καταργήσουν την ουσία των πραγμάτων, αλλά για να αναδείξουν την περιπλοκότητά τους.

Η Κεντροαριστερά, για παράδειγμα, δεν είναι το Κέντρο και η Αριστερά σε κοινή συσκευασία. Είναι απλώς η πιο αριστερή πτέρυγα του Κέντρου, όπως η πιο δεξιά είναι η Κεντροδεξιά.

Μιλάμε δηλαδή για δύο εκδοχές ή συνιστώσες μιας βασικής οντότητας που είναι το Κέντρο.

Και φυσικά δεν υπάρχει αριστερό Κέντρο, όπως δεν υπάρχει δεξιά Αριστερά, ούτε αριστερή Δεξιά.

Ομολογώ ότι η πολιτική Ελλάδα ουδέποτε διακρίθηκε ιδιαίτερα για τη σαφήνεια των πολιτικών ταυτοτήτων της.

Ο καθένας είναι, λίγο ή πολύ, ό,τι δηλώσει. Και δηλώνει ό,τι τον συμφέρει κάθε φορά σε έναν ανεξάντλητο διαγωνισμό σκοπιμότητας.

Μόλις προ εικοσιτετραώρων ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ διαβεβαίωνε ότι το κόμμα του και «καταλαμβάνει τον χώρο από το Κέντρο προς τα αριστερά του πολιτικού φάσματος» και ταυτοχρόνως είναι «ένα σύγχρονο μεγάλο κόμμα της Αριστεράς» (10/6).

Θυμίζει λίγο το ανέκδοτο με το γουρούνι και το κουνέλι που έφτιαξαν το «γουρουνέλι».

Σε κάθε ιστορική περίοδο και πολιτική συγκυρία, οι παρατάξεις φυσικά επαναπροσδιορίζονται ή ανασυντίθενται. Χωρίς να καταργούν όμως τη διακριτή ιστορική τους ταυτότητα.

Το «Κέντρο» του Ελευθέριου Βενιζέλου δεν ήταν ίδιο με το «Κέντρο» του Θεμιστοκλή Σοφούλη, του Γεωργίου ή του Ανδρέα Παπανδρέου.

Ενα καλό πρόσφατο παράδειγμα άλλωστε είναι η μετακίνηση του Κέντρου από μια ισχυρή «αντιδεξιά» ταυτότητα σε έναν έντονο «αντιΣΥΡΙΖΑ» (για να μην πω «αντιαριστερό»…) προσδιορισμό.

Αυτή τη μεταβολή καταγράφουν όλες οι δημοσκοπήσεις. Και ο λόγος είναι απλός.

Το Κέντρο ως πολιτικός χώρος ήταν πρωτίστως αντιδεξιό όσο το απειλούσε ή το ανταγωνιζόταν η Δεξιά με τη μοναρχική ή δημοκρατική μορφή της. Την εποχή δηλαδή του Ελευθέριου Βενιζέλου κι αργότερα τις περιόδους 1949-1967 και 1974-2012.

Αντιθέτως υποβάθμισε τα έντονα αντιδεξιά χαρακτηριστικά του είτε τη δεκαετία του ’40, όταν εκδηλώθηκε η κομμουνιστική απειλή, είτε μετά το 2012, όταν υπέστη τον ισχυρό εκλογικό ανταγωνισμό του ΣΥΡΙΖΑ.

Με άλλα λόγια, η μετακίνηση αυτή δεν είναι επίτευγμα του Μητσοτάκη, ούτε ολιγωρία του Τσίπρα. Είναι μια αντικειμενική εξέλιξη του πολιτικού συστήματος που υποχρεώνει σήμερα το κύριο μέτωπο ανταγωνισμού του Κέντρου να στρέφεται προς τα αριστερά.

Οχι για να πάρει πίσω περισσότερους ή λιγότερους ψηφοφόρους του από τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως ανοήτως ισχυρίζονται ή υπολογίζουν ορισμένοι.

Αλλά για να διατηρήσει τη διακριτή ταυτότητά του και να μην καταντήσει ένα είδος «κεντρώου Καμμένου». Δεν είναι δηλαδή θέμα ιδεολογικής επιλογής αλλά στοιχειώδους πολιτικής αυτοπροστασίας.

Διότι, αν δεν απατώμαι, τη μοίρα του αυθεντικού Καμμένου όλοι τη θυμόμαστε.

Εκλογές

«Δεν υπάρχει λόγος για πρόωρες εκλογές» φέρεται να δήλωσε σε στελέχη της ΝΔ ο Πρωθυπουργός.

Είναι αλήθεια ότι δεν θα μπορούσε να πει και κάτι διαφορετικό. Το σκέφτεστε να τους έλεγε ότι «τον Σεπτέμβριο ψηφίζουμε αλλά μην το πείτε πουθενά» ή ότι «το σκέφτομαι και μόλις καταλήξω θα σας πω»;

Αυτά δεν γίνονται.

Και γι’ αυτό ουδέποτε συντρέχει στην πραγματικότητα λόγος για πρόωρες εκλογές. Οι εκλογές (με ή χωρίς λόγο) είτε γίνονται είτε δεν γίνονται.

Απλώς από το εκλογικό αποτέλεσμα μαθαίνουμε αν καλώς έγιναν. Και από το μέλλον αν υπήρχε ή δεν υπήρχε λόγος να γίνουν.

«Κόμμα Κυνηγών»

Οσοι από ενδιαφέρον, επαγγελματική υποχρέωση ή απλή περιέργεια παρακολουθούν από κοντά την υπόθεση Novartis (σε όλες τις εκδοχές της…) είχαν την ευκαιρία να διαβάσουν ένα μοναδικό κείμενο.

Τη γραπτή κατάθεση της εισαγγελέως Διαφθοράς στον Αρειο Πάγο. Γιατί μοναδικό;

Επειδή καλείται να αντικρούσει επί της ουσίας μια κατηγορία για «κατασκευή ψευδών στοιχείων» και «δίωξη αθώων».

Υποστηρίζει λοιπόν ότι «η εμπλοκή των πολιτικών προσώπων δεν στηρίζεται αποκλειστικά στις καταθέσεις των προστατευομένων μαρτύρων» των οποίων η νομιμότητα και η αξιοπιστία έχουν αμφισβητηθεί.

Αλλά και σε «στοιχεία που προέκυπταν από κατασχεμένα αρχεία και έγγραφα της Novartis» των οποίων «δεν αμφισβητείται η γνησιότητά τους».

Εως εδώ, μια χαρά. Βρήκε στοιχεία.

Αλλά αμέσως μετά προσθέτει ότι για κάποια από «τα πρόσωπα αυτά δεν προέκυπταν οι απαιτούμενες από τον νόμο ενδείξεις και οι δικογραφίες τέθηκαν στο αρχείο».

Ενώ για άλλα πολιτικά πρόσωπα οι υποθέσεις τους τέθηκαν στο αρχείο «διότι δεν προέκυψαν οι απαιτούμενες από τον νόμο ενδείξεις».

Συγγνώμη, αλλά τότε τι σόι στοιχεία είχαν βρεθεί στα αρχεία και στα έγγραφα της εταιρείας που δικαιολογούσαν την εμπλοκή των πολιτικών;

Υπήρχαν και εξαφανίστηκαν στη συνέχεια; Υπήρχαν και δεν αξιολογήθηκαν σωστά; Ή δεν υπήρχαν;

Το κενό λογικής αντιμετωπίζεται με έναν πολιτικό αφορισμό. «Οπου οι κυνηγοί της διαφθοράς μετατρέπονται σε θηράματα των συμφερόντων, η διαφθορά θα ανθίζει».

Καμία αντίρρηση. Αλλά εδώ δεν έχουμε «κυνηγούς». Εχουμε δικαστικούς που ερευνούν κατά τον νόμο υποθέσεις διαφθοράς και δεν κυνηγούν κανέναν.

Οι οποίοι δεν έγιναν «θηράματα συμφερόντων» αλλά ανθρώπων που θεωρούν ότι κυνηγήθηκαν αδίκως, αναιτίως, σκοπίμως και ψάχνουν το δίκιο τους.

Κατά τα άλλα η εισαγγελέας διαβεβαιώνει ότι πάντα «στάθηκα δίπλα στον αδύναμο άνθρωπο», ότι «μόνο μου κίνητρο υπήρξε η κοινωνική δικαιοσύνη» και «η ισοκατανομή των φορολογικών βαρών».

Ολα αυτά είναι αξιέπαινες ευαισθησίες, τις οποίες επικροτώ. Αλλά δεν είναι δουλειά εισαγγελέα. Ο εισαγγελέας εφαρμόζει τον νόμο σύμφωνα με τις προβλέψεις του νόμου.

Αν έχει άλλα αξιέπαινα ενδιαφέροντα ή ανησυχίες, μπορεί να φτιάξει κόμμα ή να βάλει υποψηφιότητα στις εκλογές.

Κι όσο για το όνομα του κόμματος, δεν υπάρχει πρόβλημα. Θα το πούμε «Κόμμα Κυνηγών» – μήπως το ψηφίσουν και οι άλλοι κυνηγοί που κυνηγούν μπεκάτσες…